Πλήθος ερευνών έχει καταλήξει ότι οι σωματικοί πόνοι που βιώνουμε καθημερινά όπως στη μέση ή τον αυχένα, αλλά και οι κεφαλαλγίες ή η ψυχολογική δυσφορία επηρεάζουν την ικανότητά μας να σκεφτόμαστε.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, οι προαναφερθείσες καταστάσεις επηρεάζουν αρνητικά τη μνήμη εργασίας (ή λειτουργική μνήμη), τη βραχυπρόθεσμη δηλαδή μνήμη που ευθύνεται για την αποθήκευση και διαχείριση νέων πληροφοριών ώστε να μπορούμε να διεκπεραιώνουμε πολύπλοκες γνωστικές εργασίες. Εντούτοις, οι μηχανισμοί πίσω από αυτή τη σχέση παρέμεναν ομιχλώδεις.
Μια νέα μελέτη από το Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Μαϊάμι, η οποία δημοσιεύεται στο Neuropsychologia, έρχεται να καλύψει το κενό, παρουσιάζοντας όσα συμβαίνουν στον εγκέφαλο σε περιόδους άλγους ή δυσφορίας ακόμη και σε υγιείς ανθρώπους.
Όπως διαπιστώθηκε από τα στοιχεία 228 συμμετεχόντων (σε σύνολο 416) που ανέφεραν κάποιου είδους πόνο σε διάστημα επτά ημερών πριν τη μελέτη, υπήρχε μια αντιστρόφως ανάλογη σχέση μεταξύ πόνου και μνήμης εργασίας: η αύξηση της έντασης του πρώτου συνοδευόταν από μείωση στην απόδοση της δεύτερης.
Επιπλέον, σημειώθηκε μια ακόμη έμμεση σχέση μεταξύ μεγαλύτερου πόνου και ασθενέστερης λειτουργικής μνήμης, μέσω της αυξημένης δραστηριότητας σε μια συγκεκριμένη περιοχή στο κέντρο του μετωπιαίου φλοιού, τον μεσοκοιλιακό προμετωπιαίο φλοιό (vmPFC). Πρόκειται για μια περιοχή του εγκεφάλου που εμπλέκεται στον πόνο, τη συναισθηματική δυσφορία και τη γνωστική λειτουργία, της οποίας η σύνδεση με τον καθημερινά βιωμένο πόνο έχει επιβεβαιωθεί και από παλαιότερες έρευνες.
Η απόδοση της λειτουργικής μνήμης των συμμετεχόντων ελέγχθηκε με τη δοκιμασία μνήμης εργασίας N-Back, κατά την οποία οι δοκιμαζόμενοι καλούνται να κρίνουν για κάθε τρέχον οπτικό ερέθισμα στην οθόνη εάν είναι το ίδιο με αυτό που είδαν Ν δοκιμές νωρίτερα. Όσο μεγαλύτερος ο αριθμός Ν (περισσότερες οθόνες πίσω) τόσο μεγαλύτερη και η μνήμη εργασίας που απαιτείται.
Βασικό εργαλείο για την έρευνα αποτέλεσε η χρήση της μοντελοποίησης δομικής εξίσωσης, μιας στατιστικής τεχνικής κατάλληλης για περιπτώσεις πολύπλοκων σχέσεων μεταξύ πολλαπλών μεταβλητών, με το οποίο μελετήθηκαν οι εγκεφαλικές απεικονίσεις καθώς και τα αυτοαναφερόμενα στοιχεία των συμμετεχόντων στο Human Connectome Project (HCP), ένα πρόγραμμα ευρείας κλίμακας που στοχεύει στην κατασκευή ενός «χάρτη» όλων των δομικών και λειτουργικών συνάψεων στον υγιή ανθρώπινο εγκεφάλο.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα, οι ερευνητές ανέφεραν την έκπληξή τους όταν ανακάλυψαν πως η λειτουργία στον μεσοκοιλιακό προμετωπιαίο φλοιό κατά τη δοκιμασία N-Back των συμμετεχόντων που είχαν αναφέρει πόνο προσιδίαζε περισσότερο σε αυτήν των ασθενών με χρόνιους πόνους, παρά στων υγιών συμμετεχόντων που υποβλήθηκαν σε τεχνητό πόνο εργαστηριακά.
Τέλος, συναισθήματα όπως θυμός, φόβος ή υποκειμενικό στρες δεν έδειξαν να σχετίζονται με την απόδοση της λειτουργίας μνήμης.
Η ερευνητική ομάδα τόνισε τη σημασία αξιοποίησης δεδομένων από τη μεγάλη βάση του προγράμματος HCP, η οποία προσφέρει σημαντικό πλεονέκτημα έναντι τυπικών μελετών που ερείδονται σε περιορισμένες συνήθως λόγω κόστους εγκεφαλικές απεικονίσεις.
Μέλη της αποτέλεσαν οι διδάκτορες Steven Anderson, Joanna Witkin, και Taylor Bolt από το Πανεπιστήμιο υου Μαϊάμι με τις επιβλέπουσες καθηγήτριες Elizabeth Losin, διευθύντρια του Εργαστηρίου Κοινωνικής και Πολιτισμικής Νευροεπιστήμης του Πανεπιστημίου, Maria Llabre, καθηγήτρια και Αντιπρόεδρο του Τμήματος Ψυχολογίας και Claire Ashton-James, Επίκουρη Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ.
Διαβάστε ακόμη:
Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης: Ο ρόλος της διατροφής στην αντιμετώπισή του
Το αντικαρκινικό βότανο που καταπολεμά τη φλεγμονή και τονώνει την μνήμη
Βιντεοπαιχνίδια: Έχουν και την καλή τους πλευρά – Και είναι σημαντική για τη μνήμη