*Για το θέμα μιλάει ο Μιλτιάδης Κ. Τσιλιμπάρης, καθηγητής Οφθαλμολογίας Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Κρήτης, διευθυντής Πανεπιστημιακής Οφθαλμολογικής Κλινικής ΠαΓΝΗ, διευθυντής Εργαστηρίου Οπτικής και Όρασης

«Μια εικόνα αξίζει χίλιες λέξεις», λέει το γνωστό ρητό που άλλοι υποστηρίζουν πως διατυπώθηκε από τον Κομφούκιο και άλλοι από τον Ναπολέοντα. Μια τρίτη εκδοχή θέλει τη συγκεκριμένη φράση να εμφανίζεται πριν από περίπου έναν αιώνα (1927) σε μια διαφήμιση μαγειρικής σόδας που δημιούργησε ο Fred R. Barnard. Ό,τι κι αν ισχύει, γεγονός είναι πως οι εικόνες αποτελούν ίσως τα σημαντικότερα αισθητηριακά σήματα που λαμβάνουμε καθ’ όλη τη διάρκεια τη ζωή μας, γι’ αυτό και τα μάτια μας, τα όργανα που μας τις προσφέρουν, είναι ό,τι πολυτιμότερο έχουμε. «Φύλα τα σαν τα μάτια σου», λέει αντίστοιχα ο σοφός λαός. Πώς, λοιπόν, «φυλάμε» τα μάτια μας;

Στα παιδιά

Ο πρώτος στοιχειώδης οφθαλμολογικός έλεγχος γίνεται ήδη στη νεογνική ηλικία από τον παιδίατρο, για βασικά θέματα, όπως τα αντανακλαστικά της κόρης, η ευθυγράμμιση, η ερυθρή αντανάκλαση. Ενδελεχής έλεγχος από οφθαλμίατρο χρειάζεται μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, στις οποίες περιλαμβάνεται η προωρότητα, τυχόν εμφανή ευρήματα από την αδρή εξέταση του παιδιάτρου ή οικογενειακό ιστορικό οφθαλμολογικών προβλημάτων στη βρεφική ηλικία (π.χ. ιστορικό συγγενούς γλαυκώματος).

Η επόμενη εξέταση γίνεται στην ηλικία των 6-12 μηνών και πάλι από τον παιδίατρο, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τον αδρό έλεγχο των ματιών στις τακτικές εξετάσεις (οπτικός έλεγχος, ευθυγράμμιση, κινητικότητα). Η πρώτη πιο αναλυτική εξέταση γίνεται σε παιδιά 3-5 ετών, που είναι πιο συνεργάσιμα και ο οφθαλμίατρος έχει πλέον τη δυνατότητα να μετρήσει για πρώτη φορά την οπτική οξύτητα. «Ένα παιδί στην ηλικία των 4 ετών είναι έτοιμο να κάνει τον πρώτο του κανονικό οφθαλμολογικό έλεγχο», εξηγεί ο κ. Μιλτιάδης Κ. Τσιλιμπάρης, καθηγητής Οφθαλμολογίας.

Στη σχολική ηλικία

Ο προληπτικός έλεγχος περιλαμβάνει παρακολούθηση της οπτικής οξύτητας, της ευθυγράμμισης, της κινητικότητας και αδρό οπτικό έλεγχο συνολικά από τον παιδίατρο. Και σε αυτή την περίπτωση, αν διαπιστωθεί πρόβλημα, ο αναλυτικός έλεγχος διενεργείται από τον οφθαλμίατρο.

Υπάρχουν, όμως, και ειδικές περιπτώσεις που απαιτούν εξειδικευμένο οφθαλμολογικό έλεγχο, ιδιαίτερα όταν το παιδί παραπονείται για την όραση ή τα μάτια του, ή έχει μη φυσιολογική συμπεριφορά που σχετίζεται με αυτά. Συνηθισμένες ενοχλήσεις ή τρόπος συμπεριφοράς που θα πρέπει να οδηγήσουν στον οφθαλμίατρο είναι:

  • Συχνός βλεφαρισμός ή τρίψιμο των ματιών
  • Κλείσιμο ή «στένεμα» των ματιών για να δει καλύτερα
  • Πονοκέφαλοι ή κόπωση-δυσκολία μετά από κοντινή δουλειά
  • Στρίψιμο του κεφαλιού προς τη μια πλευρά
  • Διάβασμα σε πολύ κοντινή απόσταση
  • Παράπονα για «διπλές εικόνες» (διπλωπία)
  • Εμφανής στραβισμός

Εξειδικευμένος έλεγχος απαιτείται και για τα παιδιά με προβλήματα υγείας που μπορούν να συνοδευτούν από οφθαλμολογικά ευρήματα ή να περιλάβουν και τα μάτια σε κάποια φάση της εξέλιξής τους. Σε αυτές τις κατηγορίες ανήκουν:

  • Παιδιά με οικογενειακό ιστορικό αμβλυωπίας (τεμπέλικο μάτι), στραβισμού, ρετινοβλαστώματος, συγγενούς καταρράκτη, ή συγγενούς γλαυκώματος.
  • Παιδιά με ιδιαίτερα προβλήματα, όπως σύνδρομο Down, προωρότητα, νεανική ρευματοειδή αρθρίτιδα, νευροϊνομάτωση.
  • Παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, υστέρηση στην ανάπτυξη, νευροφυσιολογικά προβλήματα ή προβλήματα συμπεριφοράς (π.χ. αυτισμός, ΔΕΠΥ).

