Όταν είμαστε χαρούμενοι τείνουμε να θέλουμε καινούργια πρόσωπα γύρω μας για να αλληλεπιδράσουμε. Αντίθετα, όταν δεν νιώθουμε πολύ καλά, είναι πιθανότερο να αναζητούμε τη συντροφιά των δικών μας ανθρώπων, φίλων και συγγενών. Αυτά τουλάχιστον υποστηρίζει νέα έρευνα που δημοσίευσαν επιστήμονες του Πανεπιστημίου Harvard.

Οι άνθρωποι από τη φύση τους είναι κοινωνικά πλάσματα που χρειάζονται την αλληλεπίδραση των σχέσεων για να νιώθουν πλήρεις και να διατηρούν την ψυχική τους υγεία. Ωστόσο, σύμφωνα με τη νέα αυτή μελέτη, την ευτυχία τη βρίσκουμε σε διαφορετικά είδη αλληλεπίδρασης, ανάλογα με το πόσο ευτυχισμένοι νιώθουμε ήδη.

Για να καταλήξουν σε αυτά τα συμπεράσματα, οι ερευνητές παρακολούθησαν 30.000 ανθρώπους, κυρίως από τη Γαλλία, σε διάστημα ενός μήνα. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, ενημερώνονταν για την ψυχολογική κατάσταση των συμμετεχόντων είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω μιας εφαρμογής αυτοματοποιημένων μηνυμάτων, που περιελάμβαναν ερωτήσεις όπως πώς αισθάνεται καθένας από αυτούς, τι έκανε τη συγκεκριμένη στιγμή και με ποιον βρίσκονταν αν δεν ήταν μόνος.

Οι απαντήσεις έδωσαν στους ερευνητές μια ολοκληρωμένη εικόνα σχετικά με τις δραστηριότητες και τη διάθεση του κάθε ατόμου για κάθε μέρα. Με τον τρόπο αυτό, μπόρεσαν να δουν πώς ο χρόνος που περνούσε κάθε συμμετέχων μόνος ή με παρέα επηρέαζε το αίσθημα ευτυχίας που μπορεί να ένιωθε.

Μέρος της ανώνυμης, αλλά πολύ άμεσης ανάλυσης που πραγματοποίησαν οι ερευνητές, ήταν και το πόσο διασκεδαστική ή όχι ήταν κάθε δραστηριότητα που έκαναν οι συμμετέχοντες κατά τη διάρκεια της ημέρας, όπως και λεπτομέρειες σχετικά με την διάθεσή τους, αν δηλαδή έτειναν να είναι σε καλύτερη διάθεση στην αρχή ή στο τέλος της ημέρας.

Διαπιστώθηκε, λοιπόν, ότι όταν οι άνθρωποι είχαν κακή διάθεση, έτειναν να απευθύνονται και να περνούν χρόνο με τους φίλους και τις στενότερες κοινωνικές επαφές τους. Ο ποιοτικός χρόνος με τους αγαπημένους τους ανθρώπους λειτουργούσε σαν ένα είδος ανακούφισης και κοινωνικής ώθησης, καθώς οι συμμετέχοντες συχνά ανέφεραν καλύτερη ψυχολογική κατάσταση μετά από αυτές τις οικείες αλληλεπιδράσεις.

Από την άλλη πλευρά, οι χαρούμενοι άνθρωποι έτειναν να ψάχνουν για λιγότερο εμφανώς ικανοποιητικές καταστάσεις, επιλέγοντας κάποιους όχι τόσο ευχάριστους τύπους κοινωνικών σχέσεων που, όμως, φαίνονταν υποσχόμενοι για καλύτερα αποτελέσματα στο μέλλον. Βραχυπρόθεσμα, ωστόσο, αυτές οι «λιγότερο ευχάριστες» δραστηριότητες των πιο ευτυχισμένων ανθρώπων τους έκαναν να νιώθουν χειρότερα.

Οι ψυχολόγοι έχουν αναπτύξει αναρίθμητες θεωρίες για να εξηγήσουν την ευτυχία, το γιατί συμπεριφερόμαστε όπως συμπεριφερόμαστε στο κοινωνικό μας περιβάλλον και πώς τα δύο φαινόμενα σχετίζονται το ένα με το άλλο.

«Οι κοινωνικές σχέσεις κρίνονται απαραίτητες για την ευτυχία και η ευτυχία με τη σειρά της θεωρείται ότι ενισχύει τις κοινωνικές σχέσεις. Ωστόσο, οι εμπειρικές ενδείξεις για αυτή τη γενική θεωρία είναι εντυπωσιακά διφορούμενες, καθώς δε μπορεί να διευκρινίσει ποια κοινωνική συναναστροφή μπορεί να προκαλέσει την αλληλεπίδραση του ατόμου όταν είναι χαρούμενο», σημειώνουν οι συγγραφείς.

Τα ευρήματά τους ανταποκρίνονται σε ένα μοντέλο που λέγεται «αρχή της ενδογενούς προσαρμοστικότητας», το οποίο υποστηρίζει ότι δεν κάνουμε πάντα ό,τι μας κάνει να νιώθουμε καλύτερα, κυρίως επειδή υπάρχουν πράγματα που απλώς πρέπει να γίνουν, παρ’ότι είναι δυσάρεστα.

Λειτουργώντας σύμφωνα με την αρχή αυτή, προσπαθούμε πάντα να ακολουθούμε ένα είδος ισορροπίας στην ευτυχία. Όταν, δηλαδή είμαστε στεναχωρημένοι, χρειαζόμαστε χρόνο με φίλους και αγαπημένα πρόσωπα που θα μας στηρίξουν. Όταν, όμως, έχουμε… «υπεραπόθεμα ευτυχίας» μπορούμε να διατηρήσουμε την καλή μας διάθεση ακόμα και σε λιγότερο ευχάριστες δραστηριότητες.

Χρησιμοποιώντας το μοτίβο αυτό, οι ερευνητές ελπίζουν ότι θα μπορέσουν να ανακαλύψουν σε ποιο βαθμό οι στενάχωρες και αγχωτικές κοινωνικές καταστάσεις μπορούν να επιδεινώνουν την ψυχολογική διάθεση των ανθρώπων.