Η χρήση της μάσκας δεν αποτέλεσε εξαρχής μια σταθερά στην αντιμετώπιση του κορωνοϊού. Η επέκταση του μέτρου και ο υποχρεωτικός της χαρακτήρας, επαναπροσδιόρισαν τον τρόπο ζωής και έθεσαν την καθημερινότητα σε νέες βάσεις. Προστριβές, αντιδράσεις, άρνηση και δυσκολία… Πώς εξηγούνται και πώς αντιμετωπίζονται;
Καλοκαίρι στην Αθήνα. Ενα ταξί σταματά, από μέσα κατεβαίνει μια γυναίκα με μάσκα και πλαστικά γάντια, ευχαριστεί τον οδηγό και κατευθύνεται προς τους οικείους που περιμένουν να την υποδεχτούν. Υποθετικά χαμογελούν -κάτι μαρτυρούν τα μάτια-, η μάσκα σταθερά στο πρόσωπο και τηρούνται αποστάσεις. Εχει μόλις γυρίσει από το εξωτερικό, στο μέσο μιας πρωτόγνωρης πανδημίας που προκάλεσε ο SARS-CoV-2.
Τέλη Ιουλίου, η υποχρεωτική χρήση μάσκας επεκτείνεται από τα μέσα μεταφοράς και τα σούπερ μάρκετ στα καταστήματα λιανικής και τροφίμων, σε καταστήματα ΔΕΚΟ, σε κέντρα αισθητικής και κομμωτήρια. Στα μέσα του Σεπτέμβρη, με την πληρότητα των ΜΕΘ να αγγίζει το 60%, η μάσκα γίνεται υποχρεωτική σε ψυχαγωγικές εκδηλώσεις, σε όλους τους κλειστούς χώρους εργασίας, στους εξωτερικούς χώρους που δεν μπορεί να τηρηθεί η απόσταση τουλάχιστον 1,5 μέτρου. Η μάσκα γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας.
«Τη θεωρώ ένα μαχαίρι με δύο όψεις», δηλώνει εκείνες τις ημέρες ο κ. Σωτήρης Τσιόδρας, καθηγητής Λοιμωξιολογίας και επικεφαλής της ομάδας για την αντιμετώπιση της επιδημίας του κορωνοϊού στη χώρα, προσθέτοντας πως από τη μια μας προστατεύει αλλά από την άλλη είναι ένα αναγκαίο κακό που πρέπει «να χρησιμοποιήσουμε σαν ένα δικό μας προσωπικό απαγορευτικό, ένα προσωπικό lockdown».
Το χρονικό της μάσκας αγκάθι για την προσαρμογή
«Οι μάσκες που χαμογελούν όπως αυτοί που αγαπάς» είναι το μήνυμα της τελευταίας ενημερωτικής καμπάνιας της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας για τα παιδιά. Το χαμόγελο, ωστόσο, δεν συνυφαίνεται εύκολα με τη χρήση της μάσκας. «Η εικόνα που είχαμε ανέκαθεν για τις μάσκες δεν βοηθά», εξηγεί η κυρία Γεωργία-Χριστίνα Κανελλοπούλου, Ψυχολόγος και Οικογενειακή Σύμβουλος, αναφερόμενη στα αρνητικά φορτισμένα σημαινόμενα της μάσκας όπως ασθένειες, γιατροί ή νοσοκομεία. «Εχει να κάνει με τη μνήμη, με το πώς έχουμε αποτυπώσει τη χρησιμότητα αυτού του αντικειμένου».