Στα παιδιά με κάποιο ήδη γνωστό πρόβλημα (διαθλαστικά σφάλματα, στραβισμός) συνιστάται προγραμματισμένος ρυθμός επανεξετάσεων, κατά τη διάρκεια των οποίων μπορεί να γίνει και μια συζήτηση για πιθανές παρεμβάσεις με στόχο τον περιορισμό της προόδου της μυωπίας σε αυτή την ηλικία (π.χ. με περισσότερο χρόνο σε εξωτερικό περιβάλλον, φαρμακευτικές παρεμβάσεις, χρήση φακών επαφής).

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σημαντική αύξηση της μυωπίας στον πληθυσμό, αναδεικνύοντάς την σε σημαντικό πρόβλημα που αφορά όλο και περισσότερα παιδιά. Πλέον γίνεται μεγάλη συζήτηση για το αν και κατά πόσο θα μπορούσε να περιορίσει κανείς την πρόοδο της μυωπίας και να σταματήσει την αύξησή της.

«Έχει παρατηρηθεί ότι οι μεταβολές στον βαθμό της μυωπίας συνδέονται με την περίοδο της εφηβείας και συνδυάζονται συνολικά με το γεγονός ότι το σώμα μεγαλώνει με πολύ γρήγορο ρυθμό. Από αυτή την άποψη μπορεί μια σχετική αύξηση στο μέγεθος του ματιού να οδηγήσει σε αύξηση της μυωπίας στα παιδιά που έχουν προδιάθεση. Αλλά έχει παρατηρηθεί ότι αντίστοιχες μεταβολές γίνονται και νωρίτερα, στην προεφηβεία», σχολιάζει σχετικά ο κ. Τσιλιμπάρης.

Τι προσέχουν οι 40ρηδες
Ο πρώτος χρονικός σταθμός που θεωρείται σημαντικός για προληπτικό οφθαλμολογικό έλεγχο είναι τα 40-45, συνήθως με την αφορμή ελέγχου της κοντινής όρασης για πρεσβυωπία.
Η πρεσβυωπία είναι αποτέλεσμα της σταδιακής αδυναμίας του φακού του ματιού να αλλάζει σχήμα ανάλογα με την απόσταση που εστιάζουμε και να προσαρμόζεται σε όλες τις αποστάσεις. Ένα φυσιολογικό μάτι είναι μια οπτική συσκευή με μεγάλη δυνατότητα μετατροπής της διαθλαστικής ισχύος. Καθώς μεγαλώνουμε, αυτή η δυνατότητα σταδιακά χάνεται.

Ευτυχώς σήμερα υπάρχουν λύσεις για τους 40ρηδες που δυσκολεύονται να δουν κοντά και να διαβάσουν: π.χ. φορώντας ένα ζευγάρι γυαλιά πρεσβυωπίας καταφέρνουμε και βλέπουμε καθαρά στα 30 εκ. που διαβάζουμε, όχι όμως και την οθόνη του υπολογιστή. Οι λύσεις αυτές καλύπτουν το 80%-90% των δραστηριοτήτων μας. Ενδεικτικά, υπάρχουν τα γυαλιά (μόνο για κοντά, διπλεαστιακά, πολυεστιακά), οι φακοί επαφής (συνδυασμός φακών στα δύο μάτια ή πολυεστιακοί), καθώς και επεμβατικές λύσεις στην επιφάνεια (λέιζερ) ή στο εσωτερικό του ματιού.

«Όταν συζητάει κάποιος με τον οφθαλμίατρό του αυτές τις λύσεις, πρέπει να προσπαθούν μαζί να επιλέξουν αυτή που ταιριάζει καλύτερα στην προσωπικότητα, στον τρόπο ζωής, στη δουλειά που κάνει και η συζήτηση αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει και τα πιθανά προβλήματα που μπορεί να αναδειχθούν στην πορεία», τονίζει ο κ. Τσιλιμπάρης.

Ο προληπτικός έλεγχος, πέραν του ότι θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα της πρεσβυωπίας, έχει στόχο να εντοπιστούν και ορισμένα πολύ σημαντικά οφθαλμολογικά θέματα, τα οποία σε αυτή τη φάση μπορεί να αρχίσουν να υφίστανται χωρίς να γίνονται άμεσα αντιληπτά. Το πρώτο και πιο βασικό είναι το γλαύκωμα, δηλαδή η αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση, ένα αρκετά συνηθισμένο πρόβλημα, που δεν εμφανίζει συμπτώματα μέχρι να έχει προχωρήσει πολύ, οπότε και είναι ελάχιστα αυτά που μπορεί να κάνει κανείς για να το αναχαιτίσει.

