Περίπου 200.000 Έλληνες εκτιμάται ότι πάσχουν από άνοια, με 6 στους 10 να έχουν τη συχνότερη μορφή της, δηλαδή νόσο Αλτσχάιμερ. Η σταδιακή έκπτωση των νοητικών λειτουργιών που χαρακτηρίζει την άνοια και τους υποτύπους της (νόσος Αλτσχάιμερ, αγγειακή άνοια, άνοια με σωμάτια Lewy και μετωποκροταφική άνοια) αποτελεί ένα μείζον κοινωνικό ζήτημα καθώς επηρεάζει καταλυτικά τον ίδιο και το οικογενειακό περιβάλλον του ασθενή και συνεπάγεται ένα συχνά δυσβάσταχτο ετήσιο κόστος φροντίδας.

Παρά το γεγονός ότι, η άνοια έχει χαρακτηριστεί ως η πανδημία του 21ου αιώνα, παρατηρείται έλλειμα γνώσης και ενημέρωσης. Γι’ αυτό και φέτος, όπως εξηγεί στο ygeiamou.gr ο κύριος Ευάγγελος Κατσαρός, Νευρολόγος M.D*., η Παγκόσμια Ημέρα Νόσου Αλτσχάιμερ στις 21 Σεπτεμβρίου, είναι αφιερωμένη στη «δύναμη της γνώσης».

Ο κύριος Ευάγγελος Κατσαρός, Νευρολόγος M.D., EUROSYNAPSIS.gr

Σημαντικό κοινωνικό και οικονομικό κόστος
Στην Ελλάδα ο αριθμός των ασθενών με άνοια υπολογίζεται σε περίπου 200.000, με τις συνέπειες, ωστόσο, να επηρεάζουν πολύ μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων. Πρόκειται για πάθηση στην οποία η έκπτωση των νοητικών λειτουργιών κάνει τον ασθενή να χάνει τον έλεγχο του εαυτού του, με αποτέλεσμα να έχει ανάγκη αρκετών ανθρώπων -των φροντιστών- του άμεσου περιβάλλοντός του για να επιβιώσει.

«Είναι μια δύσκολη κατάσταση σε επίπεδο οικογένειας, που επιφέρει, όμως, σημαντικό κόστος και για την κοινωνία», αναφέρει ο κύριος Κατσαρός. Παγκοσμίως, οι ασθενείς με νόσο Αλτσχάιμερ υπολογίζονταν περίπου στα 55 εκατομμύρια για το 2019-2020 και αναμένεται να φτάσουν τα 78-80 εκατομμύρια το 2030, με το ετήσιο κόστος για τη φροντίδα τους να ανέρχεται σε 1,3 τρισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, ποσό που έως το 2030 θα φτάσει τα 2,8 τρισ. δολάρια ΗΠΑ.

Επικίνδυνος ο σύγχρονος τρόπος ζωής
Η νόσος Αλτσχάιμερ είναι ασθένεια της σύγχρονης κοινωνίας πλήττοντας κυρίως τις ανεπτυγμένες χώρες, αλλά με τον ρυθμό των περιστατικών στις αναπτυσσόμενες και μη ανεπτυγμένες χώρες να παρουσιάζει σταδιακή αύξηση. Σύμφωνα με τον κύριο Κατσαρό, αυτό οφείλεται στον τρόπο ζωής, μέσω του οποίου γίνονται εμφανείς και οι προδιαθεσικοί παράγοντες, όπως η μείωση της φυσικής άσκησης, η χρήση και κατάχρηση του αλκοόλ, το κάπνισμα, η ατμοσφαιρική ρύπανση, οι κακώσεις κεφαλής, η υπέρταση, ο διαβήτης, η παχυσαρκία, η κοινωνική αποστασιοποίηση, η κατάθλιψη, αλλά και η έκπτωση της ακοής.

«Τα άτομα με χρόνια κατάθλιψη έχουν περισσότερες πιθανότητες εκδήλωσης άνοιας, όπως και οι άνθρωποι που δεν ακούν καλά, εξαιτίας και ιατρικών λόγων αλλά κυρίως επειδή η απώλεια της ακοής συντελεί στην κοινωνική απομόνωση. Όλοι έχουμε συναντήσει ανθρώπους μεγάλης ηλικίας που σιγά σιγά χάνουν την ακοή τους αλλά αρνούνται να βάλουν ακουστικά για να διορθώσουν το πρόβλημα. Αυτοί είναι σαφώς πιο επιρρεπείς», εξηγεί ο ειδικός.

