Στην Ελλάδα, δεν υπάρχουν ακόμη επίσημοι αριθμοί, ωστόσο αναμένεται να ξεκινήσει σύντομα μία καμπάνια ώστε οι γυναίκες να αντιμετωπίζουν με σθένος την κακοποίηση.
Ο περιορισμός και η απομόνωση του υποχρεωτικού lockdown φαντάζει για κάποια πρόσωπα τόσο απειλητικός όσο ποτέ. Η κ. Αγγελική Καρδαρά, Επιστημονική Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος, μιλά για το σκοτεινό αυτό έγκλημα τονίζοντας την αναγκαιότητα λήψης μέτρων και αύξησης εκστρατειών ενημέρωσης. Αν όχι τώρα, τότε πότε;
Ο Covid-19 και τα πολλαπλά πρόσωπα της ενδοοικογενειακής βίας…
Η ενδοοικογενειακή βία χαρακτηρίζεται «σκοτεινό» έγκλημα, γιατί αποτελεί μία μορφή εγκληματικότητας που δύσκολα καταγγέλλεται εξαιτίας του φόβου του θύματος. Ως εκ τούτου, δεν έχουμε πλήρη στατιστική εικόνα των υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας, καθώς πολλές από αυτές αποκαλύπτονται μόνον εάν οδηγηθούμε στο πιο ακραίο σημείο, της αφαίρεσης της ανθρώπινης ζωής του θύματος ή/ και των θυμάτων. Όπως καταδεικνύεται όμως από τα διαθέσιμα στοιχεία, σε περιόδους κρίσεων (οικονομικής, κοινωνικής) τα εγκλήματα που διαπράττονται στο πλαίσιο της οικογένειας αυξάνονται, ακριβώς γιατί προϋπάρχουσες κακοποιητικές συμπεριφορές δύναται να οξυνθούν εξαιτίας των συνθηκών. Στο πλαίσιο της πρωτοφανούς κρίσης που βιώνουμε με τον Covid-19, ο αναγκαστικός εγκλεισμός, σε συνδυασμό με την όξυνση υπαρχόντων προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο δράστης (π.χ. κατάχρηση αλκοόλ ή/ και ουσιών) και παράλληλα τα προβλήματα που προκύπτουν ως απόρροια των νέων συνθηκών (π.χ. σοβαρά ζητήματα επαγγελματικής και οικονομικής φύσης, αύξηση στρες κ.λπ.) δύναται να εντείνουν τις κακοποιητικές συμπεριφορές στο πλαίσιο μίας σχέσης/ μίας οικογένειας.
Η ενδοοικογενειακή βία λαμβάνει ποικίλες μορφές και εκφάνσεις. Ορίζεται ως κάθε είδους σωματικής, σεξουαλικής, λεκτικής και ψυχολογικής βία που ασκείται σε βάρος του θύματος ή των θυμάτων. Κύριες εκφάνσεις ενδοοικογενειακής βίας αποτελεί η βία μεταξύ συζύγων ή συντρόφων, οι επιθέσεις εφήβων προς τους γονείς τους, η κακοποίηση και εκμετάλλευση ανήλικων ή ηλικιωμένων μελών της οικογένειας. Η βία μέσα στην οικογένεια μπορεί να εμφανίζεται με μορφές όπως είναι η λεκτική και ψυχολογική βία, η οικονομική εκμετάλλευση, η σωματική και η σεξουαλική κακοποίηση.
Γυναίκες και παιδιά είναι τα πιο συχνά θύματα ενδοοικογενειακής βίας, χωρίς όμως να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι δυστυχώς η βία έχει πολλά και επικίνδυνα «πρόσωπα» και μπορεί να στρέφεται και κατά αντρών, ιδίως κατά ηλικιωμένων μελών της οικογένειας ή μελών της οικογένειας με αναπηρίες κ.λπ.
Σε αυτή την περίοδο αναγκαστικού εγκλεισμού είναι δεδομένο ότι θα μας απασχολήσουν, ερευνητικά, οι χαρακτηριζόμενες «δυσλειτουργικές οικογένειες»/ dysfunctional families, οι οποίες αναμφίβολα θα χρειαστούν την κοινωνική στήριξη και το ουσιαστικό κοινωνικό μας ενδιαφέρον. Με τον όρο «δυσλειτουργική οικογένεια» εννοούμε την οικογένεια στην οποία σε τακτική βάση βιώνεται η σύγκρουση και υιοθετούνται από τον έναν ή και τους δύο γονείς κακοποιητικές συμπεριφορές σε βάρος των παιδιών. Στον πυρήνα της δυσλειτουργικής οικογένειας συναντώνται πολλαπλά προβλήματα, ενώ η στάση των γονέων απέναντι στα παιδιά χαρακτηρίζεται επιβλαβής ακόμα και καταστροφική.