Ένα δεύτερο «σιωπηρό» οφθαλμολογικό πρόβλημα που, αν εντοπιστεί έγκαιρα, μπορεί να αντιμετωπιστεί, είναι ο καταρράκτης. Αν και ο καταρράκτης (η θόλωση του φακού του ματιού) συνήθως εκδηλώνεται σε πολύ μεγαλύτερη ηλικία, μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την όραση και σε μικρότερες ηλικίες και γι᾿ αυτό είναι σημαντικό να το γνωρίζει κανείς. Τέλος, σε αυτή την ηλικιακή ομάδα οι οφθαλμίατροι αναζητούν το μικρό ποσοστό των ασθενών που μπορεί να έχουν ευρήματα συμβατά με διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, δηλαδή επιπτώσεις του διαβήτη στο εσωτερικό του ματιού.

Μετά τα 60

Ο συστηματικός προληπτικός έλεγχος σε αυτή την ηλικία διασφαλίζει ότι δεν υπάρχει ενδοφθάλμια πίεση, εξέλιξη του καταρράκτη, διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια ή ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας. Η ωχρά κηλίδα είναι πολύ κεντρικό σημείο στο εσωτερικό του ματιού και καθώς ο άνθρωπος μεγαλώνει αρχίζει να εμφανίζεται σαν δυνητικό πρόβλημα η ηλικιακή εκφύλισή της, κατάσταση που μπορεί να μειώσει την όραση. Ειδικότερες περιπτώσεις που απαιτούν συχνότερο και συστηματικότερο οφθαλμολογικό έλεγχο σε αυτή την ηλικία είναι ο σακχαρώδης διαβήτης και τα ρευματολογικά νοσήματα.

Η συνεχιζόμενη πανδημία της COVID-19 έχει επηρεάσει τη διαχείριση ασθενών με χρόνια προβλήματα όρασης, επισημαίνει ο κ. Τσιλιμπάρης, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να μην αναβάλλονται οι οφθαλμολογικές εξετάσεις ιδιαίτερα σε περιπτώσεις διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας, ηλικιακής εκφύλισης ωχράς (ιδιαίτερα αν κάποιος ακολουθεί θεραπεία με ενέσεις), οφθαλμικού τραυματισμού (έστω και μικρού), μείωσης της όρασης, καθώς και συμπτωμάτων όπως ερυθρότητα, πόνος και εκκρίσεις στα μάτια, αλλά και σε περίπτωση που κάποιος βλέπει λάμψεις, μυγάκια, συννεφάκια και σκοτεινά σημεία στο οπτικό του πεδίο.

Η αντιμετώπιση του στραβισμού

Ο στραβισμός αφορά κύριο λόγο στην παιδική ηλικία, είναι αρκετά εμφανής και γι᾿ αυτό οδηγεί τα παιδιά άμεσα στον γιατρό. Συνήθως το εντοπίζουν οι γονείς, αλλά αρκετές φορές θορυβούνται χωρίς πραγματικά να υπάρχει λόγος, κατάσταση που περιγράφεται από τους παιδιάτρους σαν ψευδοστραβισμός. Σε κάθε περίπτωση, αν μια μητέρα έχει την αίσθηση ότι τα μάτια του παιδιού δεν είναι ευθυγραμμισμένα, πρέπει να απευθυνθεί στον οφθαλμίατρο γιατί αν πράγματι υπάρχει στραβισμός και μείνει χωρίς θεραπεία, το μάτι που «φεύγει» γίνεται αμβλυωπικό, δηλαδή «τεμπελιάζει». Βασικό κομμάτι της θεραπείας είναι ο αποκλεισμός (το κλείσιμο) του καλού ματιού, εξαναγκάζοντας το μάτι που στραβίζει να «εργαστεί» περισσότερο. Είναι μια δύσκολη διαδικασία που απαιτεί προσήλωση, προσπάθεια και κουράγιο από την πλευρά των γονιών και του παιδιού. Είναι σημαντικό το κλείσιμο του «καλού» ματιού να γίνεται τηρώντας πιστά το πρόγραμμα που συνιστά ο οφθαλμίατρος, διαφορετικά, σε περίπτωση που εγκατασταθεί η αμβλυωπία, δεν αποκαθίσταται ποτέ.

Λέιζερ για τη μυωπία

Το λέιζερ μάς απαλλάσσει από τα γυαλιά, αλλά δεν είναι ριζική αντιμετώπιση, καθώς όσα «κουβαλάει» μαζί του το μυωπικό μάτι δεν αλλάζουν με την επέμβαση αυτή (όπως η προδιάθεση για ενδεχόμενα σοβαρά προβλήματα σαν την αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς, την αιμορραγία στην ωχρά κηλίδα κ.λπ.). Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι ένας άνθρωπος που διόρθωσε τη μυωπία του με λέιζερ δεν σταματά ποτέ τη συστηματική οφθαλμολογική παρακολούθηση.

Το θέμα δημοσιεύθηκε στο τεύχος ν.6 του περιοδικού ygeiamou που κυκλοφόρησε με το ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ στις 31/10