Στη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα μελέτη του είδους της, που πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου (UCL) και δημοσιεύθηκε στο Lancet Psychiatry, διαπιστώθηκε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που λαμβάνουν σερτραλίνη, τη δραστική ουσία που περιέχεται στο πιο ευρέως χορηγούμενο αντικαταθλιπτικό φάρμακο, είδαν μικρή έως μηδενική επίδραση στα συμπτώματα κατάθλιψης, όπως η μειωμένη διάθεση, στις πρώτες έξι έως 12 εβδομάδες λήψης του φαρμάκου.
Πιο αναλυτικά, στη μελέτη συμμετείχαν 653 άτομα ηλικίας από 18 έως 74 ετών, οι οποίοι βίωναν καταθλιπτικά συμπτώματα. Οι άνθρωποι χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, με την πρώτη να λαμβάνει εικονικό φάρμακο και τη δεύτερη να λαμβάνει σερτραλίνη.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα συμπτώματα της κατάθλιψης στην ομάδα της σερτραλίνης ήταν κατά 5% μειωμένα μετά από έξι εβδομάδες, ποσοστό που δεν αποτελεί «πειστική ένδειξη» της δράσης του φαρμάκου. Μετά από 12 εβδομάδες, το ποσοστό ανήλθε στο 13%, το οποίο οι ειδικοί χαρακτήρισαν ως «αδύναμο».
Ωστόσο, το φάρμακο προσέφερε κάποια οφέλη, τα οποία βέβαια αφορούσαν στον περιορισμό του άγχους, με το ποσοστό μείωσης των συμπτωμάτων στις έξι εβδομάδες να είναι στο 21% και στις 12 εβδομάδες να φτάνει στο 23%. Πάντως, οι συμμετέχοντες που λάμβαναν σερτραλίνη είχαν διπλάσιες πιθανότητες να δηλώσουν ότι ένιωθαν καλύτερα και ότι η γενικότερη ψυχική τους υγεία είχε βελτιωθεί.
Τα δεδομένα της μελέτης προήλθαν από ανθρώπους με ήπια έως μέτρια συμπτώματα κατάθλιψης, για τους οποίους υπήρχε κλινική αβεβαιότητα όσον αφορά στο αν πράγματι χρειάζονταν θεραπεία, με τους ειδικούς να υποστηρίζουν ότι, ναι μεν τα ευρήματα σχετικά με την κατάθλιψη ήταν εντυπωσιακά, ωστόσο είναι σαφές ότι τα φάρμακα επιδρούσαν στο άγχος των ασθενών και γι’ αυτό θα πρέπει να συνεχίσουν να συνταγογραφούνται από τους γιατρούς.
«Τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι τα αντικαταθλιπτικά ενδεχομένως να είναι επωφελή για μια ευρύτερη ομάδα ανθρώπων από αυτή που πιστεύουν μέχρι σήμερα οι επιστήμονες, στην οποία περιλαμβάνονται και όσοι δεν πληρούν τα κριτήρια της κατάθλιψης ή της γενικότερης αγχώδους διαταραχής», δηλώνει σε σχόλιό του ο καθηγητής Glyn Lewis, διευθυντής του Ψυχιατρικού Τμήματος του UCL, που ηγήθηκε της μελέτης.