Τις αρνητικές επιδράσεις της σωματικής αδράνειας ακόμα και για μικρές περιόδους και τη σημασία του να είναι κανείς σωματικά δραστήριος υπογραμμίζει νέα μελέτη που παρουσιάστηκε στο Ετήσιο Συνέδριο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Μελέτη του Διαβήτη (EASD) στη Βαρκελώνη.
Ο κίνδυνος εμφάνισης παχυσαρκίας, σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2, καρδιαγγειακών παθήσεων και αντίστασης στην ινσουλίνη, δηλαδή σοβαρών μεταβολικών προβλημάτων αυξάνεται έστω και μετά από μικρή περίοδο σωματικής αδράνειας σύμφωνα με τους ερευνητές που ανέλυσαν τις επιδράσεις της μικρής διάρκειας μείωσης της σωματικής δραστηριότητας στο μεταβολικό προφίλ, τη σωματική δομή και την ενδοθηλιακή λειτουργία.
Επικεφαλής της έρευνας ήταν η Δρ. Kelly Bowden Davies, ενώ συμμετείχαν ερευνητές από τα Πανεπιστήμια του Νιουκάστλ και του Λίβερπουλ.
Τα χαμηλά επίπεδα σωματικής δραστηριότητας και η καθιστική ζωή είναι γνωστό ότι δημιουργούν ένα σημαντικά αυξημένο κίνδυνο μεταβολικών προβλημάτων συμπεριλαμβανομένης της παχυσαρκίας, της αντίστασης στην ινσουλίνη, του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2 και των καρδιαγγειακών παθήσεων. Στόχος της μελέτης ήταν να καθορίσει αν οι αρνητικές επιδράσεις που σχετίζονται με αυτές τις νόσους θα εμφανίζονταν σε άτομα που γυμνάζονταν τακτικά μετά από μία περίοδο 14 ημερών μειωμένης σωματικής δραστηριότητας.
Στη μελέτη συμμετείχε μία ομάδα 28 ενεργών σωματικά ανθρώπων (18 γυναίκες και 10 άνδρες) με μέση ηλικία τα 32 χρόνια και μέσο Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) τα 24,3 kg/m2 (δηλαδή εντός των ορίων του φυσιολογικού).
Οι αξιολογήσεις έγιναν στην αρχή της έρευνας, 14 μέρες μετά την υιοθέτηση ενός καθιστικού τρόπου ζωής και ακόμα 14 μέρες μετά, όταν οι συμμετέχοντες επέστρεψαν στις προηγούμενες συνήθειές τους.
Η αύξηση του χρόνου που οι συμμετέχοντες περνούσαν καθιστοί κατά 103 λεπτά/ημέρα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της καρδιαγγειακής λειτουργίας κατά 1,8%. Η λειτουργία επανήλθε στα αρχικά της επίπεδα κατά το δεύτερο μισό της έρευνας όταν οι συμμετέχοντες επέστρεψαν στο φυσιολογικό τους πρόγραμμα.
Οι ερευνητές βρήκαν επίσης ότι «το συνολικό σωματικό λίπος, η περιφέρεια της μέσης, το λίπος του ήπατος, η ευαισθησία στην ινσουλίνη και η καρδιαναπνευστική φυσική κατάσταση είχαν επηρεαστεί αρνητικά από τις 14 μέρες της μείωσης της σωματικής δραστηριότητας, αλλά επανήλθαν στα ίδια επίπεδα με την έναρξη της μελέτης κατά τη συνέχιση της συνηθισμένης δραστηριότητάς τους», εξήγησαν οι ερευνητές.
«Στους νέους ενήλικες με φυσιολογικό σωματικό βάρος, η βραχυπρόθεσμη σωματική αδράνεια και η αυξημένη καθιστική συμπεριφορά οδήγησε σε μείωση της καρδιαναπνευστικής φυσικής κατάστασης, αύξηση της περιφέρειας μέσης, του ηπατικού λίπους και της αντίστασης στην ινσουλίνη και οδήγησαν σε σημαντική μείωση της ενδοθηλιακής λειτουργίας, σημάδι ανάπτυξης καρδιαγγειακής νόσου. Τα μηνύματα για τη δημόσια υγεία πρέπει να δώσουν έμφαση στις επιβλαβείς επιδράσεις ακόμα και της βραχυπρόθεσμης σωματικής αδράνειας και ότι αυτή η συνήθεια φαίνεται να πυροδοτεί αρνητικές συνέπειες. Ακόμα και μικρές τροποποιήσεις στη σωματική δραστηριότητα της καθημερινής ζωής θα μπορούσαν να έχουν επίδραση στην υγεία, θετικά ή αρνητικά. Οι άνθρωποι θα πρέπει να ενθαρρύνονται να αυξάνουν τα επίπεδα σωματικής δραστηριότητάς τους με κάθε πιθανό τρόπο, ακόμα κι αν αυτό είναι η αύξηση των βημάτων που κάνουν καθημερινά», καταλήγουν οι ερευνητές.