Εντούτοις, η αντίδραση στο πλέον αποτελεσματικό διαθέσιμο εργαλείο προφύλαξης από τον νέο κορωνοϊό δεν θεμελιώνεται μόνο στο συμβολικό επίπεδο. Αφ ης στιγμής ανακοινώθηκε ως καθολικό μέσο προστασίας, ξεκίνησε ένας αδιάκοπος αντίλογος για το κόστος, την αποτελεσματικότητα ή και τους κινδύνους που συνεπάγεται η χρήση της. Δικαιολογεί το χρονικό του μέτρου τις όποιες ενστάσεις;
Από την αποτροπή της ως υπερβολή στην απλή σύσταση και τον υποχρεωτικό της χαρακτήρα σήμερα, η χρήση της μάσκας δεν αποτέλεσε εξαρχής μια σταθερά στην αντιμετώπιση του νέου κορωνοϊού. Οι οδηγίες από τις επίσημες υγειονομικές υπηρεσίες και την επιστημονική κοινότητα προσαρμόζονταν στα νέα δεδομένα που προέκυπταν συνεχώς από τις μελέτες και τις επίσημες κατευθύνσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
Τον Φεβρουάριο του 2020, όταν ο αριθμός των νεκρών δεν είχε καν αγγίξει τους 800 παγκοσμίως και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας επισήμαινε τη χρόνια έλλειψη σε ιατρικό εξοπλισμό, ο κ. Τσιόδρας έκανε λόγο για την ελληνική επιδημία της χρήσης μάσκας, μολονότι η καλή υγιεινή των χεριών και η κοινωνική απόσταση αποτελούσαν επαρκή μέτρα. «Οι υγιείς δεν πρέπει να φορούν μάσκα, τονίζουν οι αρμόδιες υγειονομικές αρχές» ήταν τότε η οδηγία του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου.
Ο τρόπος που εξελίσσεται η επιστημονική γνώση, μέσα από συνεχείς ανατροπές και επιβεβαιώσεις, αποτέλεσε στην εποχή της COVID-19 ένα επιχείρημα που θα επικαλούνταν τακτικά οι αρνητές του ιού.
Η προσπάθεια μετατροπής του αντίλογου σε διάλογο αποτέλεσε επίσημη στρατηγική των αρμόδιων αρχών.Tο πρόβλημα του κόστους της μάσκας θα έλυναν οι αυτοσχέδιες, για την κατασκευή των οποίων υπήρξε τηλεοπτικό ενημερωτικό σποτ∙ τα συνεχώς επικαιροποιημένα επιστημονικά στοιχεία για την αποτελεσματικότητά της αναφέρονταν στις επίσημες ενημερώσεις του Υπουργείου Υγείας και τέλος, όταν κορυφώθηκαν οι θεωρίες περί κινδύνου για την αναπνοή και την υγεία των πνευμόνων, η Ελληνική Πνευμονολογική Εταιρεία διέψευσε τις φήμες προβαίνοντας σε κατατοπιστική ανακοίνωση.
«Υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που αρνούνται να φορέσουν τη μάσκα. Θα προτιμήσουν την τηλεργασία ή ακόμη και τις online αγορές παρά αυτό», σημειώνει η κυρία Κανελλοπούλου. Οι αρνητές της μάσκας -και του ίδιου του ιού ακόμα- ήταν φυσική συνέπεια.
Αρνητές και υπέρμαχοι: Η μάσκα αιτία διχασμού
Ο Γερμανός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Γκέοργκ Σίμελ στο δοκίμιό του για τη μόδα γράφει πως «όποιος συνειδητά ντύνεται και φέρεται με ντεμοντέ τρόπο πετυχαίνει το συναφές με αυτόν αίσθημα εξατομίκευσης […] μέσω της άρνησης του κοινωνικού παραδείγματος». Αυτή η μη ανάγκη κοινωνικής ευθυγράμμισης εντοπίζεται και στην άρνηση χρήσης μάσκας.«Tο αίσθημα του ανήκειν στο κοινωνικό σύνολο χάνεται και το διαδέχονται το στίγμα αλλά και ο ναρκισσισμός, ένα αίσθημα ανωτερότητας», εξηγεί η κυρία Κανελλοπούλου, συμπληρώνοντας πως από τον Ιούλιο στο 50% των συνεδριών με θεραπευόμενούς της τίθενται προς συζήτηση τα δίπολα ευθύνης – ανευθυνότητας και ανοχής – μη ανοχής για όσους φορούν μάσκα.