Τα κοινά στοιχεία και οι ολέθριες επιπτώσεις της βίας
Οι δυσλειτουργίες βιώνονται σε διαφορετικό βαθμό και έκταση σε κάθε περίπτωση. Παρά τις διαφοροποιήσεις, ωστόσο, οι δυσλειτουργικές οικογένειες συχνά διέπονται από ορισμένα κοινά στοιχεία. Καθοριστικά χαρακτηριστικά μίας δυσλειτουργικής οικογένειας περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
Έλλειψη ενσυναίσθησης
Έλλειψη επικοινωνίας ή φτωχή επικοινωνία
Χρήση ναρκωτικών ουσιών και κατάχρηση αλκοόλ
Συναισθήματα φόβου και απρόβλεπτες συμπεριφορές
Αρνητικά συναισθήματα
Μη οριοθέτηση συμπεριφορών/έλλειψη σεβασμού των ορίων
Επιβολή ελέγχου
Άσκηση υπερβολικά αυστηρής-αρνητικής κριτικής
Είναι άξιο επισημάνσεως ότι εάν οι δυσλειτουργίες μέσα στην οικογένεια έχουν σοβαρές και μακροπρόθεσμες συνέπειες, μπορούν να προκαλέσουν στα θύματα μία πολύ σοβαρή διαταραχή -τη διαταραχή μετατραυματικού στρες/post-traumatic stress disorder. Οι δυσλειτουργίες σε μία οικογένεια είναι, συχνά, το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς ενός κακοποιητικού γονιού από τη μία πλευρά και ενός γονιού που «κλείνει τα μάτια» στην κακοποίηση από την άλλη πλευρά. Οι γονείς σε αρκετές περιπτώσεις υιοθετούν αυτές τις συμπεριφορές (βίας ή αδιαφορίας) από τους ίδιους τους γονείς τους. Έχουν δηλαδή και οι ίδιοι μεγαλώσει σε νοσηρά περιβάλλοντα, με συνέπεια να εκλαμβάνουν αυτές τις συμπεριφορές ως «φυσιολογικές» ή να μη γνωρίζουν πώς να δείξουν αγάπη, στοργή και ενδιαφέρον στα παιδιά τους. Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που πρέπει να υπογραμμίσουμε είναι ότι, σε αρκετές περιπτώσεις, όταν ο γονιός δεν αντιδρά στην κακοποίηση του «κυρίαρχου» γονέα (συνήθως πατέρα), δημιουργεί στο παιδί μία διαστρεβλωμένη εικόνα για την έννοια της «οικογένειας» και τον ρόλο που πρέπει να έχουν οι γονείς. Η ενδοικογενειακή βία αποκαλύπτει, επομένως, βαθύτερες κοινωνικές παθογένειες και δύναται να λάβει χώρα σε οικογένειες ανεξαρτήτως κοινωνικο-οικονομικής τους κατάστασης.
Δύο είναι τα κρίσιμης σημασίας στοιχεία που οφείλουμε ερευνητικά να αναδείξουμε: πρώτον, το στοιχείο της κλιμάκωσης της βίας. Τα θύματα συνήθως υπομένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα απαράδεκτες συμπεριφορές -ξυλοδαρμό, λεκτική και ψυχολογική βία μέσω απειλών, ύβρεων, διαρκούς υποτίμησης τους κ.λπ. Δεύτερον, πρέπει να δοθεί έμφαση στο γεγονός ότι το θύμα, παρά τις επικίνδυνες καταστάσεις που βιώνει, απειλητικές ακόμα και για τη ζωή του, δύσκολα θα αντιδράσει. Οι λόγοι για αυτή την έλλειψη αντίδρασης από την πλευρά των θυμάτων είναι πολλοί, με συνηθέστερους, σύμφωνα με τις διεθνείς μελέτες: την οικονομική και ψυχολογική εξάρτηση από τον δράστη, την έλλειψη υποστηρικτικού περιβάλλοντος (σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα οι ίδιοι οι γονείς/ τα αδέλφια κ.λπ. προτρέπουν το θύμα να επιστρέψει στο κακοποιητικό περιβάλλον) , την χαμηλή αυτοεκτίμηση του θύματος, την εξάρτηση -σε κάποιες περιπτώσεις- από ουσίες ή/και αλκοόλ που καθιστά το θύμα ανίκανο να αντιδράσει, ενώ καταγράφονται και περιπτώσεις όπου το θύμα έχει υποστεί κατά την παιδική του ηλικία κακοποίηση από τον πατέρα του ή άλλο μέλος της οικογένειας, με συνέπεια να θεωρεί «θεμιτό» να υφίσταται βία.
