Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO), το εργασιακό περιβάλλον μπορεί να αποτελεί μια θετική επιρροή για την ψυχική υγεία, η πραγματικότητα, όμως, τείνει να είναι διαφορετική.
Πολλοί εργαζόμενοι εκτίθενται σε περιβάλλοντα που καταστρέφουν την ψυχολογία τους, προκαλώντας ένα αναπόφευκτο burn out (εργασιακή εξουθένωση). Καθώς, λοιπόν, η φύση της εργασίας αλλάζει, λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων, της εργασιακής ανασφάλειας και των ασαφών ωραρίων εργασίας, οι ψυχολογικές βλάβες είναι πολύ πιθανό να αυξηθούν.
Ανά περιόδους διάφορες «πρωτοβουλίες υγείας» απευθύνονται σε εργαζόμενους που υποφέρουν από το στρες, οι οποίες, όμως παρά τη δημοτικότητά τους, πολλές φορές οδηγούν απλώς σε παράταση της παραμονής ενός ατόμου σε ένα τοξικό και καταστρεπτικό περιβάλλον.
Δημιουργώντας το Βαρόμετρο Εργασιακού Περιβάλλοντος της Νέας Ζηλανδίας (NZWB), οι επιστήμονες προσπάθησαν να κατανοήσουν τις ψυχοκοινωνικές αιτίες των κινδύνων -δηλαδή των παραγόντων που περιλαμβάνουν τις ψυχικές, συναισθηματικές, κοινωνικές και πνευματικές προεκτάσεις της υγείας. Βρήκαν, λοιπόν, ότι περισσότεροι από το 1/4 των εργαζομένων βιώνουν κατάθλιψη, με το κλίμα ισχυρής ψυχολογικής ασφάλειας να αποτελεί τον πιο αποτελεσματικό τρόπο διαχείρισης της ψυχικής υγείας στο χώρο εργασίας.
Πού χρησιμεύει το βαρόμετρο εργασιακού περιβάλλοντος
Οι παράγοντες ψυχοκοινωνικού κινδύνου περιλαμβάνουν πτυχές του σχεδιασμού, της οργάνωσης και της διαχείρισης της δουλειάς, όπως επίσης και των εργασιακών σχέσεων, με ενδείξεις του NZWB να υποστηρίζουν ότι οι παράγοντες αυτοί αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο αρνητικών ψυχολογικών, σωματικών ή κοινωνικών συνεπειών, όπως το στρες λόγω δουλειάς, το burn out και η κατάθλιψη.
Βασικός, λοιπόν, στόχος του Βαρόμετρου που σχεδιάστηκε στη Νέα Ζηλανδία είναι να προσφέρει πληροφορίες για την επικράτηση, τη φύση και τις συνέπειες των ψυχοκοινωνικών παραγόντων κινδύνου στο εργασιακό περιβάλλον της χώρας, έτσι ώστε οι επιχειρήσεις να βελτιώσουν την υγεία των εργαζομένων «χτυπώντας» το πρόβλημα στη ρίζα του.
Επιπλέον, οι ιθύνοντες της εργασίας αυτής δουλεύουν στενά με τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις προσφέροντας ατομικές αναφορές ελέγχου της απόδοσής τους και σημεία αναφοράς σε σχέση με τον ανταγωνισμό. Παρέχουν, επίσης, συμβουλές για τη βελτίωση του προφίλ κινδύνου των εταιρειών. Η προσέγγιση αυτή έχει, μάλιστα, κινητοποιήσει προληπτικές δράσεις και την περίληψη των ψυχοκοινωνικών κινδύνων στις στρατηγικές και τις πρωτοβουλίες για την υγεία και την ασφάλεια στο εργασιακό περιβάλλον.
Σημαντικά ευρήματα ήδη από τον πρώτο χρόνο
Το NZWB υποστηρίζεται από τη θεωρία του κλίματος ψυχοκοινωνικής ασφάλειας, η οποία αντικατοπτρίζει την αντιστοιχία ανάμεσα στο έμπρακτο ενδιαφέρον των επικεφαλής των εταιρειών για την ψυχολογική υγεία των εργαζομένων έναντι της παραγωγικότητάς τους και αποτελεί ισχυρό παράγοντα πρόβλεψης ασθενειών που σχετίζονται με το άγχος.
