Το πόσο καλά αναπνέουμε σαν ενήλικες μπορεί να εξαρτάται από την σύσταση του σώματός μας κατά την παιδική ηλικία και συγκεκριμένα από το ποσοστό του λίπους στο σώμα, σύμφωνα με νέα μελέτη από το Ινστιτούτο Παγκόσμιας Υγείας της Βαρκελώνης (ISGlobal).
Η έρευνα που δημοσιεύθηκε στο American Journal of Respiratory and Critical Care Medicine, αναφέρει ότι τα αγόρια και τα κορίτσια με περισσότερη μυική μάζα κατά την παιδική και εφηβική ηλικία είχαν και καλύτερη πνευμονική λειτουργία. Από την άλλη πλευρά οι ερευνητές διαπίστωσαν πώς τα αγόρια, αλλά όχι τα κορίτσια, με υψηλότερο ποσοστό λίπους στο σώμα, παρουσίαζαν και μειωμένη λειτουργία των πνευμόνων.
Στα πλαίσια της έρευνας μελετήθηκαν 6.964 Βρετανοί συμμετέχοντες. Οι ειδικοί παρατήρησαν ότι στα αγόρια και τα κορίτσια με υψηλότερα ποσοστά μυικής μάζας σε σχέση με τον λιπώδη ιστό η ζωτική χωρητικότητα των πνευμόνων τους ήταν υψηλότερη. Αυτό σημαίνει ότι ήταν μεγαλύτερος ο όγκος του αέρα που εξέρχετο από τους πνεύμονές τους μετά από μια βαθύτατη εκπνοή. Τέλος μεγαλύτερη ήταν και η ταχύτητα με την οποία ο αέρας έβγαινε από τους πνεύμονες.
Στα αγόρια και τα κορίτσια, η υψηλότερη λιπώδης μάζα συσχετίστηκε με χαμηλότερη επίπεδα εκπνεόμενου όγκου αέρα σε ένα δευτερόλεπτο σε σχέση με την δυναμική ζωτική χωρητικότητα των πνευμόνων.
Ακόμη στα αγόρια με περισσότερη λιπώδη μάζα παρατηρήθηκε χαμηλότερο ποσοστό εκπνεόμενου αέρα και χαμηλότερη ταχύτητα κατά την οποία ο αέρας έβγαινε από τους πνεύμονες.
Οι ερευνητές προσάρμοσαν την ανάλυσή τους για παράγοντες που μπορεί να επηρέαζαν τα αποτελέσματα συμπεριλαμβανομένου του βάρους γέννησης, το κατά πόσο η μητέρα κάπνιζε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, την ηλικία και την πνευμονική λειτουργία στην ηλικία των οκτώ ετών.
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι η έρευνα τους αναδεικνύει τη σημασία που έχει όχι μόνο η συνολική μάζα του σώματος (το συνολικό βάρος), αλλά ο τρόπος που αυτό κατανέμεται και η σύστασή του αναφορικά με την υγεία των παιδιών.
«Πιστεύουμε πως η σωματική σύνθεση κατά την παιδική ηλικία και την εφηβεία μπορεί να παίζει σημαντικό ρόλο στην μελλοντική αναπνευστική υγεία» τονίζει η Gabriela P. Peralta, ερευνήτρια του ISGlobal και επικεφαλής της έρευνας.