Επομένως, είναι πολύ σημαντικό να περάσει η επιστημονική κοινότητα ένα πολύ δυνατό μήνυμα κατά της βίας και ταυτόχρονα ένα μήνυμα ουσιαστικής υποστήριξής τους, ώστε να τα προτρέψουν να αναζητήσουν άμεσα την αναγκαία βοήθεια από τους εξειδικευμένους φορείς ή ακόμα και να απευθυνθούν σε έναν δικηγόρο με την αντίστοιχη εξειδίκευση που θα τους συμβουλεύσει.
Επίσης, στο πλαίσιο της συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής, πρέπει να τονίσουμε και να αναδείξουμε την ευθύνη του ενεργού πολίτη, ο οποίος οφείλει να ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές για υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας που γνωρίζει ότι λαμβάνουν χώρα και σε αυτό το πλαίσιο όλοι οφείλουμε να είμαστε περισσότερο ευαισθητοποιημένοι και αφυπνισμένοι και να μην κλείνουμε τα αυτιά και τα μάτια στο έγκλημα της ενδοοικογενειακής βίας που μπορεί να συμβαίνει δίπλα μας.
Επιτακτική η ανάγκη δημιουργίας προστατευτικού κλοιού!
Πολύ σημαντικός όμως, ειδικά αυτή την περίοδο, ο ρόλος της οργανωμένης Πολιτείας τόσο με την αύξηση των εκστρατειών ενημέρωσης με αποδέκτες τόσο τα θύματα όσο και τους πολίτες που γνωρίζουν ή έχουν βάσιμες υποψίες για το τι συμβαίνει πίσω από τις κλειστές πόρτες ενός σπιτιού, αλλά και με μία επίσπευση των διαδικασιών όταν γίνεται η καταγγελία από το θύμα, καθώς δυστυχώς διαπιστώνουμε ότι ακόμα και όταν γίνεται η καταγγελία υπάρχουν κωλύματα και χρονοτριβές.
Σε αυτές τις υποθέσεις όμως ο χρόνος «μετράει αντίστροφα» και μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στη δολοφονία του θύματος. Συνεπώς, εδώ είναι ευθύνη της Πολιτείας να ενισχύσει τον προστατευτικό κλοιό ώστε τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας να απομακρύνονται άμεσα και χωρίς χρονοτριβή από το κακοποιητικό περιβάλλον και να τοποθετούνται σε ειδικές δομές, όπου θα είναι απομακρυσμένα και απόλυτα προστατευμένα από τον δράστη. Δεν θα μπορούσα, όμως, να μη δώσω έμφαση και στην ανάγκη ενίσχυσης της πρόληψης, ξεκινώντας από τα σχολεία μας και την εκπαίδευση της νέας γενιάς, αλλά και στη δημιουργία προγραμμάτων διαχείρισης θυμού για τους δράστες, τη σπουδαιότητα των οποίων έχουμε τονίσει πολλές φορές μέσα από την επιστημονική συνεργασία με τον Ομ. Καθηγητή Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου, κ. Αντώνη Μαγγανά, ο οποίος υπογραμμίζει τόσο τη σπουδαιότητα αντίστοιχων προγραμμάτων, όσο και την αναγκαιότητα εκπαίδευσης των αστυνομικών, ώστε ειδικά αυτή την περίοδο να μην αποτρέπουν με τη στάση τους τα θύματα εξαιτίας του φόβου του ιού. Μία πολύ σημαντική παράμετρος επίσης που πρέπει να αναδειχθεί αυτή την κρίσιμη περίοδο είναι αυτή: η μη αποτροπή των θυμάτων από την καταγγελία. Ο Καθηγητής τονίζει επιπροσθέτως τη διαρκή επιμόρφωση δικαστών και αστυνομικών για το πολυσύνθετο ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας. Τέλος, σημαντικό να ενισχυθεί αυτή την περίοδο ο ρόλος των κοινωνικών υπηρεσιών, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις αυξανόμενες ανάγκες των ατόμων και των οικογενειών.
