Οι συνέπειες του άστατου ύπνου φαίνονται την επόμενη μέρα: δυσκολευόμαστε να διεκπεραιώσουμε ακόμα και τις πιο απλές γνωστικές διαδικασίες ή ακόμα και να μείνουμε συγκεντρωμένοι σε μια συζήτηση. Περιμένατε όμως ότι ο ελλιπής ύπνος μπορεί να επηρεάσει και τον τρόπο που περπατάμε; Τελικά μήπως όσο πιο άυπνοι είμαστε τόσο περισσότερο παραπατάμε; Ο ανεπαρκής ύπνος φαίνεται ότι είναι ο λόγος που χάνουμε τόσο το μυαλό μας όσο και τα βήματά μας.

Τα στοιχεία νέας έρευνας που δημοσιεύτηκε στο Scientific Reports, σε συνεργασία ερευνητών του MIT και του Πανεπιστημίου του Σάο Πάολο στη Βραζιλία αναδεικνύουν τη διαπίστωση ότι το περπάτημα -και ειδικότερα ο αποτελεσματικός έλεγχος της δρασκελιάς και του βαδίσματος – μπορεί πράγματι να επηρεαστεί από την έλλειψη του ύπνου.

Για να διερευνήσουν περαιτέρω αυτή τη συσχέτιση, οι ερευνητές πραγματοποίησαν πειράματα σε φοιτητές- εθελοντές και συμπέραναν συγκεντρωτικά ότι όσο λιγότερο κοιμόντουσαν οι φοιτητές, τόσο λιγότερο έλεγχο είχαν στα τεστ κοπώσεως σε διάδρομο γυμναστικής. Όσοι μάλιστα έμειναν άυπνοι όλη τη νύχτα, ο έλεγχος στο βάδισμα ήταν ακόμα πιο χαμηλός.

Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι όσοι κοιμήθηκαν το προηγούμενο βράδυ πριν το τεστ, αλλά γενικά κοιμόντουσαν λιγότερο από τις 8 ή 7 ώρες κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, αναπλήρωναν τον ύπνο τα Σαββατοκύριακα είχαν καλύτερες επιδόσεις σε σύγκριση με εκείνους που δεν κοιμόντουσαν.

«Επιστημονικά, δεν ήταν σαφές ότι οι αυτοματοποιημένες δραστηριότητες όπως το περπάτημα θα επηρεάζονταν από την έλλειψη ύπνου», σημειώνει ο Hermano Krebs, κύριος ερευνητής στο Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών του MIT. «Διαπιστώσαμε επίσης ότι η αντιστάθμιση του ύπνου θα μπορούσε να είναι μια σημαντική στρατηγική. Για παράδειγμα, όσοι έχουν χρόνια στέρηση ύπνου, όπως οι εργαζόμενοι σε βάρδιες, οι γιατροί και κάποιο στρατιωτικό προσωπικό, εάν τακτικά αναπληρώνουν τον ύπνο τους, μπορούν να ελέγξουν καλύτερα το βάδισμά τους».

Πώς επηρεάζεται ο εγκέφαλος 

Στο παρελθόν, αντίστοιχα πειράματα σε ζώα με τη χρήση του διαδρόμου γυμναστικής ανέδειξαν ότι το περπάτημα αποτελούσε μια αυτοματοποιημένη διαδικασία που συμπεριελάμβανε κυρίως την αντανακλαστική δραστηριότητα της σπονδυλικής στήλης, παρά ορισμένες γνωστικές διαδικασίες που αφορούν τον εγκέφαλο. Η συγκεκριμένη ιδέα όμως ήταν ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη όσον αφορά τους ανθρώπους. Κι όμως, ο Hermano Krebs, απέδειξε ότι και ο εγκέφαλος εμπλέκεται στην όλη διαδικασία του περπατήματος.

Την τελευταία δεκαετία μάλιστα, ο Krebs έχει μελετήσει εκτενώς τον έλεγχο του βαδίσματος αλλά και τη μηχανική του, προκειμένου να αναπτύξει στρατηγικές και ρομποτική τεχνολογία για ασθενείς που έχουν υποστεί εγκεφαλικά επεισόδια και άλλες καταστάσεις που περιορίζουν την κίνηση.

Για παράδειγμα, προηγούμενα πειράματά του ανέδειξαν και το γεγονός ότι τα υγιή άτομα μπορούν να προσαρμόσουν το βάδισμά τους με τέτοιο τρόπο που να ταιριάζουν με ανεπαίσθητες αλλαγές σε οπτικά αλλά και ακουστικά ερεθίσματα, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι το κάνουν. Αυτά τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι η διαδικασία του περπατήματος περιλαμβάνει κάποια λεπτή, συνειδητή επιρροή, εκτός από τις πιο αυτόματες διαδικασίες.

