Οι πόνοι περιόδου επηρεάζουν σημαντικά τις ακαδημαϊκές επιδόσεις των νέων γυναικών διεθνώς, σύμφωνα με μία νέα μελέτη του Πανεπιστημίου του Δυτικού Σίδνεϊ που δημοσιεύθηκε στο Journal of Women’s Health. Η έρευνα έδειξε πως ανεξάρτητα από τη γεωγραφική τοποθεσία ή το οικονομικό στάτους, το 71% των νέων γυναικών παγκοσμίως υποφέρουν από πόνους περιόδου.
Επιπλέον, το 20% των γυναικών ανέφερε ότι απουσιάζει από μαθήματα λόγω πόνων περιόδου, ενώ το 41% ανέφερε ότι η συγκέντρωση ή η απόδοσή τους στην επηρεαζόταν αρνητικά. Οι ερευνητές εξέτασαν τα αποτελέσματα 38 μελετών που συμπεριλάμβαναν 21.573 νέες γυναίκες.
Παρά την επικρατούσα πεποίθηση ότι μεγαλώνοντας οι γυναίκες, ο πόνος περιόδου μειώνεται, τα ποσοστά δυσμηνόρροιας ήταν παρόμοια ανάμεσα στις μαθήτριες και τις φοιτήτριες.
Ο επικεφαλής της έρευνας, Δρ. Mike Armour δήλωσε πως τα αποτελέσματα υπογραμμίζουν την ανάγκη για καλύτερη επιμόρφωση γύρω από τους πόνους περιόδου και ότι το ζήτημα αυτό έχει επιδράσεις στην αυτοφροντίδα και αντιμετώπιση της κατάστασης.
«Οι νέες γυναίκες αν ήταν στο σχολείο ή το πανεπιστήμιο, είχαν σημαντικά χαμηλότερες επιδόσεις σαν αποτέλεσμα των συμπτωμάτων της έμμηνου ρύσης», δήλωσε ο Δρ. Armour.
«Αυτή η χαμηλότερη απόδοση κατά τη διάρκεια της περιόδου είναι σημαντική για τις γυναίκες οι οποίες συχνά αισθάνονται ότι πρέπει να το ανεχθούν, κάτι που σημαίνει ότι τα κορίτσια στην εφηβεία και οι νεαρές γυναίκες ενδέχεται να βρεθούν σε μειονεκτική θέση λόγω της επίδρασης των πόνων περιόδου».
«Η έμμηνος ρύση συνήθως έρχεται κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων του σχολείου, όταν οι επιδόσεις μπορεί να έχουν μακροχρόνιες συνέπειες στην ακαδημαϊκή τους πορεία» επισημαίνει ο Δρ. Armour.
Οι γυναίκες επίσης ανέφεραν ότι είχαν περιορισμένες κοινωνικές, αθλητικές και άλλες σχολικές δραστηριότητες λόγω των συμπτωμάτων της περιόδου γεγονός που επηρεάζει αρνητικά την υγεία τους.
«Βελτιώνοντας τις γνώσεις των γυναικών για την έμμηνο ρύση θα μπορούσε να τις βοηθήσει να λάβουν καλύτερες αποφάσεις για τη φροντίδα του εαυτού τους και να αποφασίσουν πότε να αναζητήσουν φαρμακευτική βοήθεια», κατέληξε ο Δρ. Armour.