Σχετικά πρόσφατα τα επεισόδια ανάμεσα σε υπέρμαχους και αρνητές της μάσκας εισχώρησαν στη σφαίρα της βίας: γονείς ξυλοκοπούν καθηγητές ή διευθυντές επειδή υπέδειξαν στα παιδιά τους να φορέσουν μάσκα, επιβάτες δίχως μάσκα σε αστικά λεωφορεία εκφοβίζουν είτε βιαιοπραγούν εις βάρος όσων τους κάνουν παρατήρηση.
Το προφίλ των αρνητών: άτομα οξύθυμα, με έντονο το αίσθημα ανεξαρτησίας και ελευθερίας, αδύναμα στις κοινωνικές και διαπροσωπικές σχέσεις που συνδέονται δύσκολα. Στα παραπάνω χαρακτηριστικά που απαριθμεί η κυρία Κανελλοπούλου προσθέτει μια ενδιαφέρουσα διαπίστωση μέσα από τα στοιχεία των θεραπευομένων της: «όσοι επιλέγουν να προστατευτούν έναντι του ιού έχουν περισσότερες κοινωνικές σχέσεις συγκριτικά με όσους το αποφεύγουν, οι οποίοι βιώνουν συχνά μοναξιά, απουσία ερωτικών σχέσεων, δεν έχουν κίνητρο να προφυλαχθούν, αδιαφορούν για την ενδεχόμενη κριτική ή την πιθανότητα να νοσήσουν».
Εντούτοις, η σχετική βία και επιθετικότητα, σημειώνει, προκύπτει από το αίσθημα ευθύνης για την πρωτόγνωρη εμπειρία της πανδημίας: δεν ξέρουμε πώς να το αντιμετωπίσουμε άρα δεν φταίμε. «Αυτός που θα βγάλει τη μάσκα ενώ όλοι πρέπει να τη φοράμε νιώθει μόνος και οργίζεται». Επιπλέον, οι άνθρωποι είναι ανυπόμονοι και θέλουν να γνωρίζουν πως κάτι έχει αρχή, μέση και τέλος, πως θα έχει αποτέλεσμα. Η μάσκα δεν εγγυάται τη λήξη της πανδημίας και προκαλεί εκνευρισμό. Οι εκρήξεις θυμού, δε, όχι σπάνια, πυροδοτούνται από οικογενειακά ή οικονομικά προβλήματα, τα οποία η νέα κατάσταση μεγέθυνε σημαντικά.
Κάπου στο πλήθος των αρνητών και οι λάτρεις των θεωριών συνωμοσίας («στις μάσκες κρύβονται μικροτσίπ παρακολούθησης»). «Επαναπαυμένοι στις εύκολες εξηγήσεις, απολαμβάνουν την ψευδαίσθηση ελέγχου που τους προσφέρει η συνωμοσιολογία», εξηγεί η κυρία Κανελλοπούλου.
Μάσκα για ασπίδα, όπλο η υπομονή
Η επέκταση του μέτρου της μάσκας, όπως και ο υποχρεωτικός της χαρακτήρας, έφερε στην επιφάνεια πρωτόγνωρα και ουσιαστικά προβλήματα: αποτυπώθηκαν στα αναψοκοκκινισμένα και ιδρωμένα πρόσωπα των εργαζομένων της εστίασης τις ημέρες του θέρους, στα ασθμαίνοντα πρόσωπα των υπαλλήλων σε κομμωτήρια κατά τη χρήση του σεσουάρ, στους μαθητές του Δημοτικού που αντάλλασσαν μάσκες Batman και SpiderMan στα διαλείμματα.. Και διατυπώθηκαν με ενάργεια από ανθρώπους που βρέθηκαν παραγκωνισμένοι: τον Απρίλιο, με επιστολή της στον πρωθυπουργό αλλά και υπουργούς, η Ομοσπονδία Κωφών Ελλάδος ζήτησε τη μέριμνα για διανομή διάφανων μασκών, ικανών να προσφέρουν πρόσβαση σε κωφούς και βαρήκοους πολίτες που στηρίζονται στη χειλεανάγνωση, αίτημα που επανέλαβε κατά το άνοιγμα των σχολείων για τους μαθητές με προβλήματα ακοής.
