Νέες ακόμη και μετά την εμμηνόπαυση μπορούν να παραμείνουν οι γυναίκες στη σύγχρονη εποχή, καθώς η ορμονική θεραπεία της εμμηνόπαυσης ντιμετωπίζει τις εξάψεις και τις νυχτερινές εφιδρώσεις μέτριας και σοβαρής έντασης, βελτιώνει τις εναλλαγές στη διάθεση και αποκαθιστά τη σεξουαλική δυσλειτουργία, εξασφαλίζοντας καλύτερη ποιότητα ζωής στις γυναίκες.
«Η κύρια ένδειξη για τη χορήγηση ορμονικής θεραπείας εμμηνόπαυσης (menopausal hormonal treatment – MHT) είναι τα αγγειοκινητικά συμπτώματα μέτριας και σοβαρής έντασης (εξάψεις, νυχτερινή εφίδρωση) και η ατροφία του ουρογεννητικού συστήματος, που επηρεάζουν την ποιότητα ζωής των μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών. Άλλες ενδείξεις χορήγησης MHT είναι οι αρθραλγίες, οι εναλλαγές της διάθεσης και η σεξουαλική δυσλειτουργία», εξηγεί ο Δημήτριος Γ. Γουλής αναπληρωτής καθηγητής Ενδοκρινολογίας Αναπαραγωγής του ΑΠΘ, με αφορμή το 5ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εφαρμοσμένης Φαρμακευτικής, που διοργανώνει ο Φαρμακευτικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης στις 18 και 19 Μαΐου.
Παράλληλα επισημαίνει ότι η χορήγηση ΜΗΤ έχει ένδειξη για την αντιμετώπιση των διαταραχών του εμμηνορρυσιακού κύκλου που μπορεί να εμφανιστούν κατά την περιεμμηνόπαυση, δηλαδή κατά την περίοδο λίγο πριν και λίγο μετά την τελευταία έμμηνο ρύση της γυναίκας. Παρ’ ότι η πρόληψη της οστικής απώλειας (οστεοπενία, οστεοπόρωση) δεν αποτελεί κύρια ένδειξη χορήγησης MHT, η τελευταία ασκεί ισχυρή προστατευτική δράση στα οστά και προλαμβάνει τα κατάγματα.
«Η ενημέρωση της γυναίκας αφορά στις βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της έλλειψης των οιστρογόνων, στην αποτελεσματικότητα της ΜΗΤ και στις πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειές της. Πριν τη χορήγηση της MHT, θα πρέπει να διενεργείται o ενδεδειγμένος κλινικός και εργαστηριακός έλεγχος και να λαμβάνονται υπόψη τυχόν αντενδείξεις. Ασφαλώς κυρίαρχο ρόλο στην απόφαση για θεραπεία διαδραματίζουν οι προτιμήσεις κάθε γυναίκας. Σε κάθε περίπτωση εφαρμόζεται πρόγραμμα τακτικής παρακολούθησης για όσο διάστημα λαμβάνεται η ΜΗΤ», λέει ο κ. Γουλής.
Η εμμηνόπαυση
Ο όρος εμμηνόπαυση αναφέρεται στην τελευταία έμμηνο ρύση και είναι αποτέλεσμα της διακοπής λειτουργίας των ωοθηκών. Η διάγνωση τίθεται εκ των υστέρων, 12 μήνες μετά την τελευταία έμμηνο ρύση. Σηματοδοτεί το τέλος της αναπαραγωγικής ικανότητας της γυναίκας και αποτελεί ένα φυσιολογικό φαινόμενο και όχι νόσο. Μετά την εμμηνόπαυση η γυναίκα θα παρουσιάσει φυσικές και ανατομικές αλλαγές και πρέπει να προσαρμοστεί σωματικά και ψυχολογικά στην καινούρια αυτή φάση της ζωής της.
Η εμμηνόπαυση λαμβάνει χώρα στην ηλικία των 50-51 ετών κατά μέσο όρο, αλλά μπορεί να εκδηλωθεί νωρίτερα ή αργότερα. Η εμφάνιση της πριν την ηλικία των 40 ετών χαρακτηρίζεται ως πρώιμη ωοθηκική ανεπάρκεια. Επιδημιολογικές μελέτες συνδέουν το κάπνισμα και το χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο με την εμφάνιση της πρώιμης ωοθηκικής ανεπάρκειας. Άλλοι παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν την ηλικία εμφάνισης της εμμηνόπαυσης είναι η ηλικία της εμμηναρχής (πρώτη έμμηνος ρύση), ο αριθμός των τοκετών, η χρήση αντισυλληπτικών δισκίων, το σωματικό βάρος, η εθνικότητα και το οικογενειακό ιστορικό.
«Οι επιπτώσεις της εμμηνόπαυσης οφείλονται κυρίως στην έλλειψη οιστρογόνων και διαρκούν περίπου 4-5 έτη. Τρεις κατηγορίες συμπτωμάτων έχουν τεκμηριωμένη συσχέτιση με την εμμηνόπαυση: τα αγγειοκινητικά συμπτώματα, τα αιδοιοκολπικά συμπτώματα (κολπική ξηρότητα, δυσπαρευνία) και οι διαταραχές του ύπνου. Στα συμπτώματα αυτά προστίθενται οι διαταραχές της διάθεσης. Συμπτώματα όπως αρθραλγίες, μυαλγίες και αλλαγή της κατανομής του λίπους του σώματος αναφέρονται από μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, αλλά είναι δύσκολο να αποδειχθεί η σχέση τους με την εμμηνόπαυση», εξηγεί ο κ. Γουλής.