Είναι δικαίωμα του καθενός να μη συμπαθεί τα ζώα.
Να μη νοιάζεται για τα αδέσποτα πλάσματα. Εάν πεινούν, διψούν, πονούν, κρυώνουν, ή ζεσταίνονται.
Είναι δικαίωμα του καθενός να αγαπά και να φροντίζει τα ζώα συντροφιάς, που ζουν στους δρόμους.
Κανένας, όμως, δεν έχει το δικαίωμα να τους κάνει κακό. Να τα πονά, να τα τρομάζει, να τους αφαιρεί τη ζωή.
Γι΄ αυτές τις δύο όψεις της ζωής, η κυρία Ελένη Κασπίρη, θετική εκπαιδεύτρια σκύλων, έχει δύο ιστορίες να μας αφηγηθεί:
«Ένα πρωινό, καθώς περνούσα από τον παραλιακό δρόμο, βλέπω έναν ψαρά που έχει πιάσει με το καλάμι του ένα ψάρι.
Και ενώ εκείνο σπαρταρούσε, το πετά μέσα σ’ έναν κουβά που είχε δίπλα του.
Μια γατούλα στεκόταν παραδίπλα. Με το που βλέπει αυτή την κίνηση, τρέχει προς τον κουβά για να πάρει το ψάρι.
Ο παππούς, αρκετά θυμωμένος, αρχίζει να βλαστημά και να κλωτσά τη γάτα, για να τη διώξει.
Εκείνη, κατατρομαγμένη, αρχίζει να τρέχει προς το δρόμο. Από θαύμα γλίτωσε από τα διερχόμενα αυτοκίνητα.
Σταματώ. Κατεβαίνω από το αυτοκίνητό μου και φωνάζω τη γατούλα. Της προσφέρω κροκέτες, που πάντα έχω μαζί μου.
Αυτή τρέχει κοντά μου, ενώ ο παππούς εξακολουθεί να εκφράζεται με προσβλητικά και χυδαία λόγια.
Είχα δύο επιλογές: Η μία ήταν να διαπληκτιστώ μαζί του και η άλλη -αφού σιγουρευτώ ότι η γατούλα έφαγε, χόρτασε και απομακρύνθηκε στο δάσος- να φύγω.
Επέλεξα τη δεύτερη.
Όχι γιατί δεν είχα το θάρρος. Ούτε επειδή γνώριζα ότι θα χτυπούσα σε τοίχο. Αμέτρητες φορές έχω μιλήσει και εξηγήσει ήρεμα. Κι άλλες τόσες έχω διαφωνήσει και συγκρουστεί με ανθρώπους για παρόμοια ζητήματα.
Επέλεξα να φύγω γιατί, απλά, ντράπηκα.
Έφυγα στεναχωρημένη. Για πολλοστή φορά έβλεπα την απονιά και την αδικία που υπάρχει.
Συνέχισα τον δρόμο μου με μια μελαγχολία στην ψυχή και βυθισμένη στις σκέψεις μου. Και κάπως έτσι, έφθασα στον προορισμό μου.
Παρκάρω σε μια πλατεία και κατεβαίνω. Και τότε βλέπω μια εικόνα που, αυτομάτως, μου γαλήνεψε την ψυχή.
Ένας άλλος παππούς καθόταν σ’ ένα παγκάκι και τάιζε ένα τσούρμο περιστέρια και, λίγο πιο ‘κει, καμιά δεκαριά γάτες.
Έτρωγαν όλα ήσυχα κι εκείνος τα κοιτούσε.
Κάθισα και παρατηρούσα αυτήν την υπέροχη εικόνα!
Κάποια στιγμή τον βλέπω να παίρνει το μπαστούνι του, να σηκώνεται με κόπο και να κοιτάζει τριγύρω. Σαν να έψαχνε κάτι.
Περίμενα να τελειώσουν τα γατάκια και τα πουλάκια το φαγητό τους, για να μην τα ενοχλήσω, και μετά τον πλησίασα.
“Καλημέρα, ψάχνετε κάτι; Μπορώ να σας βοηθήσω;”, του λέω.
