Η παχυσαρκία είναι μια σύγχρονη πανδημία που συχνά δεν γίνεται αντιληπτή ως νόσος, αλλά ως πρόβλημα αισθητικής. Οποιοσδήποτε έχει πλεονάζον βάρος γίνεται αντικείμενο χλευασμού με συνέπεια εκατομμύρια άνθρωποι ετησίως να προσπαθούν να χάσουν βάρους για να γίνουν αποδεκτοί, ενώ αυτό που θα έπρεπε να προτάσσουν είναι η υγεία τους.
Η Μαρία Καραδαγλή, Φαρμακοποιός, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος στην Κλινική Φαρμακολογία και Ιατρική Σύμβουλος στο Ιατρικό τμήμα Παχυσαρκίας της Novo Nordisk Ελλάς, μιλά στο ygeiamou.gr για την πραγματική πτυχή της παχυσαρκίας, δηλαδή τη νοσηρότητα, τις θεραπευτικές λύσεις και την ουσιαστική σημασία της απώλειας βάρους.
«Ιστορικά, θεωρούσαμε ότι η παχυσαρκία είναι επιλογή τρόπου ζωής και ότι τα άτομα με παχυσαρκία έχουν κακή ψυχολογία, αδύναμη θέληση και μηδενικά κίνητρα, ενώ το πλεονάζον βάρος τους είναι απόρροια του τρόπου ζωής τους. Όλοι θυμόμαστε την ατάκα “Σούζη, τρως… και ψεύδεσαι και τρως!” η οποία είναι χαρακτηριστική αυτού του τρόπου σκέψης μας. Πλέον γνωρίζουμε ότι η θεώρηση αυτή δεν είναι απόλυτα ορθή. Ξέρουμε ότι, όταν μιλάμε για παχυσαρκία, αναφερόμαστε σε δυσλειτουργία ενός πολύπλοκου ρυθμιστικού συστήματος που ελέγχει το καθημερινό ενεργειακό μας ισοζύγιο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι υφίστανται βιολογικοί μηχανισμοί που καθιστούν την παχυσαρκία νόσο», εξηγεί η κυρία Καραδαγλή.
Σύμφωνα με πρόσφατη επιδημιολογική μελέτη, στην Ελλάδα η παχυσαρκία επηρεάζει το 32,1% του ενήλικου πληθυσμού, δηλαδή περίπου 2,8 εκατομμύρια ενήλικες. Σε παγκόσμιο επίπεδο, σύμφωνα με δεδομένα του 2016 από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), πάνω από 650 εκατομμύρια ενήλικες πάσχουν από παχυσαρκία, παγκοσμίως, ενώ η παιδική και εφηβική παχυσαρκία αφορά πάνω από 124 εκατομμύρια παιδιά και εφήβους 5-19 ετών.
«Τα άτομα με παχυσαρκία παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο νόσησης από περισσότερα από 229 νοσήματα (καρδιαγγειακά, μεταβολικά, νευρολογικά, ογκολογικά, πνευμονολογικά, ουροποιογεννητικά, γαστρεντερολογικά, μυοσκελετικά, ψυχοκοινωνικά κ.ά), με τελικό αποτέλεσμα κακή ποιότητα ζωής και πρώιμη νοσηρότητα και θνητότητα. Για παράδειγμα, έχει βρεθεί ότι στα άτομα με παχυσαρκία υπάρχει αυξημένος επιπολασμός υπέρτασης (51%), σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (21%), οξέος εμφράγματος μυοκαρδίου (21%), μη αλκοολικής νόσου του ήπατος (29%), γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης (35%), άπνοιας ύπνου (40%), οστεοαρθρίτιδας γονάτου (52%) και κατάθλιψης (19%) σε σχέση με τα φυσιολογικού βάρους άτομα. Μάλιστα, ο κίνδυνος νοσηρότητας και θνητότητας αυξάνει εκθετικά με την αύξηση του ΔΜΣ >25 kg/m2», αναφέρει η κυρία Καραδαγλή.
Πολυπαραγοντική νόσος
Η παχυσαρκία είναι μία πολυπαραγοντική νόσος, λοιπόν, που απαιτεί ολιστική προσέγγιση. «Οι διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες συστήνουν τρεις πυλώνες για τη διαχείριση της παχυσαρκίας, έχοντας ως γνώμονα το Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) του ασθενούς: 1. τις υγιεινοδιαιτητικές παρεμβάσεις, 2. τη φαρμακοθεραπεία, 3. τη βαριατρική χειρουργική. Οι αλλαγές στον τρόπο ζωής αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο όλων των θεραπευτικών προσεγγίσεων κατά της παχυσαρκίας και θα πρέπει να αποτελούν την παρέμβαση πρώτης γραμμής σε όλα τα άτομα με ΔΜΣ ≥25,0 kg/m2, δηλαδή με υπερβαρότητα», επισημαίνει η κυρία Καραδαγλή.