Εντούτοις, στην καινούρια ζωή βαδίζουμε όλοι μαζί. «Δεν είπε κανείς πως η προσαρμογή στα νέα δεδομένα θα είναι εύκολη», αναφέρει η κυρία Κανελλοπούλου. «Τα θετικά νέα είναι πως ο ανθρώπινος εγκέφαλος χαρακτηρίζεται από ευπλαστότητα και ευελιξία. Οι άνθρωποι προσαρμοζόμαστε αν υπάρχει θέληση και κίνητρο. Μια συνήθεια γίνεται πραγματικότητα και πιο εύκολη, ερευνητικά αποδεδειγμένα, μέσα σε 21 μέρες. Θεωρητικά, λοιπόν, θα έπρεπε να έχουμε συνηθίσει τη χρήση μάσκας. Η αντίστασή μας έγκειται στο πόσο φροντίζουμε και προστατεύουμε τον εαυτό μας αλλά και τους γύρω μας».
Εχει θέση το θετικό πρόσημο στη νέα κανονικότητα; Σύμφωνα με την κυρία Κανελλοπούλου «μαθαίνουμε να φροντίζουμε την υγεία μας, γινόμαστε ψυχικά ανθεκτικοί σε δύσκολες καταστάσεις. Συνεργαζόμαστε για το κοινό και ατομικό καλό, βρίσκουμε νέους κώδικες επικοινωνίας πέρα από τη λεκτική, προσπαθούμε να συνδεθούμε με όποιον τρόπο. Γιατί, στο τέλος, αυτό που μένει είναι η ανάγκη μας για σύνδεση, η ανάγκη του ανήκειν».
Σχολείο: Tο νέο πεδίο μάχης
Η έναρξη της σχολικής χρονιάς με την υποχρεωτική χρήση μάσκας για τους μαθητές ήταν το νέο casus belli. Αρνητές και αμφισβητίες της μάσκας απασφαλίζουν: με κεντρικό σύνθημα «Κάτω τα χέρια απ’ τα παιδιά μας» ξεχύνονται στους δρόμους, ποδοπατούν και καίνε μάσκες, φορούν συμβολικά μάσκες προβάτων για να σαρκάσουν όσους συμμορφώνονται με τις οδηγίες της Πολιτείας. Ο πρόεδρος της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδας, Θανάσης Κικινής, καταγγέλλει τις απειλητικές επιστολές που λαμβάνει το διδακτικό προσωπικό. Στις 18/8 η κλειστή ομάδα Facebook «Κανένα παιδί με μάσκα στο σχολείο» κάνει την παρθενική της εμφάνιση. Δύο ημέρες αργότερα, απαριθμεί 16.202 μέλη και η Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος αναλαμβάνει δράση.
Τα γεγονότα είναι πρωτόγνωρα, μα η πανδημία αφήνει ήδη το αποτύπωμά της. Σύμφωνα με έκθεση της UNICEF, το 1/3 των μαθητών στον κόσμο, περί τα 463 εκατομμύρια παιδιά, στερήθηκε εξ ολοκλήρου την εκπαίδευση με το κλείσιμο των σχολείων λόγω αδυναμίας τηλεκπαίδευσης. Η μάσκα, το πλύσιμο των χεριών και οι αποστάσεις γίνονται τα εργαλεία που θα εξασφαλίσουν την όσο το δυνατόν εύρυθμη λειτουργία των σχολείων και την ασφάλεια των μαθητών.
«Οι ανήλικοι χρειάζεται να γνωρίζουν τι ακριβώς συμβαίνει και ανάλογα την ηλικία του παιδιού να εκφράζουμε την αλήθεια», εξηγεί η κυρία Κανελλοπούλου, επισημαίνοντας, αφενός, την ανάγκη τα παιδιά να κατανοήσουν τους λόγους που πρέπει να φορούν τη μάσκα και, από την άλλη, «να ακούμε τα αισθήματα, τους φόβους, τις απορίες τους».
*Με τη συνεργασία της Γεωργίας Χριστίνας Κανελλοπούλου, Ψυχολόγου, Οικογενειακής Συμβούλου
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ygeiamou που κυκλοφόρησε με το ΘΕΜΑ της Κυριακής 8/11