Η σύνδεση ύπνου και βαδίσματος

Η έρευνα συνεχίστηκε στους φοιτητές, στους οποίους παρατηρήθηκε ότι προς το τέλος του εξαμήνου, όταν οι μαθητές είχαν εξετάσεις και αυστηρές προθεσμίες για τις εργασίες τους, παρουσίαζαν μεγαλύτερη έλλειψη ύπνου και είχαν χειρότερες επιδόσεις στα πειράματα της ομάδας, γεγονός που οδήγησε στην αναπροσαρμογή της έρευνας.

Στη νέα ερευνητική διαδικασία, οι ερευνητές συμπεριέλαβαν και φοιτητές από το Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο για να εξετάσουν τις επιδράσεις του ανεπαρκούς ύπνου στον έλεγχο του βαδίσματος.

Οι φοιτητές φορούσαν ένα ρολόι που καταμετρούσε τις δραστηριότητες τους για 14 μέρες, έτσι ώστε να καθοριστούν οι ώρες του ύπνου. Δε δόθηκαν οδηγίες στους συμμετέχοντες σχετικά με το πόσο να κοιμηθούν έτσι ώστε να αντληθούν τα αληθή δεδομένα και τα μοτίβα του ύπνου. Κατά μέσο όρο, οι φοιτητές κοιμόντουσαν περίπου 6 ώρες τη μέρα, αν και υπήρξαν μαθητές που κάλυψαν τη διαφορά του χαμένου ύπνου τα δύο Σαββατοκύριακα κατά τη διάρκεια της περιόδου των 14 ημερών.

Το απόγευμα πριν τη 14η μέρα, οι φοιτητές έμειναν ξύπνιοι όλο το βράδυ στο εργαστήριο. Το επόμενο πρωί, η ίδια ομάδα πέρασε από ένα τεστ βαδίσματος. Κάθε φοιτητής περπατούσε πάνω στο διάδρομο γυμναστικής με την ίδια ταχύτητα όσο ακουγόταν ο ήχος ενός μετρονόμου, ακολουθώντας το ρυθμό του, καθώς οι ερευνητές αργά και διακριτικά αυξομείωναν την ταχύτητα του, χωρίς να ενημερώσουν όμως τους φοιτητές. Οι κάμερες απαθανάτισαν το περπάτημα των φοιτητών και συγκεκριμένα τη στιγμή που η φτέρνα τους πατούσε τον διάδρομο, σε σύγκριση με τον ρυθμό του μετρονόμου.

«Όσο προσπαθούσαν να συγχρονιστούν με το ρυθμό, διαπιστώσαμε ότι περισσότερα λάθη έκαναν όσοι είχαν τη μεγαλύτερη ανεπάρκεια ύπνου. Ήταν εκτός ρυθμού και γενικά είχαν τη χειρότερη επίδοση» συμπληρώνει ο Forner-Cordero, επικεφαλής συγγραφέας της έρευνας από το Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο.

Η διαπίστωση αυτή μπορεί να μην προκαλεί έκπληξη, όμως σε σύγκριση με τους μαθητές που δεν έμειναν ξάγρυπνοι το βράδυ πριν την εξέταση, οι ερευνητές βρήκαν μια απρόσμενη διαφορά: οι φοιτητές που τα πήγαν λίγο καλύτερα ήταν εκείνοι που είχαν αναπληρώσει τον ύπνο τους τα Σαββατοκύριακα, ακόμη και όταν έκαναν το τεστ στο τέλος της εβδομάδας.

Συμπερασματικά, ο Krebs συνοψίζει ότι: «Τα αποτελέσματα αποδεικνύουν ότι το βάδισμα δεν είναι μια αυτοματοποιημένη διαδικασία και ότι μπορεί να επηρεαστεί από την έλλειψη ύπνου. Αναδεικνύουν επίσης στρατηγικές για τον μετριασμό των επιπτώσεων της στέρησης του ύπνου. Ιδανικά, όλοι θα πρέπει να κοιμόμαστε οκτώ ώρες τη νύχτα. Αν όμως δεν μπορούμε, τότε θα πρέπει να αναπληρώσουμε τον χαμένο χρόνο όσο το δυνατόν περισσότερο και όσο πιο τακτικά γίνεται».

Διαβάστε επίσης: 

Ύπνος: Πέντε κίνδυνοι για όσους κοιμούνται λιγότερο από επτά ώρες

Ύπνος: Ποιοι καταφέρνουν να κοιμούνται καλύτερα – Ο λόγος που δεν φαντάζεστε