“Καλημέρα κορίτσι μου, ψάχνω τον Αλήτη μου. Είναι ο πιο παλιός μου γάτος. Αλητεύει συνέχεια. Έρχεται, όμως, πάντα να φάει. Σήμερα δεν είναι εδώ… Φοβάμαι μην έπαθε τίποτα…”
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή πλησιάζει ένας άλλος μεγάλος σε ηλικία. Περνάει ανάμεσα από τα ζωάκια, τα οποία, φυσικά, όλα φοβήθηκαν και σκόρπισαν, και του λέει χαμογελώντας ειρωνικά: “Άντε, πας για ψυχή και κλείνεις θέση στον παράδεισο κυρ-Σπύρο; Γι’ αυτό μαζεύεις όλα τα παλιόγατα και τα βρομοπερίστερα εδώ στην πλατεία;”
Ο κυρ Σπύρος μ’ ένα θλιμμένο χαμόγελο, κούνησε το κεφάλι του σαν χαιρετισμό και δεν του απάντησε.
Τον είδα ότι πικράθηκε και τόλμησα να ξεστομίσω: “Κύριε Σπύρο, μη στεναχωριέστε…”
Και μετά σώπασα. Δεν έβρισκα λόγια.
Τότε θυμήθηκα έναν κύριο που τον συναντώ κάθε μέρα την ώρα που ταΐζω τις γάτες της γειτονιάς μου και ανταλλάσσουμε μια «Καλημέρα». Θυμήθηκα εκείνη την ημέρα που κοντοστάθηκε και μου είπε: «Εσύ θα πας στον παράδεισο… Μπράβο, κορίτσι μου! Είναι πολύ σπουδαίο αυτό που κάνεις».
Ομολογώ ότι με ξάφνιασε ευχάριστα. Γιατί το σύνηθες είναι να ακούω αρνητικά σχόλια, ύβρεις και άλλα παρόμοια…
Του απάντησα, λοιπόν, πως δεν είναι σπουδαίο, αλλά αυτονόητο.
Τώρα εγώ, τι να πω στον κυρ-Σπύρο; Πως κάνει το σωστό και το αυτονόητο; Πως είναι πραγματικά σπουδαίο; Από έναν άνθρωπο που μπορεί – δεν μπορεί, βγαίνει με το μπαστουνάκι του για να τα ταΐσει;
Το θεώρησα περιττό και χαζό. Εκείνος ήξερε καλύτερα ποιο είναι το σωστό. Μέσα από τη σοφία των χρόνων του.
Τότε γυρίζει και μου λέει, βγάζοντάς με από αυτές τις σκέψεις:
“Κορίτσι μου, δεν είναι ότι στεναχωριέμαι γι΄αυτό που είπε. Στεναχωριέμαι για όλα αυτά τα πεινασμένα κι αδικημένα, που λίγοι τα πονάνε.
Δεν πειράζουν κανέναν. Περιμένουν μόνον κάποιον να τους δώσει λίγο φαγητό.
Έρχομαι γιατί τα πονάω… Μήπως εμείς δεν τα φέραμε σ’ αυτή την κατάσταση;
Δεν πάω για ψυχή κορίτσι μου, ούτε θέλω να πάω στον παράδεισο.
Θέλω εδώ να τα έχω καλά με την ψυχή μου.
Ο καθένας κάνει αυτό που του λέει η καρδιά του.
Μου ματώνει η καρδιά όταν τα σκέφτομαι να ζητιανεύουν πεινασμένα και όλοι να αδιαφορούν. Και κάποιοι να τα διώχνουν και να τα κλωτσάνε.
Θα έρχομαι να τα ταΐζω, όσο με βαστάνε τα πόδια μου… Κι ας λένε… Κι ας με κοροϊδεύουν…».
Κι εκείνη τη στιγμή βλέπω το βλέμμα του να λάμπει από χαρά. Κοιτάζει μακριά και τον ακούω να λέει: “Έλα ρε Αλήτη, που ήσουνα;”
Εκείνος πλησίασε, τρίφτηκε στα πόδια του και ο κυρ-Σπύρος, στηριζόμενος στο μπαστουνάκι του, σκύβει και τον χαϊδεύει. Του βάζει φαγητό και αρχίζει να μαζεύει τις σακούλες με τις τροφές, για να φύγει.
Ήμουν τόσο συγκινημένη. Ήθελα τόσα πολλά να του πω. Να του φιλήσω το χέρι και να υποκλιθώ μπροστά του.
Αρκέστηκα στο να του σφίξω, απλά, το χέρι. Να του πω «πως χάρηκα, τόσο πολύ, που τον γνώρισα». Και να φύγω.
Γύρισα πίσω το κεφάλι μου και τον είδα να απομακρύνεται κούτσα – κούτσα με το μπαστουνάκι του.
