«Του λέω να κάτσει και δεν με ακούει». «Ο σκύλος μου κάνει τον κουφό! Τον φωνάζω να έρθει και με αγνοεί»! «Δεν μπορώ να τον κρατήσω με τίποτα στη βόλτα». «Ο σκύλος μου είναι επιθετικός με τ’ άλλα σκυλιά». Είναι ορισμένα από τα «παράπονα» ιδιοκτητών/κηδεμόνων που ακούν οι εκπαιδευτές σκύλων και καλούνται να λύσουν το πρόβλημα.
Ωστόσο, ο σύγχρονος εκπαιδευτής σκύλων «πρέπει να έχει, εκτός από τις αυτονόητες γνώσεις ψυχολογίας και συμπεριφοράς σκύλων και ικανοποιητικές γνώσεις ανθρώπινης ψυχολογίας – συμπεριφοράς, για να διεισδύσει στη σχέση ανθρώπου – σκύλου (μία σχέση που συχνά είναι περίπλοκη, όπως συμβαίνει π.χ. σε πολυμελείς οικογένειες) και να διαπιστώσει τις παθογένειες, έτσι ώστε να δώσει τις απαραίτητες συμβουλές», επισημαίνει ο Γιώργος Κωστόπουλος, διπλωματούχος εκπαιδευτής σκύλων – σύμβουλος συμπεριφοράς.
Κάθε περίπτωση είναι διαφορετική, γι’ αυτό ο εκπαιδευτής «οφείλει να είναι αναλυτικός στη σκέψη του. Ακόμα και αν οι σκύλοι μπορούν να τοποθετηθούν σε κάποια αναγνωρίσιμα “μοντέλα”, δεν συμβαίνει το ίδιο με τους ανθρώπους με τους οποίους συμβιώνουν και αλληλεπιδρούν», διευκρινίζει ο κ. Κωστόπουλος και εξηγεί ότι «ο σύγχρονος εκπαιδευτής πρέπει να δουλεύει σε στενή σχέση με τους ιδιοκτήτες των σκύλων. Είναι αδύνατο να επέλθει ουσιαστικό αποτέλεσμα ή πρόοδος, χωρίς τη συμμετοχή των ιδιοκτητών. Ο εκπαιδευτής θα διδάξει στο κάθε μάθημα τις τεχνικές εκπαίδευσης και θα βοηθήσει να τις εφαρμόσουμε. Με άλλα λόγια, θα μας εκπαιδεύσει βήμα-βήμα, ώστε εμείς να εκπαιδεύσουμε τον σκύλο μας. Γιατί εμείς ζούμε με τον σκύλο. Εμάς πρέπει να υπακούει, η δική μας σχέση μαζί του έχει σημασία. Και το σημαντικότερο όλων είναι η σχέση που έχουμε με τον σκύλο μας, όχι η εκπαίδευση. Όμως, συχνά αυτή η σχέση είναι προβληματική και χρειάζεται να αλλάξει. Η νοοτροπία “πάρε τον σκύλο και εκπαίδευσέ τον”, ή “έλα να μου τον εκπαιδεύσεις”, ανήκει στο παρελθόν».
Οι μέθοδοι εκπαίδευσης που χρησιμοποιεί ο σύγχρονος εκπαιδευτής είναι της σύγχρονης θετικής εκπαίδευσης, γιατί «αυτές έχουν αποδειχθεί εξίσου ή περισσότερο αποτελεσματικές από τις παλιές, χωρίς να δημιουργούν δυσάρεστα συναισθήματα άγχους ή φόβου στο ζώο.Ένα απλό παράδειγμα: παλιότερα, όταν ο σκύλος ανέβαινε στον καναπέ και δεν το θέλαμε, μία συμβουλή ήταν να πιάσει κανείς το περιλαίμιό του και να τον κατεβάσει απότομα και δυναμικά. Το μήνυμα ήταν ότι ο καναπές πρέπει να ανήκει στον ανώτερο ιεραρχικά, στον αρχηγό, στον άνθρωπο. Η σύγχρονη προσέγγιση τώρα: κάθε φορά που καθόμαστε στον καναπέ, προσφέρουμε στον σκύλο μία λιχουδιά μέσα στο κρεβάτι του στο πάτωμα. Έτσι το ζώο δημιουργεί τον θετικό συνειρμό πως, όταν εμείς καθόμαστε στον καναπέ, σε ένα άλλο σημείο, δηλαδή στο κρεβάτι του, κάτι καλύτερο συμβαίνει. Έχουμε επιτύχει το ίδιο αποτέλεσμα χωρίς προστριβές, χωρίς να χαλάσουμε τη σχέση μας, με θετικό τρόπο και θετικό συναίσθημα».
Όπως υπογραμμίζει ο κ. Κωστόπουλος «η εκπαίδευση βασικής υπακοής δεν είναι πανάκεια για όλα τα προβλήματα. Συχνά, όμως, «διαφημίζεται» ως τέτοια, για ευνόητους λόγους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, εκτός από τη βασική υπακοή (ή στη θέση της) χρειάζεται συμπεριφορική αγωγή. Συμβουλές, δηλαδή, που, εφόσον εφαρμοστούν, θα στοχεύσουν στα διάφορα προβλήματα συμβίωσης ή συμπεριφοράς. Οι νοοτροπίες τύπου “μου δάγκωσε το παιδί, έλα να μου το εκπαιδεύσεις”, ή “ουρεί τους καναπέδες, εκπαίδευση χρειάζεται”, ανήκουν στο παρελθόν. Ένα απλό παράδειγμα: ο σκύλος τραβάει το λουρί του στη βόλτα. Διάγνωση: ο σκύλος δεν ασκείται και δεν εκτονώνεται, άρα έχει συσσωρευμένη ενέργεια και γι’ αυτό τραβάει το λουρί του. Τι νόημα έχει να γίνει μόνο εκπαίδευση υπακοής, ώστε να μην τραβάει το λουρί, αν δεν δοθεί επιπλέον συμβουλευτική αγωγή εκτόνωσης και άσκησης του ζώου»;