Η θεραπευτική προσέγγιση μέσω αλλαγών στον τρόπο ζωής θα πρέπει να περιλαμβάνει εξατομικευμένο πλάνο διατροφής και άσκησης καθώς και αλλαγή συμπεριφοράς του ιδίου του ατόμου, αλλά και του περιβάλλοντός του. Αυτές, οι πρώτης γραμμής παρεμβάσεις, βέβαια, δεν αρκούν πάντοτε για την επίτευξη και κυρίως τη διατήρηση της απώλειας βάρους. Κατά κανόνα, τα μακροχρόνια αποτελέσματα των υγιεινοδιαιτητικών παρεμβάσεων είναι πενιχρά, ενώ, η απώλεια βάρους, αλλά ακόμα περισσότερο η διατήρηση του απολεσθέντος βάρους μακροχρόνια αποτελούν πρόκληση. Σύμφωνα με πλήθος διεθνών κατευθυντήριων οδηγιών, σε άτομα με ΔΜΣ ≥27 kg/m2 και συννοσηρότητες ή με ΔΜΣ ≥30 kg/m2, με ή χωρίς συννοσηρότητες, και επί αποτυχίας επίτευξης του στόχου απώλειας βάρους με διατροφή, άσκηση και συμπεριφορική θεραπεία, θα πρέπει να δοθεί φαρμακευτική αγωγή, συμπληρωματικά της διατροφής και της άσκησης.
«Οι φαρμακευτικές αγωγές κατά της παχυσαρκίας, εγκεκριμένες και διαθέσιμες και στην ελληνική αγορά, μπορούν να δράσουν απευθείας στο κεντρικό νευρικό σύστημα, επάγοντας την απώλεια βάρους με μείωση της όρεξης και αύξηση του αισθήματος κορεσμού ή να δράσουν περιφερικά και να επάγουν την απώλεια βάρους, αλληλοεπιδρώντας με την απορρόφηση λίπους από τη γαστρεντερική οδό. Υπό προϋποθέσεις, μπορούν να επιφέρουν μείωση βάρους 5-10%. Αξίζει να σημειωθεί ότι μία μέση απώλεια βάρους ≥5% του αρχικού βάρους σχετίζεται με βελτίωση της κλινικής εικόνας πολλών συννοσηροτήτων, όπως υπέρταση, υπεργλυκαιμία, νόσος λιπώδους ήπατος κ. ά.», σύμφωνα με την κυρία Καραδαγλή.
Η βαριατρική χειρουργική συστήνεται από τις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες για ασθενείς με ΔΜΣ ≥40 kg/m2 ή με ΔΜΣ ≥35 kg/m2 και τουλάχιστον μία ή περισσότερες συννοσηρότητες σχετιζόμενες με παχυσαρκία (π.χ. σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, υπέρταση, υπνική άπνοια και άλλες αναπνευστικές διαταραχές, μη αλκοολική λιπώδη νόσο του ήπατος, οστεοαρθρίτιδα, διαταραχές λιπιδίων, γαστρεντερικές διαταραχές ή καρδιοπάθεια).
Η αναγνώριση του προβλήματος
Για την επιλογή της κατάλληλης θεραπείας η κυρία Καραδαγλή επισημαίνει ότι «δεδομένου ότι η παχυσαρκία είναι νόσος, η επίσκεψη σε ιατρό κρίνεται απαραίτητη. Για να οδηγηθούμε, όμως, στον ιατρό, πάντα χρειαζόμαστε ένα σημάδι νόσησης, ένα σύμπτωμα. Δυστυχώς, όμως, οι βιολογικοί μηχανισμοί που οδηγούν στην αδυναμία απώλειας βάρους και μακροχρόνιας επίτευξης φυσιολογικού βάρους δεν αναγνωρίζονται ως σύμπτωμα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η νόσος να υποδιαγιγνώσκεται και, συνεπώς, να υποθεραπεύεται».
Ελάχιστα άτομα με παχυσαρκία επισκέπτονται ιατρό για να συζητήσουν για το πλεονάζον βάρος τους, γιατί πολύ απλά δεν το θεωρούν νόσο. Στο ιατρείο θα καταλήξουν εφόσον εντοπίσουν κάποιο σύμπτωμα, το οποίο, συνήθως, θα είναι αποτέλεσμα κάποιας άλλης νόσου, σχετιζόμενης ή όχι με την παχυσαρκία.
