Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι εκείνος που δεν μπορεί να ζει με τους άλλους ή που δεν έχει ανάγκη από κανέναν, είναι ή θηρίο ή θεός. Σε μια πιο ήπια προσέγγιση μπορεί απλώς να είναι ένας από τα εκατομμύρια μοναχικών ανθρώπων του πλανήτη μας. Το ότι για τη στάση αυτή μπορεί να ευθύνονται τα γονίδια, είναι ένα στοιχείο που ανατροφοδοτεί τη συζήτηση με νέα δεδομένα.
Η μοναχικότητα εξαπλώνεται
Η μοναχικότητα, η αποζήτηση της μοναξιάς που φτάνει μέχρι την απομόνωση είναι εγγεγραμμένη στο DNA μας, σύμφωνα με μια νέα μελέτη του Πανεπιστημίου του δυτικού Οντάριο που δημοσιεύτηκε μόλις πριν λίγες ημέρες. Στα γονίδια φαίνεται να οφείλεται περί το 35% της τάσης να αισθάνεται κάποιος μοναξιά, αναφέρεται στην ίδια μελέτη.
Ταυτόχρονα, μελετώντας ενήλικους διδύμους, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι εκείνοι που είχαν περισσότερους γενετικούς παράγοντες να αναπτύξουν νεύρωση είχαν και περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν μοναξιά κάποια στιγμή στη ζωή τους. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι μερικοί άνθρωποι, οι νευρωτικοί, είναι πιο επιρρεπείς στο να αισθάνονται μοναξιά. Ωστόσο η εύρεση φιλικών συνδέσεων και συντροφικότητας μέσα στο διάβα της ζωής μπορεί να βοηθήσει στην εξάλειψη των γενετικών τάσεων για απομόνωση.
Η ασθένεια της μοναξιάς
Η επιλογή του θέματος της έρευνας δεν πραγματοποιήθηκε τυχαία. Ο μισός πληθυσμός των ΗΠΑ και περί το 40% του δυτικού κόσμου αναφέρει στις έρευνες ότι έχει βιώσει μοναξιά για σημαντικό διάστημα κάποια στιγμή στη ζωή του. Η λεγόμενη επιδημία μοναξιάς που εξαπλώνεται στον κόσμο δεν κάνει μόνο τους ανθρώπους πιο δυστυχισμένους, αλλά θέτει επίσης σε κίνδυνο και τη βιολογική τους υγεία. Ως γνωστόν, η κοινωνική απομόνωση έχει συνδεθεί με υψηλότερους δείκτες καρδιαγγειακών παθήσεων, παχυσαρκίας, διαβήτη, ακόμη και με αυξημένες πιθανότητες θανάτου σε πρώιμη –σε σχέση με την προσδοκώμενη- ηλικία στους ανθρώπους άνω των 60. Το ενδιαφέρον στην περίπτωση της έρευνας είναι ότι η μοναχικότητα κάποιων ανθρώπων μπορεί να οφείλεται στους προγόνους τους. Σύμφωνα με την επικεφαλής της μελέτης καθηγήτρια ψυχολογίας Julie Aitken Schermer, στην ψηφιακή εποχή αυτοί οι γενετικοί παράγοντες οξύνονται, καθώς οι άνθρωποι απομονώνονται πίσω από οθόνες. Αυτός είναι ο βασικός επίκτητος περιβαλλοντικός παράγοντας. «Σκεφτείτε ένα φυτό, κληρονομεί το πιθανό ύψος του, αλλά αν βρεθεί σε ένα περιβάλλον δίχως φως, δεν θα καταφέρει ποτέ να φτάσει αυτό το ύψους», εξηγεί ο ίδιος. Ομοίως, αν κάποιος με προδιάθεση για μοναξιά «περνάει ατελείωτες ώρες σε ένα πολυμεσικό ηλεκτρονικό περιβάλλον, είναι πιο πιθανό να βιώσει τη μοναξιά».
Η σύνδεση με τις νευρώσεις
Όσον αφορά το τι σχέση έχουν οι νευρώσεις, η καθηγήτρια επισημαίνει ότι είναι ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και ότι εφόσον υπάρχει είναι σύμφυτο (ες) με μια τάση απομόνωσης από τους άλλους. Επιπλέον, διαχωρίζει τη μοναξιά από την εσωστρέφεια. Η πρώτη ταυτίζεται με τη συστηματική απομόνωση του ατόμου. Αντιθέτως, «οι εσωστρεφείς μπορεί να νιώθουν μοναξιά κάποιες στιγμές, εντούτοις δεν χρειάζονται πολλούς φίλους, απλώς μια ουσιαστική συζήτηση. Μπορείτε να είστε ειλικρινείς με τον εαυτό σας για να αποφασίσετε ποιος βαθμός αλληλεπίδρασης σας κάνει να αισθάνεστε λιγότερο μοναχικός και πιο ικανοποιημένος από τη ζωή», τονίζει η Δρ. Aitken Schermer. Η ίδια καταλήγει ότι η επιλογή ποιοτικών κοινωνικών αλληλεπιδράσεων και μικρότερης παραμονής μπροστά στην οθόνη, αλλά και μείωση της χρήσης τεχνολογικών συσκευών, μπορούν να αντισταθμίσουν τη γενετική τάση κάποιου που αισθάνεται μοναξιά.