Συνοψίζοντας, το θύμα ενδοοικογενειακής βίας νιώθει δυστυχώς απροστάτευτο, ακόμα κι όταν γίνεται η καταγγελία, με αποτέλεσμα να επιστρέφει στο κακοποιητικό περιβάλλον. Συνεπώς, είναι επιτακτική ανάγκη από την πλευρά της Πολιτείας να δημιουργηθεί ένας προστατευτικός κλοιός ώστε, χωρίς γραφειοκρατία, με επίσπευση διαδικασιών, με στήριξη της επιστημονικής κοινότητας αλλά και με μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθησία, να παρέχεται η αναγκαία υποστήριξη στα θύματα, με άμεση απομάκρυνση από το κακοποιητικό περιβάλλον αλλά και με την κατάλληλη ψυχολογική υποστήριξη. Από την πλευρά των ενεργών πολιτών η αφύπνιση είναι αναγκαία και από την πλευρά των ΜΜΕ απαραίτητη η ολοκληρωμένη και σε βάθος ενημέρωση με έμφαση στους φορείς στους οποίους μπορούν να απευθύνονται τα θύματα.
Τι να κάνετε αν είστε θύμα ενδοοικογενειακής βίας
Σε αυτή την τόσο κρίσιμη και δύσκολη περίοδο που διανύουμε, θα ήθελα να στείλω το πιο δυνατό μήνυμα σε όλους εκείνους τους συνανθρώπους μας που πίσω από τις κλειστές πόρτες του σπιτιού τους θυματοποιούνται. Σε όλα τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας που καθημερινά ανεβαίνουν τον δικό τους Γολγοθά, ανέχονται τις πιο ακραίες συμπεριφορές και «βυθίζονται» στη σιωπή και στον φόβο τους. Το μήνυμά μου είναι ότι μπορούμε -και οφείλουμε-ως ενεργά μέλη της κοινωνίας να «σπάσουμε» τον φόβο και τη σιωπή!
Θα ήθελα να δώσω έμφαση στο ότι έχουν τη δύναμη να αντιδράσουν και ότι είναι αναγκαίο να απομακρυνθούν από το νοσηρό περιβάλλον. Εάν μείνουν, η σωματική τους ακεραιότητα αλλά και η ψυχική τους υγεία τίθενται σε κίνδυνο, όπως κινδυνεύει και η ζωή των παιδιών τους.
Να μην αυτό-ενοχοποιούνται, γιατί δεν φέρουν καμία ευθύνη για τη νοσηρή και εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση που βιώνουν στην οικογένειά τους και βέβαια να μην πιστέψουν, σε καμία περίπτωση και για κανέναν λόγο, ότι είναι δείγμα «αγάπης» ή «ενδιαφέροντος» η κακοποιητική συμπεριφορά ή ότι το πρόσωπο που υιοθετεί αυτές τις βίαιες συμπεριφορές θα αλλάξει τη συμπεριφορά του, ακόμα κι αν κάποιες στιγμές εμφανίζεται μετανιωμένο και υπόσχεται ότι θα αλλάξει. Για να τροποποιήσει τη συμπεριφορά του το άτομο πρέπει να αναζητήσει την κατάλληλη επιστημονική βοήθεια. Χωρίς την κατάλληλη επιστημονική καθοδήγηση και υποστήριξη, το θύμα της ενδοοικογενειακής βίας κινδυνεύει από τις ανεξέλεγκτες εκρήξεις θυμού που δύναται να οδηγήσουν ακόμα και στο πιο ειδεχθές έγκλημα.
*Η κυρία Αγγελική Καρδαρά είναι Δρ Τμήματος ΕΜΜΕ Παν/μίου Αθηνών-Φιλόλογος-Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος
Ειδήσεις σήμερα:
Κορωνοϊός: Ένα «ψυχοκοινωνικό λεξικό» ή πώς οι λέξεις αποκτούν… άλλο νόημα εν μέσω πανδημίας!
Κορωνοϊός: Πώς «γραπώνεται» ο ιός στο ανθρώπινο σώμα
Κορωνοϊός: 15 συμβουλές ψυχικής υγείας για τον κατ’ οίκον περιορισμό