Μπορεί πλέον η λέξη πανδημία να παραπέμπει αμέσως στον κορωνοϊό SARS-COV-2, ωστόσο για η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα πανδημία παρακολουθεί με αγωνία την εξέλιξη μιας άλλης πανδημίας, σιωπηλής, διαχρονικής και πολύ επικίνδυνης, εκείνης που προκαλεί ο σακχαρώδης διαβήτης. Σε αντίθεση με τις τεράστιες θεραπευτικές δυσκολίες που ανακύπτουν για την αντιμετώπιση της λοίμωξης Covid-19, σε ό,τι αφορά το νόσημα του σακχαρώδους διαβήτη οι εξελίξεις είναι πολύ σημαντικές τα τελευταία χρόνια με την έλευση καινοτόμων φαρμακευτικών επιλογών, ινσουλινών με καλύτερο προφίλ και επικαιροποιημένες οδηγίες διατροφής και άσκησης. Στόχος να βελτιώνεται η διαχείριση της νόσου να μειώνονται οι επιπλοκές της.
Σχεδόν στα 500 εκατομμύρια υπολογίζονται σήμερα οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη σε όλο τον κόσμο, ενώ μέχρι το 2030 αναμένεται να ξεπεράσουν τα 640 εκατομμύρια. Οι μισοί εξ αυτών είναι αδιάγνωστοι και 4 εκατ. πεθαίνουν κάθε χρόνο από επιπλοκές της πάθησης. Μόλις δύο δεκαετίες πριν η παγκόσμια εκτίμηση του αριθμού των ενηλίκων που ζούσαν με σακχαρώδη διαβήτη ήταν 151 εκατ., που σημαίνει ότι στο διάστημα αυτό οι ασθενείς υπερτριπλασιάστηκαν. Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι περίπου το 9,0% των ενηλίκων στην Ελλάδα ζουν με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 και 2.
Το ygeiamou.gr συνομίλησε με τον κ. Γεώργιο Ρόμπολα, Kαρδιολόγο, Ιατρικό Διευθυντή της εταιρίας Novo Nordisk Hellas, για τη νόσο του διαβήτη και τη διαχείρισή της στην εποχή μας.
«Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί σοβαρή απειλή για την παγκόσμια υγεία, με αρκετά περίπλοκη και απαιτητική διαχείριση τόσο από τον ιατρό, αλλά πολύ περισσότερο από το άτομο που ζει με τον σακχαρώδη διαβήτη. Να υπενθυμίσουμε τη διάκριση μεταξύ του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, που αφορά άτομα με πλήρη έλλειψη παραγωγής ινσουλίνης και συνεπώς εξαρτώμενα από τη χορήγησή της σε ενέσιμη μορφή, και του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 είναι μία πολύ σύνθετη χρόνια ασθένεια που εμφανίζεται όταν ο οργανισμός δεν μπορεί να παράγει αρκετή ινσουλίνη και σχετίζεται περισσότερο με την αντίσταση στην ινσουλίνη. Σχετίζεται με τον σύγχρονο τρόπο ζωής, που συνδυάζει την μη ποιοτική διατροφή σε μεγάλη ποσότητα και την έλλειψη άσκησης, και είναι ο λόγος που ο αριθμός των διαγνωσμένων ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 συνεχώς βαίνει αυξανόμενος» λέει ο ειδικός.
Και μετά την ινσουλίνη;
Το έτος που σε λίγο εκπνέει είναι ένα έτος ορόσημο για τους ασθενείς με διαβήτη αλλά και τους επιστήμονες, καθώς συμπληρώθηκαν και εορτάζονται τα 100 χρόνια από την ανακάλυψη της ενέσιμης ινσουλίνης, της θεραπείας που άλλαξε για πάντα την πορεία της νόσου και τη ζωή των ασθενών. Περισσότερο από ποτέ τίθεται με αγωνία από όλους το ερώτημα ποιο μπορεί να είναι το επόμενο θεραπευτικό βήμα που μπορεί να αλλάξει εξίσου ριζικά στο μέλλον τη διαχείριση της νόσου. «Πράγματι η ανακάλυψη της ενέσιμης ινσουλίνης άλλαξε τη ζωή των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 που μέχρι τότε εθεωρείτο μία ασθένεια με θανατηφόρα έκβαση. Με την ανακάλυψη της ινσουλίνης η νόσος μετατράπηκε σε διαχειρίσιμη, έστω και εάν για πολλά χρόνια η θεραπεία απαιτούσε αρκετό χρόνο και προσπάθεια από τον ασθενή αλλά και τον ιατρό» επισημαίνει ο κ. Ρόμπολας, και προσθέτει ότι «τα τελευταία χρόνια με την έλευση καινοτόμων φαρμακευτικών επιλογών, ινσουλινών με καλύτερο προφίλ, την απλούστευση των οδηγιών για το μέσο ασθενή σχετικά με τις υγειονοδιαιτητικές επιλογές αλλά και την τεχνολογική εξέλιξη στις πένες ινσουλίνης και την καταγραφή του σακχάρου, υπήρξε βελτίωση της ποιότητας ζωής των ατόμων που ζουν με σακχαρώδη διαβήτη. Πλέον ο στόχος των θεραπειών βασίζεται, στην ελάττωση των επιπλοκών του σακχαρώδη διαβήτη, στην ελάττωση της πολυπλοκότητας της διαχείρισής του, αλλά και στη βελτίωση και τον έλεγχο των επιπλοκών της θεραπείας, όπως τη μείωση της υπογλυκαιμίας».