«Ο ιατρός, αφού βεβαιωθεί ότι ο ασθενής του είναι έτοιμος να συζητήσει για την παχυσαρκία και να κινητοποιηθεί προς την επίλυση του προβλήματός του, και αφού ληφθεί το ιστορικό του, θα εκτιμήσει την κλινική του εικόνα και τις πιθανές αιτίες που οδήγησαν στην παχυσαρκία. Στη συνέχεια, θα συμβουλεύσει τον ασθενή για τους πιθανούς κινδύνους που συνδέονται με την παχυσαρκία και θα συζητήσει μαζί του για τις θεραπευτικές επιλογές, βάσει των κατευθυντήριων οδηγιών, καθώς και για τα οφέλη που συνοδεύουν μία ρεαλιστική απώλεια βάρους. Αφού συμφωνηθούν με τον ασθενή οι στόχοι, ο ιατρός θα τον εκπαιδεύσει, ώστε να ακολουθήσει την ενδεδειγμένη θεραπεία και θα τον βοηθήσει στην επίτευξή του στόχου, καθώς και στον εντοπισμό και επίλυση πιθανών προβλημάτων», εξηγεί η κυρία Καραδαγλή.
Ολιστική αντιμετώπιση
Έχοντας εκτιμήσει ο ιατρός το ιστορικό και την κλινική εικόνα του ασθενούς, προτείνει την κατάλληλη θεραπεία: διατροφή και άσκηση ή φαρμακοθεραπεία μαζί με διατροφή και άσκηση, ή βαριατρικό χειρουργείο, κατά περίπτωση.
Στην ολιστική και πολύπλευρη διαχείριση ενός ατόμου με παχυσαρκία πρέπει να εμπλέκονται όλοι οι ειδικοί και επιστήμονες που μπορούν να προσφέρουν τις κατάλληλες θεραπευτικές λύσεις και να θέτουν μικρούς, εξατομικευμένους και ρεαλιστικούς στόχους.
«Ο διατροφολόγος, ο ειδικός φυσικής αγωγής, ο ψυχολόγος και ο ιατρός θα πρέπει να συνεργάζονται στενά προς όφελος του ατόμου με παχυσαρκία. Η διατροφή και η άσκηση αποτελούν θεμελιώδεις, πρώτης γραμμής, πυλώνες στη διαχείριση της παχυσαρκίας και η δημιουργία ενός εξατομικευμένου πλάνου διατροφής και άσκησης το οποίο το άτομο θα ακολουθεί πιστά, λαμβάνοντας τις απαραίτητες οδηγίες από το διατροφολόγο και τον ειδικό φυσικής αγωγής, είναι υψίστης σημασίας. Η συμβολή του ψυχολόγου στη συμπεριφορική προσέγγιση του ατόμου με παχυσαρκία είναι ικανή και αναγκαία, ώστε ο ασθενής με παχυσαρκία, αλλά και το ίδιο του το περιβάλλον, να αλλάξει τρόπο σκέψης», εξηγεί η κυρία Καραδαγλή, προσθέτοντας ότι, «όταν αποτυγχάνει η επίτευξη του στόχου με διατροφή και άσκηση, το άτομο με παχυσαρκία θα πρέπει να συμβουλεύεται τον ιατρό του για την κατάλληλη φαρμακοθεραπεία, εφόσον αυτή ενδείκνυται».
Και καταλήγει τονίζοντας ότι «οι ασθενείς διαφέρουν ως προς την ετοιμότητά τους να διαχειριστούν το πρόβλημα που ακούει στο όνομα “παχυσαρκία”. Η θεραπεία θα πρέπει να περιλαμβάνει την κατάρτιση ρεαλιστικών στόχων, οι οποίοι θα οδηγήσουν σε διατήρηση της απώλειας βάρους μακροχρονίως. Η επιτυχία δε θα πρέπει να μετράται σε αριθμούς αλλά σε παραμέτρους όπως καλύτερη ποιότητα ζωής, μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση, υψηλότερα επίπεδα ενέργειας, μείωση των παραγόντων καρδιομεταβολικού κινδύνου, βελτιωμένη γενική εικόνα της υγείας, πρόληψη και αποφυγή περαιτέρω πρόσληψης βάρους και διατήρηση του βέλτιστου για το συγκεκριμένο ασθενή βάρος».