Ερευνητές του Πανεπιστημίου Flinders παρουσίασαν μια πολλά υποσχόμενη εξέλιξη στη μάχη κατά των αυτοάνοσων νοσημάτων: Μια τυπική εξέταση αίματος, που μετρά τα επίπεδα φλεγμονής ενός ασθενούς, θα μπορούσε να βελτιώσει την έγκαιρη διάγνωση και διαχείριση ενός ευρέος φάσματος αυτής της κατηγορίας ασθενειών. Τα σχετικά ερευνητικά συμπεράσματα δημοσιεύονται στο Clinical and Experimental Medicine.
Τα αυτοάνοσα νοσήματα, που περιλαμβάνουν περισσότερες από 80 διαφορετικές ασθένειες, από τις φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου (νόσος Crohn και ελκώδης κολίτιδα) και τη ρευματοειδή αρθρίτιδα έως τον διαβήτη τύπου 1 και την πολλαπλή σκλήρυνση, εμφανίζονται όταν το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στον οργανισμό. Οι ασθένειες αυτές επηρεάζουν ένα σημαντικό ποσοστό των ανθρώπων παγκοσμίως, ενώ συχνά συνοδεύονται από συμπτώματα οδυνηρά και εξουθενωτικά. Η μη έγκαιρη διάγνωσή τους, μάλιστα, μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή βλάβη οργάνων και ιστών του σώματος.
Οι δυνατότητες του δείκτη συστηματικής φλεγμονής (SII)
Με επικεφαλής τον καθηγητή Κλινικής Φαρμακολογίας, Arduino Mangoni από το Κολέγιο Ιατρικής και Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Flinders, η μελέτη ρίχνει φως στα οφέλη του Δείκτη Συστηματικής Φλεγμονής (SII). Αυτός ο δείκτης χρησιμοποιεί πληροφορίες από εργαστηριακά δεδομένα ρουτίνας για τη μέτρηση της φλεγμονής στο σώμα. Η εξέταση αυτού του δείκτη με νέο τρόπο θα μπορούσε να δώσει ζωτικές απαντήσεις, υποστηρίζει ο δρ. Mangoni. «Ο δείκτης που μετρά τα φλεγμονώδη κύτταρα στο αίμα, θα μπορούσε να διαδραματίσει βασικό ρόλο στην έγκαιρη διάγνωση, τις στρατηγικές διαχείρισης των ασθενών και τις πρωτοβουλίες για την υγεία, που θα βοηθήσουν στη διαχείριση των αυτοάνοσων ασθενειών», δήλωσε χαρακτηριστικά ο ειδικός.
Στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης, με επικεφαλής τον δρ. Mangoni και τον δρ. Angelo Zinellu από το Πανεπιστήμιο Sassari, οι ερευνητές πραγματοποίησαν συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση πολλαπλών ερευνητικών άρθρων σχετικά με τη δυνητική χρήση του δείκτη στη διάγνωση της παρουσίας και της σοβαρότητας των αυτοάνοσων νοσημάτων.
«Βασικό στοιχείο για την επιτυχή αντιμετώπιση αυτών των ασθενειών είναι να μπορούμε να τις εντοπίζουμε σε πρώιμο στάδιο και, στη συνέχεια, να παρέχουμε στοχευμένη θεραπεία», εξήγησε ο δρ. Mangoni. «Οι διαθέσιμοι βιοδείκτες φλεγμονής που μετρώνται στο αίμα έχουν περιορισμένη διαγνωστική ακρίβεια σε διάφορους τύπους ανοσολογικών ασθενειών, οδηγώντας σε επιβλαβείς καθυστερήσεις στη διάγνωση και τη θεραπεία αυτών των παθήσεων», πρόσθεσε.
Το πρόβλημα αυτό έχει ωθήσει στην αναζήτηση νέων, πιο ακριβών βιοδεικτών των ανοσολογικών ασθενειών για τη βελτίωση της διάγνωσης και της συνολικής διαχείρισης. Μεταξύ των υποψήφιων βιοδεικτών, εκείνοι που προέρχονται από τις συνήθεις εξετάσεις αίματος και μετρούν τον αριθμό συγκεκριμένων τύπων κυττάρων, όπως τα ουδετερόφιλα, τα λεμφοκύτταρα και τα μονοκύτταρα, μελετώνται όλο και περισσότερο στις ανοσολογικές νόσους. Ένας από αυτούς τους αιματολογικούς δείκτες, ο SII, έχει αποδειχθεί ότι είναι ιδιαίτερα ακριβής στη διάγνωση παθήσεων που χαρακτηρίζονται από υπερβολική φλεγμονή και απορρυθμισμένη ανοσία, όπως η COVID-19.
«Η μελέτη όλων των μέχρι τώρα στοιχείων επιβεβαιώνει ότι είναι πολύ πιθανό ο SII να είναι ανώτερος από τους τωρινούς διαθέσιμους βιοδείκτες και θα μπορούσε να χρησιμοποιείται συστηματικά στην κλινική πράξη για τη βέλτιστη διάγνωση και διαχείριση ασθενών με ανοσολογικές νόσους», αναφέρει ο δρ. Mangoni, υποστηρίζοντας ότι αυτή η ανακάλυψη σηματοδοτεί ένα σημαντικό βήμα προς τη βελτίωση της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων, που πλήττονται από αυτοάνοσες διαταραχές παγκοσμίως.
Διαβάστε επίσης:
Αυτοάνοσα νοσήματα: Με ποιο τρόπο επηρεάζουν τη γονιμότητα – Έρευνα απαντά