Τα αντίθετα έλκονται, αλλά μετά από λίγα χρόνια απωθούνται. Οι σχέσεις ξεκινούν με πάθος και ζωντάνια, αλλά στο 90% των περιπτώσεων καταλήγουν σε τέλμα ή καταπίπτουν σε ρουτίνα και υποχρέωση. Υπάρχει όμως και το ευτυχισμένο 10% που μακροημερεύει και κάνει σεξ λες και είναι πάντα η πρώτη φορά.
Η έλξη του διαφορετικού είναι το πραγματικό εισιτήριο μιας σχέσης που ξεκινάει, με τους ανθρώπους που γνωρίζονται μέσα από το φλερτ (όλο και πιο σπάνιο στις μέρες μας) και την πρόκληση της φαντασιωσικής ηδονής, να ταυτίζονται ουσιαστικά με τη γοητεία της περιέργειας να ανακαλύψουν τον άλλον που διαφέρει από τους ίδιους, να τον ψάξουν πιο «μέσα» και να καταλάβουν, πέραν της σεξουαλικής έλξης, το ψυχικό χάρισμα που κρύβει ο διαφορετικός άγνωστος. Είναι ξεκάθαρο ότι μας έλκει αυτός που δεν μας μοιάζει, μας προκαλεί το ενδιαφέρον να τον κατακτήσουμε ακριβώς επειδή έχει στοιχεία διαφορετικά από τα δικά μας, όμως η μεγάλη παγίδα μέσα στον χρόνο είναι η απομυθοποίηση και η έλλειψη ενδιαφέροντος για το διαφορετικό που μας άρεσε και που μέσα στον χρόνο χάθηκε.
Τα ετερώνυμα που θα γίνουν ομώνυμα
Η έλξη ως κυρίαρχος παράγοντας σε ένα ζευγάρι αντλεί τη δύναμή της από το διαφορετικό που εξάπτει την περιέργεια, τη φαντασίωση και εντέλει την επιθυμία, τη γοητεία και τον θαυμασμό. Φαίνεται όμως να χάνεται στη μακροχρόνια σχέση καθώς στην πορεία του χρόνου το διαφορετικό ενδέχεται να μας απογοητεύσει. Μπορεί, για παράδειγμα, δύο άνθρωποι να τραβήξουν ο ένας τον άλλον αρχικά λόγω της διαφορετικότητάς τους, η οποία έχει ίσως και λίγο μυστήριο μέσα, αλλά στην πορεία του χρόνου μπορεί να κουράσει. Τότε εμφανίζεται συνήθως ο πειρασμός να αλλάξουμε αυτά τα χαρακτηριστικά του συντρόφου μας που νιώθαμε πως έκαναν τη διαφορά και γι’ αυτά ακριβώς τον επιλέξαμε! Πώς καταλήγουμε, επομένως, να καταρρίπτουμε το γνωστό «τα ετερώνυμα έλκονται» και να αναζητούμε «τα ομώνυμα που απωθούνται»; Η εξήγηση φαίνεται απλή, καθώς τα προσωπικά «θέλω» μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου είναι πιθανό να αλλάξουν μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας. Είναι γεγονός ότι μέσα στα χρόνια το ζευγάρι «μονοιάζει» στην κοινή πρακτική, με την ποιότητα στη σχέση και στη σεξουαλική επαφή να κερδίζουν έδαφος έναντι της ποσότητας και του πάθους. Από την άλλη, η πρόκληση που προέρχεται από τη σύγκρουση του αντιθέτου και του διαφορετικού είναι και αυτή που τροφοδοτεί το πάθος και το σεξ, αλλά και τον «ανήθικο χώρο» ενός ζευγαριού, όπου το σεξουαλικό πάθος και η εμπλοκή ξεπερνάνε τα όρια του συντηρητισμού και ενισχύουν τον δεσμό του ζευγαριού. Εκεί, ουσιαστικά, βρίσκεται και το κυρίαρχο ερώτημα για τη σχέση δύο ανθρώπων. Αντέχει το ζευγάρι να διατηρήσει το «ανήθικο» που είναι επί της ουσίας το αλατοπίπερο της σχέσης του; Ή πέφτει στην παγίδα του συντηρητισμού, της «ηθικής», του σεβασμού και της συντηρητικοποίησης που ο σεξισμός της κοινωνίας δρομολογεί, μειώνοντας τη σεξουαλικότητα και αυξάνοντας τη συντροφικότητα; Και τι συμβαίνει με το πάθος στο ζευγάρι όταν έρχεται στον κόσμο και το παιδί;
Η σύζυγος που έγινε μητέρα
Ο άνδρας παύει να φαντασιώνεται τη γυναίκα ως ερωμένη και αρχίζει να την αντιμετωπίζει κυρίως ως μητέρα του παιδιού του. Αντίστοιχα και η ίδια μπροστά στην αγωνία της να γίνει σωστή μάνα, αφιερώνεται στον μητρικό της ρόλο, παραγκωνίζοντας την ερωτική ζωή με τον σύντροφό της. Συγχρόνως, δεν είναι λίγες οι φορές που η σεξουαλική ζωή του ζευγαριού καπελώνεται από έναν άγραφο ηθικό κώδικα, ο οποίος σχεδόν απαγορεύει την τρυφερότητα και την ερωτική έκφραση των γονέων μπροστά στα παιδιά τους. Το ζευγάρι, επομένως, αναγκάζεται να στερηθεί τον προσωπικό του χώρο και χρόνο. Σε αυτές τις περιπτώσεις περιορίζεται στο πλαίσιο της συντροφικότητας, η οποία λειτουργεί ανασταλτικά στις σεξουαλικές φαντασιώσεις και τις ενορμήσεις του. Το σεξ σταδιακά χάνει τη συχνότητα και την αρχική του ένταση, ενώ το πάθος δίνει τη θέση του στη συναισθηματική εγγύτητα μεταξύ των δύο συντρόφων που βαθμιαία τους οδηγεί στην αδερφοποίηση. