Η ενδυνάμωση των μυών ίσως να αποτελεί καλύτερο τρόπο προστασίας από τους κινδύνους που συνδέονται με το βάρος, όπως ο διαβήτης και οι καρδιαγγειακές παθήσεις, σε σύγκριση με την απώλεια βάρους.
Οι ερευνητές που βρίσκονται πίσω από αυτή την άποψη έχουν στην κατοχή τους πρώιμες ενδείξεις που αναφέρουν ότι η ανεπαρκής κατάσταση των μυών είναι ένας πρωτεύων παράγοντας, ανάμεσα στην ανθυγιεινή διατροφή, την αποχή από τη φυσική δραστηριότητα και το στρες, που μειώνει την ευαισθησία ενός ατόμου στη ινσουλίνη, θέτοντάς τον σε κίνδυνο για διαβήτη και αυξάνοντας τους αρχικούς δείκτες καρδιαγγειακών παθήσεων, όπως η αρτηριοσκλήρυνση.
Αν οι ισχυρισμοί των ερευνητών από το Ιατρικό Κολέγιο της Τζόρτζια (MCG) αποδειχθούν αληθείς, ίσως η μέτρηση της μυϊκής μάζας και όχι του λίπους να αποδειχθεί πιο ακριβής ένδειξη του πώς απομακρυνόμαστε από τα γενετικά μας χαρακτηριστικά, αλλά και του τρόπου ζωής που επιλέγουμε. Μπορεί, επίσης, να στρέψουν την προσοχή στην προπόνηση αντίστασης, η οποία αναπτύσσει τους μύες, ως ένα ακόμα όπλο στη μάχη για να παραμείνουμε υγιείς.
Κατά τη διάρκεια της μελέτης παρακολουθήθηκαν 400 ζεύγη διδύμων ηλικίας από 22 έως 45 ετών, τα οποία θεωρήθηκε ότι θα βοηθήσουν τους επιστήμονες στον έλεγχο των γενετικών παραγόντων, σε συνδυασμό φυσικά και με άλλους παράγοντες του τρόπου ζωής, όπως η διατροφή και τα επίπεδα σωματικής άσκησης, που συμβάλλουν στην παχυσαρκία. Ειδικά στην περίπτωση των πανομοιότυπων διδύμων, που έχουν 100% κοινά γενετικά χαρακτηριστικά παρά τη διαβίωσή τους σε διαφορετικά περιβάλλοντα, οι ερευνητές μπόρεσαν να αναγνωρίσουν πιο εύκολα τους περιβαλλοντικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην παχυσαρκία και τη μυϊκή δύναμη, ανεξάρτητα από τα γενετικά χαρακτηριστικά.
Σημειώνεται ότι ο έλεγχος των γενετικών χαρακτηριστικών με στόχο την ανεύρεση καλύτερων θεραπευτικών στόχων είναι, επίσης, σημαντικός, αν αναλογιστούμε ότι δύο άνθρωποι μπορεί να ακολουθούν εξίσου κακή διατροφή, αλλά μόνο ο ένας να πληρώνει το αντίστοιχο τίμημα, βάζοντας κιλά και αποκτώντας σχετικά προβλήματα υγείας. Ίσως, ακόμη, εξηγήσει γιατί κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν να ελέγξουν το βάρος τους, ενώ για άλλους είναι κάτι απλό και εύκολο.
Ακόμα και σε εκείνους που ασκούνται σπάνια, οι μύες αποτελούν μία από τις μεγαλύτερες ομάδες οργάνων του σώματος, συνεισφέροντας στην στήριξη του σκελετού που μας κρατάει όρθιους, αλλά και συμβάλλοντας στον καθορισμό της μεταβολικής ομοιόστασης, δηλαδή της αποτελεσματικής λειτουργίας του σώματος, και της ευαισθησίας στην ινσουλίνη. Στην ουσία, η αυξημένη μυϊκή μάζα σχετίζεται με αυξημένη ευαισθησία στην ινσουλίνη και η μικρότερη ευαισθησία στην ινσουλίνη μπορεί να συντελέσει στην ανάπτυξη διαβήτη.
Ένα άλλο σημείο-κλειδί, με βάση το οποίο οι μύες είναι επωφελείς για την υγεία, είναι λόγω της παραγωγής μικρών πρωτεϊνών που ονομάζονται μυοκίνες και βοηθούν στη διατήρηση της μεταβολικής ομοιόστασης και στη βελτίωση της εσωτερικής επικοινωνίας οργάνων, έτσι ώστε να λειτουργούν καλύτερα. Οι μυοκίνες, που απελευθερώνονται κατά τη συστολή των μυών, μπορούν, επιπλέον, να συμβάλουν στην ανακούφιση της φυσικής φλεγμονής που δημιουργείται σε παθήσεις όπως η παχυσαρκία, ο διαβήτης και η υπέρταση. Να σημειωθεί όμως, ότι υπάρχουν και επιβλαβείς μυοκίνες, οι οποίες σχετίζονται στενά με τις καρδιαγγειακές παθήσεις.
Εκτός από τις κλασικές εξετάσεις βιολογικών, ψυχολογικών και εξωγενών χαρακτηριστικών των ασθενών, οι ερευνητές, λοιπόν, χρησιμοποίησαν μια τεχνική δονήσεων σε ολόκληρο το σώμα, για να αξιολογήσουν το μείγμα μυοκινών που παράγει κάθε συμμετέχων στη μελέτη, ώστε να δημιουργήσουν μια εικόνα της μυϊκής του υγείας χωρίς να προχωρήσουν σε πραγματική μυϊκή βιοψία.
Ουσιαστικά, οι ερευνητές του Ιατρικού Κολεγίου της Τζόρτζια κατάφεραν πλέον να έχουν αποδείξεις ότι ακόμα και μία συνεδρία δονήσεων σε ολόκληρο το σώμα πράγματι ξεκινά να βελτιώνει το μείγμα των μυοκινών στον οργανισμό, οπότε τώρα εξετάζουν την άμεση απόκριση των μυοκινών στην τακτική δόνηση ολόκληρου του σώματος.