Ο σκύλος σκαρφίζεται πολλά, για να κερδίσει την προσοχή του ιδιοκτήτη/κηδεμόνα του, αλλά και για να μη χάσει τα προνόμιά του. Μήπως ο δικός σας, σας κάνει σκηνές… ζηλοτυπίας; Και, μήπως, εσείς του τροφοδοτείτε αυτές τις συμπεριφορές;
Το πώς θα χειριστούμε αυτές τις ανεπιθύμητες συμπεριφορές του, αλλά και ποια λάθη κάνουμε και τις ενισχύουμε, μας τα εξηγεί ο κοινωνικός ανθρωπολόγος και ιστορικός – εκπαιδευτής, σύμβουλος συμπεριφοράς σκύλων, Πέτρος Σιδερέας.
«Σε προηγούμενο άρθρο καταπιαστήκαμε με το περίφημο ζήτημα της ζήλιας του σκύλου και το κατά πόσο μπορεί να νιώσει ένα τέτοιο συναίσθημα, καθώς και το πώς το εκφράζει. Έχοντας, επομένως, απαλλάξει τη σκέψη μας από κάθε είδους ανθρωποκεντρική αντίληψη γύρω από το πώς βιώνει ένα συναίσθημα κάποιο ζώο -εν προκειμένω ο σκύλος-, ας πάμε ένα βήμα παραπέρα. Ας προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τις βασικές μας αστοχίες, όταν προσπαθούμε να διαχειριστούμε τη ζήλια του σκύλου μας. Έτσι, θα αποκτήσουμε το θεωρητικό υπόβαθρο που θα μας επιτρέψει, σε επόμενο άρθρο, να περάσουμε και στο τεχνικό κομμάτι.
Ας θυμόμαστε ότι αυτό που ονομάζουμε «ζήλια» στους σκύλους, δεν είναι παρά η συμπεριφορική τους απόκριση σε ερεθίσματα που θέτουν σε ανισορροπία τις κοινωνικές τους σχέσεις και τα παγιωμένα δικαιώματά τους.
Επίλυση της ζήλιας
Η αντιμετώπιση της ζήλιας είναι μια απόπειρα τροποποίησης της συμπεριφοράς του σκύλου μας. Η διαδικασία αυτή διαφέρει παντελώς από την εκπαίδευση, με την έννοια της εκμάθησης εντολών. Είναι μια διαδικασία πολύ βαθύτερη, που απαιτεί πολύ αναλυτικότερη αξιολόγηση των δεδομένων, ώστε να φτάσουμε στον πυρήνα του προβλήματος, που «πυροδοτεί» την εξεταζόμενη συμπεριφορά και -για πολλούς κηδεμόνες σκύλων- είναι, δυστυχώς συχνά, μια διαδικασία σχεδόν αδύνατη χωρίς τη συνδρομή εκπαιδευτή – συμπεριφοριστή.
Βήμα πρώτο. Το αρχικό μας μέλημα, λοιπόν, όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την πρόκληση της τροποποίησης μιας συμπεριφοράς, όπως η έκφραση ζήλιας, πρέπει να είναι η προσεκτική αξιολόγηση της ρουτίνας του σκύλου μας και η διαμόρφωσή της με τρόπο τέτοιον, που να αποκλείει την πιθανότητα, η ανεπιθύμητη συμπεριφορά του σκύλου μας να προκύπτει από αυτήν. Ενδεικτικά αναφέρουμε: σταθερές βόλτες, αρκετή άσκηση, αρκετή αλληλεπίδραση μαζί του κ.ά. Αφού υιοθετήσουμε μια σταθερή, ευχάριστη για τον σκύλο μας ρουτίνα -και, άρα, ελαχιστοποιήσουμε το ενδεχόμενο να προκύπτουν εξαιτίας της συμπεριφορικά προβλήματα-, περνάμε στο επόμενο στάδιο.
Βήμα δεύτερο. Ξεκινάμε ασκήσεις βασικής υπακοής, ώστε να καλλιεργήσουμε μεταξύ μας μια σχέση ανταποδοτικότητας και κατανόησης. Μέσω της εκπαίδευσης θα φτάσουμε σε πραγματικά σπουδαία συμπεράσματα. Εμείς θα αντιληφθούμε ότι ο σκύλος μας δεν εμφανίζει μία ενοχλητική συμπεριφορά για να μας «εκδικηθεί», αλλά γιατί δεν του έχουμε μάθει αλλιώς. Κι εκείνος θα καταλάβει ότι η συνεργασία μαζί μας κρύβει μεγάλη ευχαρίστηση και για τον ίδιο. Παράλληλα, θα μάθει να μας «διαβάζει» καλύτερα και να ξέρει ποιές συνήθειές του μας αρέσουν και ποιές μας ενοχλούν. Φυσικά, θα μάθουμε κι εμείς να αποκωδικοποιούμε καλύτερα τη συμπεριφορά του, καθώς θα χρειαστεί να επενδύσουμε περισσότερο χρόνο στη μεταξύ μας σχέση.