Ο πρώτος παππούς επέλεξε, εκείνο το πρωινό, να περάσει τον χρόνο του σκοτώνοντας ψάρια και τρομοκρατώντας την “παλιόγατα”, που είχε το “θράσος” να πάει να του φάει τον κόπο του.
Αυτό ήταν το σωστό για εκείνον. Δεν έβλεπε πουθενά το κακό.
Ήταν απολύτως φυσιολογικό να κάνει το χόμπι του και απόλυτα σωστό να κυνηγήσει την πεινασμένη γατούλα, που τόλμησε να πάει να του πάρει το ψάρι, που με τόσο κόπο έπιασε.
Και στον αντίποδα, ο κυρ-Σπύρος που μάζεψε όλες του τις δυνάμεις πρωί – πρωί, πήρε το μπαστούνι του, φορτώθηκε και κουβάλησε με κόπο τις τροφές, και βγήκε για να ταΐσει κάποιες δεκάδες πεινασμένα πλάσματα. Που τον περιμένουν, πάντα, πιστά στο ραντεβού τους.
Τι να πεις και στους δύο;
Τίποτα.
Σιωπή, μόνο αυτό.
Στον πρώτο, γιατί ντρέπεσαι.
Να κάνεις παρατήρηση, να επιπλήξεις ή να συμβουλέψεις έναν παππού;
Ανώφελο το θεωρώ. Γιατί εάν δεν τον λύγισε το θέαμα του ψαριού που σπαρταρούσε και αργοπέθαινε μπροστά του και δεν τον συγκίνησε το κλάμα της πεινασμένης γάτας που εκλιπαρούσε για λίγο φαγητό, πώς θα μπορούσα να επηρεάσω τα συναισθήματα του με απλά λόγια;
Τι νόημα θα είχε, αν του έλεγα πως όλα τα ζώα έχουν συναισθήματα, όπως κι εμείς; Πως υπάρχουν κι αυτά πάνω στον πλανήτη. Και πως δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να τα εκμεταλλευόμαστε και να τα κακοποιούμε. Να τα σκλαβώνουμε και να τα σκοτώνουμε, ανάλογα με το κέφι μας.
Σαφώς και έχουμε το δικαίωμά να μην τα αγαπάμε. Να μην τα βοηθάμε, και να μην τα θέλουμε. Αλλά είναι υποχρέωσή μας να τα σεβόμαστε. Γιατί η ζωή τους, τους ανήκει.
Και μετά, τι να πεις στον κυρ-Σπύρο;
Μπράβο; Συγχαρητήρια;
Ήμουν πολύ μικρή για να το κάνω. Μπροστά σε έναν τεράστιο Άνθρωπο, μπροστά σε ένα τέτοιο μεγαλείο ψυχής, μόνο η σιωπή ταιριάζει.
Και ο σεβασμός.
Τίποτα άλλο.
Δύο άνθρωποι της ίδιας γενιάς, αλλά τόσο διαφορετικοί. Δύο κόσμοι αλλιώτικοι.
Ο ένας καλοσυνάτος και ευαίσθητος. Γεμάτος συμπόνια και αγάπη για όλα τα πλάσματα. Ο άλλος ψυχρός, γεμάτος αδιαφορία και απονιά.
Μα έτσι θα είναι πάντα.
Το καλό και το κακό πάντα θα συνυπάρχουν.
Γιατί εκεί που βλέπεις το κακό και το άδικο μπροστά σου, και θυμώνεις, πικραίνεσαι, απογοητεύεσαι, απελπίζεσαι, λίγο πιο πέρα «ξεπηδά» το καλό πιο δυνατό και πιο μεγάλο. Που κάνει τον κόσμο να φαντάζει τόσο λαμπερό και τόσο σπουδαίο!”.
▪ Η κυρία Ελένη Κασπίρη είναι απόφοιτος της Σχολής Stardogs του Γιάννη Αραχωβίτη. Ασχολείται επαγγελματικά με την εκπαίδευση σκύλων τα τελευταία 13 χρόνια. Παραδίδει εθελοντικά μαθήματα φιλοζωίας σε σχολεία, ενώ εδώ και 25 χρόνια ασχολείται με τη φροντίδα αδέσποτων ζώων. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια, συνέδρια και συνεχώς ενημερώνεται, διαβάζοντας. Και, όπως υποστηρίζει, «κυρίως, όμως, μαθαίνω κάθε μέρα από τα ίδια τα σκυλιά, που έχουν αποδειχθεί οι καλύτεροί μου δάσκαλοι!». Ζει στην Πάτρα.