Μεταξύ άλλων έμφαση δίνεται πλέον από την επιστημονική κοινότητα στη διευκόλυνση της χορήγησης των ενέσιμων φαρμακευτικών επιλογών, στοχεύοντας σε λιγότερες ενέσεις, στη μικρότερη διακύμανση του σακχάρου και την ευελιξία ως προς το χρόνο χορήγησης, καθώς και στις από του στόματος θεραπευτικές επιλογές. Η πρόοδος στις θεραπευτικές εξελίξεις ελπίζεται ότι θα αποτυπωθεί τα επόμενα χρόνια με τη διάθεση της «έξυπνης» ινσουλίνης, δηλαδή της φαρμακευτικής αγωγής που θα μπορεί να ρυθμίσει τη γλυκόζη μόνο όταν υπάρχει αύξησή της, μειώνοντας έτσι τις ανεπιθύμητες ενέργειες.
Δεδομένου ότι η διαχείριση του σακχαρώδη διαβήτη απαιτεί συνεχή παρακολούθηση και συχνά χρήση διαφορετικών συσκευών, η τεχνολογία μπορεί να βοηθήσει στη σύνδεση και το συντονισμό της χορήγησης ινσουλίνης, απλοποιώντας έτσι τον έλεγχο της φροντίδας των ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη. Παράλληλα με την αναμενόμενη τεχνολογική εξέλιξη, το αποτέλεσμα των μετρήσεων γλυκόζης θα καταγράφεται άμεσα και με αυτό τον τρόπο θα μπορούν να λαμβάνονται γρήγορες «αποφάσεις» σχετικά με τη δοσολογία αλλά και τη θεραπευτική επιλογή που πρέπει να ακολουθήσει ο εκάστοτε ασθενής. Οι συνδεδεμένες συσκευές μπορούν να βοηθήσουν τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη να ενημερωθούν και να συναποφασίσουν με τον ιατρό τους, εκτός από τη δόση ινσουλίνης, για τη σωστή πρόσληψη τροφής και την απαιτούμενη άσκηση.
Η ανθρωποκεντρική προσέγγιση των ασθενών
Πλέον ο ασθενής αλλά και ο ιατρός έχουν στη διάθεσή τους μία πλειάδα φαρμακευτικών επιλογών για τη διαχείριση του σακχαρώδη διαβήτη. Στο πλαίσιο αυτό διαμορφώθηκαν οι διεθνείς αλλά και οι ελληνικές κατευθυντήριες οδηγίες για την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή ανάλογα με τον τύπο του ασθενή.
«Η μεγάλη αλλαγή πλέον στις κατευθυντήριες οδηγίες προσδιορίζεται με μία έκφραση που λέγεται ανθρωποκεντρική προσέγγιση του ασθενούς. Αυτό σημαίνει ότι πλέον ο ιατρός θα πρέπει να σκεφτεί ότι κάθε ασθενής είναι διαφορετικός και χρειάζεται εξατομικευμένη προσέγγιση ανάλογα με τις ανάγκες του, ενώ και η γνώμη/απόφαση του ασθενή είναι πλέον καίρια στην τελική απόφαση της θεραπευτικής προσέγγισης» λέει ο κ. Ρόμπολας και εξηγεί τον όρο της εξατομικευμένης προσέγγισης.
«Ένα άτομο με σακχαρώδη διαβήτη, δυνητικά έχει και άλλες συνοδούς νόσους, όπως η παχυσαρκία, η καρδιαγγειακή νόσος. Επίσης, παράγοντες κινδύνου όπως η αρτηριακή υπέρταση, η υπερλιπιδαιμία και συνήθειες που μπορεί να επηρεάζουν τη διατροφή του και την έλλειψη άσκησης. Όλα αυτά πλέον μπορεί να συνυπολογιστούν και να ληφθεί μία απόφαση από κοινού του ασθενή και του ιατρού για τον καθορισμό της διατροφής, της άσκησης και της φαρμακευτικής επιλογής. Η συνολική αυτή προσέγγιση μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα ζωής του ασθενή αλλά και την πορεία της νόσου όσον αφορά τη νοσηρότητα και την θνητότητα» αναφέρει.
Οι πάσχοντες από σακχαρώδη διαβήτη διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης νοσημάτων που σχετίζονται κυρίως με παθήσεις των μικρών αλλά και των μεγάλων αγγείων. Οι αναφερόμενες παθήσεις των μικρών αγγείων δημιουργούν κυρίως νεφρική δυσλειτουργία, αμφιβληστροειδοπάθεια αλλά και αγγειακές βλάβες των κάτω άκρων. Οι παθήσεις των μεγάλων αγγείων αναφέρονται ως καρδιαγγειακή νόσος, όπως το έμφραγμα του μυοκαρδίου, η αγγειακή εγκεφαλική νόσος και η περιφερική αρτηριακή νόσος. «Τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη, αντιμετωπίζουν 2-4 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου, ενώ οι μισοί ασθενείς, έχουν ήδη επιπλοκές κατά τη διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη» σημειώνει ο κ. Ρόμπολας.
Η συνολική προσέγγιση και ολιστική θεραπεία είναι επιτακτική και μέρος της στρατηγικής του θεράποντος ιατρού. Πλέον οι ειδικοί έχουν στη διάθεσή τους φαρμακευτικές επιλογές που δρουν πέρα από την απλή ρύθμιση του σακχάρου -υπάρχουν δύο θεραπευτικές επιλογές για τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη που δρουν όχι μόνο στη ρύθμιση του σακχάρου, αλλά και παρέχουν δυνητικά καρδιαγγειακό όφελος σε ασθενείς με υψηλό κίνδυνο. Επίσης, κάποιες θεραπευτικές επιλογές επιτυγχάνουν τον καλύτερο έλεγχο του βάρους και τη βελτίωση της νεφρικής λειτουργίας ή την καθυστέρηση της βλάβης των νεφρών.