Βήμα τρίτο. Σε αυτό το σημαντικό στάδιο, θα κληθούμε να κάνουμε άλλη μία θεμελιώδη διαπίστωση. Συχνά επιβραβεύουμε την ανεπιθύμητη συμπεριφορά, χωρίς καν να το αντιλαμβανόμαστε. Παράδειγμα: παίρνουμε αγκαλιά τον/τη σύντροφό μας και ο σκύλος μας γαβγίζει, κλαψουρίζει, προσπαθεί να μας χωρίσει κ.λπ. Οποιοσδήποτε μπορεί να καταλάβει ότι εκείνη τη στιγμή επιζητά την προσοχή μας. Λίγοι κηδεμόνες, ωστόσο, αντιλαμβάνονται ότι επιβράβευση δεν είναι μόνο η λιχουδιά, ή το «μπράβο». Επιβράβευση είναι οποιαδήποτε κίνησή μας φέρνει για τον σκύλο μας το αποτέλεσμα που επιζητούσε. Αν εκείνη τη στιγμή διακόψουμε την αγκαλιά για να αφιερώσουμε προσοχή στον σκύλο μας, του έχουμε μόλις μάθει πως ο τρόπος με τον οποίο ζήτησε αυτό που ήθελε, ήταν ο επιθυμητός για εμάς, καθώς έφερε το αποτέλεσμα που αποζητούσε. Δηλαδή, την προσοχή μας. Έτσι, είναι βέβαιο πως την επόμενη φορά θα επιστρατεύσει την ίδια μέθοδο για να κερδίσει το ίδιο αποτέλεσμα.
Οφείλουμε, λοιπόν, να αντιληφθούμε ότι η ανταμοιβή σε αυτό που ζητάει ο σκύλος μας σε μια δεδομένη στιγμή, μπορεί να είναι απλά ένα κοίταγμα, ένα χάδι, δύο λέξεις σε παρηγορητικό τόνο. Αφού εντοπίσουμε τις κινήσεις εκείνες που λειτουργούν, άθελά μας, ως επιβράβευση προς τη συμπεριφορά του σκύλου μας, οφείλουμε να τις σταματήσουμε. Φυσικά, έτσι δεν θα σταματήσει να νιώθει το συναίσθημα που τον οδηγεί στη συμπεριφορά, αλλά θα αντιληφθεί γρήγορα πως ο τρόπος του δεν φέρνει αποτέλεσμα. Προσοχή! Στο σημείο αυτό δεν έχουμε λύσει το πρόβλημα, καθώς ο σκύλος μας θα ψάξει άλλους τρόπους για να κερδίσει την προσοχή μας. Συνήθως είναι πιο έντονοι και απαιτητικοί από τους προηγούμενους. Επίσης, πρέπει να θυμόμαστε ότι αρκετές φορές ένας σκύλος μπορεί να αγχώνεται τόσο πολύ κατά τη διάρκεια αναζήτησης της προσοχής μας, που θα αντλήσει ικανοποίηση ακόμα και από την αρνητική προσοχή (μάλωμα).
Δεν μαλώνουμε το σκύλο μας
Ας σταθούμε για λίγο στο μάλωμα. Όσο σημαντικό είναι να ξέρουμε πότε επιβραβεύουμε, άλλο τόσο -και περισσότερο- είναι να ξέρουμε πότε πρέπει να μαλώσουμε. Ένα από τα πιο συνηθισμένα λάθη που μπορεί να οδηγήσει στις τραγικότερες συνέπειες, είναι το μάλωμα της έκφρασης του συναισθήματος του σκύλου μας.
Ακριβώς όπως δεν θα σταματήσει να νιώθει φόβο αν τον μαλώσουμε επειδή τρέμει τους κρότους κατά τη διάρκεια του Πάσχα, έτσι δεν θα σταματήσει να νιώθει επιθετικότητα αν τον μαλώσουμε επειδή γρυλίζει. Επίσης, δεν θα σταματήσει να νιώθει την ανάγκη να κερδίσει την προσοχή μας, επειδή τον μαλώνουμε όταν δαγκώνει τα παπούτσια μας, ενώ δουλεύουμε στον υπολογιστή. Το συναίσθημα, φυσικά, παραμένει. Το μόνο που αλλάζει, είναι ότι ο σκύλος μας αντιλαμβάνεται πως ο τρόπος που το εκφράζει, είναι δυσάρεστος για εμάς.
Κάπως έτσι, ο σκύλος μας θα συνεχίσει να νιώθει φόβο, επιθετικότητα, ή ζήλια, κάθε φορά που θα βρίσκεται στην ίδια συνθήκη, αλλά δεν θα μας το δείξει μέσω της γλώσσας του, γιατί θα ξέρει, πλέον, ότι η έκφρασή του μας είναι δυσάρεστη. Το συναίσθημα θα περάσει απαρατήρητο από το «ραντάρ» μας, το στρες θα συσσωρεύεται, όσο περνούν τα δευτερόλεπτα, και το ξέσπασμα του σκύλου θα χαρακτηριστεί ως άλλο ένα «απρόκλητο ξέσπασμα», όπως ακούμε συχνά.
Ελπίζω τα παραπάνω να βοηθούν στη συνειδητοποίηση των δικών μας σφαλμάτων στην προσπάθειά μας να διορθώσουμε την κατάσταση, καθώς δεν έχει κανένα νόημα να μπούμε σε τεχνικές λεπτομέρειες, εάν καλά – καλά δεν αντιλαμβανόμαστε πρώτα τα δικά μας λάθη. Προσπάθησα να αναδείξω, επίσης, την ανάγκη να μάθουμε να εκλαμβάνουμε την προσπάθεια του σκύλου να μας επικοινωνήσει το συναίσθημά του ως το μεγαλύτερο «όπλο» μας στην προσπάθεια να βελτιώσουμε τη σχέση μας μαζί του, και όχι ως πρόβλημα, ή «αυθάδεια» προς τον ιδιοκτήτη του.
Εάν το έχουμε καταφέρει, και μόνο τότε, στο επόμενο κείμενο θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε αληθινά και τις τεχνικές λεπτομέρειες, και να εφαρμόσουμε ασκήσεις, όντας σε θέση να αξιολογήσουμε τα αποτελέσματα και να αυτοσχεδιάσουμε, καταλαβαίνοντας ακριβώς τι κάνουμε και γιατί το κάνουμε».