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και αν η εμπειρία και οι διάφορες επιστημονικές έρευνες καταλήγουν στο ότι η αγάπη και το πάθος δεν είναι παντοτινά στα ζευγάρια, σε έρευνα που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Social Cognitive and Affective Neuroscience», ερευνητές στο Πανεπιστήμιο Stony Brook της Νέας Υόρκης ανακάλυψαν πως η αγάπη και το πάθος μπορεί να μη χαθούν. Μελετώντας τους εγκεφάλους ζευγαριών που βρίσκονταν μαζί για 20 χρόνια και συγκρίνοντάς τους με εγκεφάλους καινούριων εραστών, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μόλις το 10% των ζευγαριών με μακρόχρονες σχέσεις ή γάμους παραμένει ερωτευμένο χωρίς να το επηρεάζει η κόπωση της μακρόχρονης συμβίωσης. Οι επιστήμονες υποστήριξαν πως τα ερωτευμένα ζευγάρια απολαμβάνουν τη «συχνή συντροφικότητα και τη σεξουαλική ζωντάνια», αλλά χωρίς τις ανησυχίες και τις εντάσεις της αρχικής περιόδου. Αυτή είναι, αναμφίβολα, μία καλή είδηση για το 10% των ζευγαριών, όχι όμως και για το υπόλοιπο 90% που φαίνεται να κυριεύεται από συναισθηματική κόπωση. Τι μπορεί, όμως, να κρατήσει ζωντανό το πάθος στις μακροχρόνιες σχέσεις;
Ο καθοριστικός όρος της εξίσωσης
Σε μία από τις μεγαλύτερες μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί, διαχρονικά, με θέμα τη σεξουαλική ικανοποίηση των ζευγαριών, οι ερευνητές συνέλεξαν, διαδικτυακά, πληροφορίες από 38.747 άτομα, τα οποία διατηρούσαν ερωτική σχέση για τουλάχιστον τρία χρόνια. Οι ερευνητές ζήτησαν από τους συμμετέχοντες να κρίνουν τη σεξουαλική τους ζωή, αναφέροντας πώς ήταν στους πρώτους μήνες της σχέσης τους και πώς ήταν τη στιγμή της έρευνας. Ταυτόχρονα αξιολογήθηκαν και συμπεριφορές που δεν μελετώνται συχνά στη βιβλιογραφία, όπως προκαταρκτικά παιχνίδια, η χρήση ερωτικών βοηθημάτων κ.ά. Οι περισσότεροι συμμετέχοντες δήλωσαν ικανοποιημένοι με τη σεξουαλική τους ζωή τους πρώτους έξι μήνες της σχέσης τους (σε ποσοστό 83%). Μόνο οι μισοί από τους συμμετέχοντες ελάμβαναν ευχαρίστηση από την τωρινή σεξουαλική τους ζωή (43% των ανδρών και 55% των γυναικών), ενώ από τους υπόλοιπους, το 16% των ανδρών και το 18% των γυναικών αισθάνονταν αδιάφορα προς τη σεξουαλική τους ζωή, τη στιγμή που το 41% των ανδρών και το 27% των γυναικών δήλωναν δυσαρεστημένα. Οι συμμετέχοντες που δήλωναν περισσότερο ικανοποιημένοι από τη σεξουαλική ζωή με τον σύντροφό τους ήταν πιο πιθανό να κάνουν συχνότερα σεξ, να έχουν πιο συχνά οργασμούς, να κάνουν περισσότερα προκαταρκτικά και κυρίως στοματικό σεξ, όπως επίσης και να εναλλάσσουν περισσότερες σεξουαλικές στάσεις στην επαφή. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι πιο ικανοποιημένα από τη σεξουαλική τους ζωή δήλωναν τα ζευγάρια που αγκαλιάζονταν ή φιλιόντουσαν κατά τη διάρκεια του σεξ. Το ίδιο ίσχυε και για τα ζευγάρια που στο σεξουαλικό τους ρεπερτόριο συμπεριελάμβαναν την εκπλήρωση φαντασιώσεών τους.
Οι σύντροφοι χρειάζεται, λοιπόν, να εκφράζουν τις ανάγκες και τα θέλω τους. Ο καθένας μπορεί να διεκδικεί αυτά που επιθυμεί, μιλώντας για τα συναισθήματά του με ειλικρίνεια αλλά και σεβασμό. Η συνήθεια σε συνδυασμό με τη ρουτίνα και την ανία είναι ένα κακό τρίπτυχο για τη σχέση, που δυστυχώς συναντάται αρκετά συχνά σε μακροχρόνιους δεσμούς, τόσο συναισθηματικά όσο και σεξουαλικά. Χρειάζεται, λοιπόν, προσπάθεια ώστε να μην παρασυρθούμε από τη ρουτίνα . Το εύκολο είναι να γίνουμε «ίδιοι». Το σημαντικό είναι να είμαστε διαφορετικοί, χωρίς όμως να αποξενωθούμε και να χαθούμε σε άλλες αγκαλιές, μονοπάτια και χαρές που δεν παίρνουμε πια από τη «δική μας διαφορετικότητα». Αρα ανανέωση, διεκδίκηση, φλερτ και όχι μονιμότητα είναι τα συστατικά της μακροημέρευσης, αφήνοντας τα παιδιά μας «έξω από μας τους δύο»…