Τα ευρήματα του NZWB κατά την πρώτη χρονιά συγκέντρωσης δεδομένων προέκυψαν από ένα δείγμα 25 επιχειρήσεων και 1.409 εργαζομένων. Σύμφωνα με αυτά, η ψυχική υγεία στο εργασιακό περιβάλλον είχε ισχυρή επίδραση στη ζωή των συμμετεχόντων, με περισσότερους από το 1/4 να νιώθουν θλιμμένοι τον περισσότερο χρόνο και τους μισούς να δηλώνουν ότι η θλίψη αυτή επηρέαζε τη δουλειά αλλά και τη ζωή τους γενικότερα, τουλάχιστον ως ένα βαθμό. Το ανησυχητικό, στην προκειμένη περίπτωση, είναι ότι αυτά τα προβλήματα δημιουργούσαν σοβαρά προβλήματα στη ζωή σχεδόν του 8% του δείγματος.
Εκτός, όμως, από το ατομικό κόστος, το κόστος ήταν μεγάλο και για τις επιχειρήσεις. Οι άνθρωποι που ανέφεραν τη μεγαλύτερη ψυχολογική δυσφορία απουσίαζαν από τη δουλειά τους σχεδόν 3,5 φορές περισσότερο από όσους βρίσκονταν στα χαμηλότερα επίπεδα άγχους.
Αναμενόμενο είναι, λοιπόν, το κλίμα ψυχοκοινωνικής ασφάλειας να σχετίζεται σημαντικά με τα αποτελέσματα υγείας και τις λιγότερες αναφορές κατάθλιψης, ψυχολογικής δυσφορίας και προβλημάτων υγείας να συνδέονται με υψηλότερα ποσοστά στο κλίμα ψυχοκοινωνικής ασφάλειας. Τα ευρήματα αυτά είναι κρίσιμα για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η ψυχική υγεία και οι ασθένειες που σχετίζονται με το άγχος μπορούν να στοχευθούν αποτελεσματικά, μέσα από τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας.
Αξίζει, επίσης, να σημειώσουμε ότι το κλίμα ψυχοκοινωνικής ασφάλειας είχε σημαντικό αντίκτυπο και στις επιχειρήσεις, σε ζητήματα όπως η εργασιακή αφοσίωση και η προοπτικές αποχώρησης εκ μέρους των εργαζομένων, πράγμα το οποίο παρέχει περαιτέρω κίνητρα στις επιχειρήσεις ώστε να δημιουργήσουν ένα ισχυρό κλίμα ψυχοκοινωνικής ασφάλειας.
Εργασιακό bullying
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, το 12,2% των συμμετεχόντων γινόταν στόχος εργασιακού bullying τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα σε διάστημα έξι μηνών, γεγονός που συνδέεται στενά με την ψυχική υγεία και τα επιχειρηματικά αποτελέσματα (σημειώνεται ότι τα στοιχεία αφορούν αποκλειστικά τη Νέα Ζηλανδία).
Αν, ωστόσο, λάβουμε υπόψιν τις αλλαγές στη φύση της επικοινωνίας και της αλληλεπίδρασης των εργαζομένων στη δουλειά, είναι ενδιαφέρον ότι η επικράτηση του διαδικτυακού bullying ήταν σχετικά χαμηλή, με το ποσοστό να μην ξεπερνά το 3%. Το ίδιο περίπου ποσοστό παρατηρήθηκε και στην περίπτωση της σεξουαλικής παρενόχλησης.
Σε προηγούμενες μελέτες η ισότητα μεταξύ εργαζομένων δεν είχε αναφερθεί ως παράγοντας ενδιαφέροντος, στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, αναδείχθηκε η αντίληψη των εργαζομένων για την ισότητα ως ισχυρός παράγοντας πρόβλεψης διάφορων ψυχοκοινωνικών κινδύνων, όπως το εργασιακό στρες, η αφοσίωση, το bullying και η κατάθλιψη. Πρόκειται για ένα εύρημα που υποδεικνύει την ανάγκη για μεγαλύτερο ενδιαφέρον ως προς τις ατομικές προτιμήσεις και την ισότητα μέσα στις επιχειρήσεις, με στόχο τη βελτίωση της εργασιακής εμπειρίας.
Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι το εργασιακό περιβάλλον μπορεί να αποτελέσει μια θετική επιρροή στην ψυχική υγεία του εργαζομένου, αλλά για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο θα πρέπει να δοθεί πραγματική προσοχή στο ζήτημα και όχι οι εργαζόμενοι να παροτρύνονται για να «αντέχουν» σε εργασιακά περιβάλλοντα με αυξημένο στρες και κακή ηγεσία.