Το κάθε άτομο με διαβήτη από τα 463 εκατομμύρια στον πλανήτη, είναι μοναδικό με τον δικό του τρόπο ζωής, τις δικές του συνήθειες, τη δική του γενική κατάσταση υγείας, γεγονός που καθιστά τις ανάγκες διαχείρισης της νόσου εξατομικευμένες για το καθένα. Όπως το κάθε άτομο είναι ξεχωριστό, αντίστοιχα ξεχωριστή πρέπει να είναι και η διαχείριση του διαβήτη του για καλύτερη γλυκαιμική ρύθμιση και εξασφάλιση καλής ποιότητας ζωής σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.[1]
Ένα εργαλείο που χρησιμοποιούμε συχνά για να αντιληφθούμε το επίπεδο ρύθμισης του διαβήτη είναι η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη. Η μέτρηση αυτή μας δίνει μια αδρή εικόνα της μέσης τιμής του σακχάρου του ατόμου με διαβήτη για το προηγούμενο τρίμηνο. Έτσι, μια τιμή 7.0% αντιστοιχεί σε μέσο σάκχαρο τριμήνου περίπου 154 mg/dL. H μέτρηση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης, όμως, έχει πολλές δυσκολίες και ιδιαιτερότητες στη μέτρησή της γι’ αυτό πρέπει πάντα να συγκρίνεται και με τις τιμές αυτομέτρησης του σακχάρου στο σπίτι.
Πολλοί ρωτάνε ποιες είναι οι φυσιολογικές τιμές γλυκοζυλιωμένης ή ποια γλυκοζυλιωμένη είναι καλή για εμένα. Ξεκαθαρίζουμε, λοιπόν, εδώ ότι οι φυσιολογικές τιμές της μέτρησης αυτής είναι κάτι τελείως διαφορετικό από τον προσωπικό στόχο ρύθμισης για το άτομο με διαβήτη.
Αρχικά, οι «φυσιολογικές» τιμές της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης για τον γενικό πληθυσμό που δεν πάσχει (ή δεν το ξέρει) από διαβήτη είναι κάτω από 5.6% (εφόσον έχει μετρηθεί με τη σωστή μέθοδο σε πιστοποιημένο εργαστήριο). Τιμές 5.7% έως 6.4% συνήθως υποδεικνύουν την ύπαρξη προδιαβήτη ενώ τιμές από 6.5% και άνω είναι δηλωτικές πιθανής ύπαρξης διαβήτη.
Όταν, όμως, μιλάμε για άτομα με διαγνωσμένο διαβήτη, τότε έχουμε εξατομικευμένους στόχους γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης, ώστε να τα χαρακτηρίσουμε ως «ρυθμισμένα» ή «αρρύθμιστα». Υπάρχει ο γενικός στόχος κάτω από 7.0%, αλλά αυτός γίνεται πιο αυστηρός ή πιο χαλαρός αναλόγως του ατόμου που έχουμε κάθε φορά απέναντι μας. Έτσι, λοιπόν, ένα νέο άτομο με πρόσφατη διάγνωση διαβήτη χωρίς συνοσηρότητες και μεγάλο προσδόκιμο επιβίωσης έχει στόχο γλυκοζυλιωμένης κάτω από 6.5%, και μάλιστα όσο πιο κάτω γίνεται, στοχεύοντας στην τέλεια ευγλυκαιμία. Σε εφήβους συνήθως ο στόχος είναι κάτω του 7.5%. Σε ηλικιωμένους (άνω των 65 ετών) ο στόχος εξατομικεύεται σε κάτω του 7.5% ή 8.0% ή 8.5% αναλόγως του επιπέδου υγείας του (από υγιείς χωρίς σημαντικές συνοσηρότητες μέχρι αυτούς με πτωχή υγεία, σημαντικές συνοσηρότητες και σοβαρή γνωσιακή διαταραχή).
Αυτό το γενικό πλαίσιο αναθεωρήθηκε τα τελευταία δύο χρόνια μετά την κοινή δήλωση της Αμερικανικής και Ευρωπαϊκής Διαβητολογικής Εταιρείας (consensus report 2018, updated 2019), όπου αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο η ανάγκη εξατομίκευσης της φαρμακευτικής αγωγής π.χ. ανάλογα με την παρουσία ή όχι συνοσηροτήτων, αυτή τη φορά και πέρα από το επίπεδο ρύθμισης της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης.
Όπως, λοιπόν, το κάθε άτομο είναι μοναδικό, αντίστοιχα μοναδικός είναι και ο στόχος της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης του και το μονοπάτι που θα ακολουθήσουμε για να τον επιτύχουμε. Το άτομο με διαβήτη με το ιστορικό του και τις προσωπικές του προτιμήσεις μπαίνει στο επίκεντρο των αποφάσεων, στοχεύοντας σε μια καλή και μακρά ζωή μακριά από τις επιπλοκές του διαβήτη. [2,3]
Στη Sanofi, πιστεύουμε ότι η φροντίδα της υγείας πρέπει να είναι τόσο μοναδική όσο εσύ. Με εκπαιδευτικά προγράμματα, καινοτόμες και ολοκληρωμένες θεραπευτικές λύσεις, στοχεύουμε στο να στηρίζουμε τους ασθενείς προσφέροντας εξατομικευμένες λύσεις φροντίδας για όλους όσους ζουν με διαβήτη.
Στη Sanofi, πιστεύουμε στον ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΤΥΠΟ!
Πηγές:
1. Κατευθυντήριες οδηγίες για τη διαχείριση του διαβητικού ασθενή, Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία, 2020, https://drive.google.com/file/d/1L-zjpv1cYIWlItTDvlW_ljZR4q7esZkx/view ,last accessed 21/10/2020
2. Standards of Medical Care in Diabetes 2020, American Diabetes Association, Diabetes Care, Volume 43, supplement 1, January 2020
3. 2019 update to: Management of hyperglycaemia in type 2 diabetes, 2018. A consensus report by the American Diabetes Association (ADA) and the European Association for the Study of Diabetes (EASD), Diabetologia 2020 volume 63, pages 221–228