Εκτός, όμως, από τους προαναφερθέντες παράγοντες, που στο σύνολό τους είναι τροποποιήσιμοι, υπάρχουν και δύο ακόμη τους οποίους δε μπορεί να επηρεάσει: η ηλικία και τα γονίδια. «Μεγαλώνοντας και ειδικά πάνω από την ηλικία των 65 ετών σε γενικές γραμμές είναι πιο πιθανό να εμφανιστεί μια μορφή άνοιας. Το 5,4% των ασθενών με άνοια είναι άνω των 65 ετών, καθώς είναι πρόβλημα που αφορά την ηλικία. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι ένας ηλικιωμένος είναι ‘φυσικό’ να έχει άνοια. Δεν είναι το φυσικό αποτέλεσμα στην πορεία της ζωής ενός ανθρώπου, είναι μια νόσος, μια παθολογική κατάσταση», υπογραμμίζει ο κύριος Κατσαρός.

Τα συμπτώματα 
Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των μορφών άνοιας αφορούν στον τρόπο έναρξης και την πορεία της νόσου, με τον παρονομαστή, ωστόσο, να είναι κοινός. Η νόσος Αλτσχάιμερ χαρακτηρίζεται από προοδευτική έκπτωση των νοητικών λειτουργιών, της μνήμης, της σκέψης, της αντίληψης, του υπολογισμού, του περιεχομένου του λόγου, της ικανότητας μάθησης, της κριτικής ικανότητας. Ο ασθενής χάνει τη ικανότητα να φαντάζεται, να ονειρεύεται, έχει διαταραχή του συναισθήματος, δεν στεναχωριέται ούτε λυπάται. Όλα αυτά είναι κομμάτια που συνιστούν τη συμπτωματολογία και την κλινική έκφραση της νόσου.

Ένα από τα πρώτα σημάδια, ωστόσο, είναι η αίσθηση ότι το άτομο αρχίζει να ξεχνάει. «Είναι σημαντικό να πούμε ότι αυτό διαφοροποιείται ανάλογα με τις δυνατότητες του ανθρώπου, καθώς δεν έχουμε όλοι την ίδια μνήμη. Όλοι και σε κάθε ηλικία ξεχνάμε, αλλά διαφορετικά από το ‘ξεχνάω’ της άνοιας. Σε αυτή την περίπτωση ο ασθενής αισθάνεται ανεπαρκέστερος σε σχέση με πριν, ενώ μπορεί να παρουσιάζει και μια αλλαγή συμπεριφοράς που είναι πιο δύσκολο να γίνει αντιληπτή από το περιβάλλον», σημειώνει ο κύριος Κατσαρός.

Τονίζει, μάλιστα, πως όταν εκδηλώνεται αυτή η δυσκολία είναι καλό να τη λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη και να τον βοηθούμε να τη διερευνήσει. «Στις πρώτες κιόλας παρατηρήσεις πρέπει να κινητοποιηθούμε και να προστρέξουμε σε βοήθεια για διάγνωση και θεραπεία. Στην πλειοψηφία των περιστατικών, όμως, δεν το αντιλαμβάνεται ο ίδιος ο ασθενής αλλά το περιβάλλον, που σημαίνει ότι η νόσος έχει προχωρήσει περαιτέρω».

Έγκαιρη διάγνωση για καλύτερη ποιότητα ζωής
Ο έλεγχος και η διάγνωση της άνοιας και κατ’ επέκταση και της νόσου Αλτσχάιμερ γίνεται από τον νευρολόγο, που θα κάνει τη διερεύνηση με αξονική τομογραφία και νευροψυχολογικό έλεγχο. Με την πλήρη ανάλυση των δεδομένων γίνεται αντιληπτό το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η νόσος, ενώ λαμβάνεται υπόψη και το γενικότερο ιατρικό προφίλ του ασθενούς ώστε να δημιουργηθεί ένα πιο ολοκληρωμένο πλαίσιο αντιμετώπισης.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι άνοιες όλων των μορφών περιλαμβανομένης και της νόσου Αλτσχάιμερ είναι παθήσεις μη αντιστρεπτές και νευροεκφυλιστικές. «Υπάρχει, όμως, ένα ποσοστό ανθρώπων που αναπτύσσουν εικόνα άνοιας, τη λεγόμενη ψευδοάνοια, η οποία παρατηρείται με αφορμή κάποιες παθήσεις του θυρεοειδούς αδένα. Οπότε είναι πολύ σημαντικό στο πλαίσιο της διερεύνησης, ο νευρολόγος να κάνει και έλεγχο του θυρεοειδούς γιατί είναι η μόνη περίπτωση να εμφανίσει κάποιος κάτι σαν άνοια και να είναι αντιστρεπτή. Θα διαμορφωθεί η θεραπεία για τον θυρεοειδή και θα συνέλθει παράλληλα και ο ψυχισμός του ασθενή», εξηγεί ο κύριος Κατσαρός.

Σημαντικό ρόλο παίζει η έγκαιρη διάγνωση, που θα οδηγήσει στην έγκαιρη θεραπεία και στην επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου, με το κέρδος χρόνου να είναι σημαντικό για την ποιότητα ζωής του ανθρώπου. Αν η διάγνωση γίνει στα πρώιμα στάδια της νόσου, αναφέρει ο ειδικός, ο ασθενής θα ζήσει περισσότερα χρόνια με την ποιότητα που είχε περίπου πριν νοσήσει.

Φάρμακα και νοητική ενδυνάμωση
Η θεραπεία των ασθενών με νόσο Αλτσχάιμερ χωρίζεται σε δύο σκέλη, το φαρμακευτικό και αυτό της νοητικής ενδυνάμωσης. Στην πρώτη κατηγορία, υπάρχουν αποτελεσματικά φάρμακα για την αντιμετώπιση της νόσου που χρησιμοποιούνται στην καθημερινή κλινική πράξη και προσφέρουν τη δυνατότητα σημαντικής επιβράδυνσης της εξέλιξης. Οι μη φαρμακευτικές θεραπείες, όμως, θεωρούνται απαραίτητο συμπλήρωμα της φαρμακευτικής και όχι εναλλακτικές.

«Της διάγνωσης πρέπει να ακολουθήσουν άμεσα και ταυτόχρονα και τα δύο σκέλη της θεραπευτικής αντιμετώπισης, διότι η μη φαρμακευτική ανεβάζει θεαματικά το αποτέλεσμα της φαρμακευτικής αγωγής. Η νοητική ενδυνάμωση γίνεται σε ειδικούς χώρους -τα Κέντρα Ημέρας- από ειδικούς ψυχολόγους και φροντιστές με ομαδικές δραστηριότητες που σε κάποιο βαθμό μπορεί και να εξατομικεύονται ανάλογα με τις δυνατότητες του ανθρώπινου δυναμικού», εξηγεί ο κύριος Κατσαρός.

Γεγονός είναι, πάντως, πως στην Ελλάδα υπάρχει μεγάλη ανάγκη για οργανωμένη εκπαίδευση των φροντιστών, με τον ειδικό να εκφράζει την ελπίδα ότι με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα για τη Νόσο Αλτσχάιμερ θα κινητοποιηθούν οι κρατικοί φορείς και θα οργανωθούν περισσότερα σεμινάρια για φροντιστές.

Την ίδια στιγμή, υπάρχει μεγάλη αισιοδοξία για την αποτελεσματικότερη φαρμακευτική αντιμετώπιση των διαφορετικών μορφών άνοιας και ειδικά για τη νόσο Αλτσχάιμερ, λόγω της εκτενούς και σημαντικής έρευνας που πραγματοποιείται παγκοσμίως για την ανεύρεση ριζικής θεραπείας. «Ευελπιστούμε ότι στο εγγύς μέλλον θα έχουμε φαρμακευτικές παρεμβάσεις πολύ αποτελεσματικότερες από αυτές που έχουμε σήμερα», καταλήγει ο κύριος Κατσαρός.

* Ο κ. Ευάγγελος Κατσαρός Μ.D. είναι Διευθυντής Νευρολόγος στο METROPOLITAN HOSPITAL από το 2005 και επικεφαλής της επιστημονικής ομάδας του Ιατρείου Μνήμης του νοσοκομείου.