Η υπογεννητικότητα και η υπογονιμότητα επιδεινώνονται διαρκώς, με σημαντικές επιπτώσεις στη ζωή και στην αρμονία όχι μόνο όσων επιθυμούν να γίνουν γονείς, αλλά και της ίδιας της πατρίδας μας. Το ασφυκτικό πλαίσιο που καθορίζουν οι μοντέρνες προτεραιότητες του τρόπου ζωής, η οικονομική δυσπραγία, ο περιορισμένος βιολογικός χρόνος, εγκλωβίζουν την απόκτηση παιδιού σε συμπληγάδες.
Στη χώρα μας εδώ και χρόνια παρατηρείται αξιοσημείωτη πτώση της γεννητικότητας και επομένως μείωση του πληθυσμού. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή, το 2017 ο πληθυσμός της χώρας ήταν 10.768.193, παρουσιάζοντας μείωση 0,14% σε σχέση με το 2016. Αυτό είναι μία απόρροια φυσικής μείωσης του πληθυσμού κατά 25.887 άτομα, αφού οι γεννήσεις το 2016 έφτασαν τις 92.898 και οι θάνατοι ανήλθαν στους 118.785. Ο δείκτης ολικής γονιμότητας για το 2016, δηλαδή ο μέσος όρος των ζωντανών παιδιών που θα γεννήσει μία γυναίκα κατά τη διάρκεια της ζωής της, υπολογίστηκε στο 1,4 ενώ στις ανεπτυγμένες χώρες αγγίζει το 2,1. Βλέπουμε ακόμη πως ο μέσος όρος ηλικίας της μητέρας κατά τη γέννηση αυξάνεται και αγγίζει τα 31,3 έτη. Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο πρόβλημα.
Γεννάμε λιγότερο
Η υπογεννητικότητα στην Ελλάδα προέρχεται από πολλούς παράγοντες που αφορούν την δυσχερή οικονομική κατάσταση που βιώνουν οι Έλληνες, την ανεργία, την αναδόμηση που έχει επέλθει στις προτεραιότητες των ανθρώπων τα τελευταία χρόνια αλλά και την έλλειψη επιθυμίας των σύγχρονων ανθρώπων να γίνουν γονείς. Οι προτεραιότητες της καριέρας, του σύγχρονου τρόπου ζωής που βάζει το «εγώ» πάνω από το «εμείς» και κάνει τη γυναίκα να νιώθει ανεξάρτητη, ωραία και μοιραία χωρίς παιδί. Το lifestyle της προηγούμενης τριακονταετίας άφησε απ’ έξω τη μητρότητα και κυρίως τη συναισθηματική ανάγκη των δύο φύλων να δεσμευτούν σε υποχρεώσεις και απαιτήσεις που η γέννηση ενός παιδιού προκαλεί. Το σύνθημα «καλύτερα μόνος» κυριάρχησε και έκανε κυρίως τη γυναίκα να μην θέλει η κοιλιά της να φουσκώσει, φροντίζοντας να φουσκώσει περισσότερο το πορτοφόλι της και να κάτσει σε πιο ισχυρή καρέκλα από εκείνη του άνδρα. Αυτό άλλαξε αντιλήψεις και νοοτροπίες παρόλο ότι το πληρώνει ακριβά στη μέση ηλικία της, κυρίως μετά τα 45-50 χρόνια της, που σχεδόν απελπισμένη κυνηγάει ένα παιδί έστω και χωρίς σύντροφο, γιατί καταλαβαίνει ότι η μόρφωση, η καριέρα, τα χρήματα και η προσωπική ελευθερία δεν φτάνουν για να την κάνουν να αισθανθεί γυναίκα ολοκληρωμένη όπως γίνεται με τη μητρότητα.
Γεννάμε δυσκολότερα
Ως υπογονιμότητα ορίζεται η αδυναμία ενός ζευγαριού να επιτύχει κύηση με φυσικό τρόπο, μετά από δώδεκα μήνες τακτικής σεξουαλικής επαφής χωρίς την χρήση αντισυλληπτικών μέτρων. Μπορεί να προέρχεται από τον άνδρα, τη γυναίκα ή και τους δύο. Από τις περιπτώσεις υπογόνιμων ζευγαριών, στο 40% η αιτιότητα εντοπίζεται στη γυναίκα, 40% στον άνδρα, 10% και στους δύο, ενώ το υπολειπόμενο 10% οφείλεται σε αγνώστους παράγοντες (κυρίως ψυχολογικούς – ασυμβατότητας).
Τα κυριότερα αίτια της στις γυναίκες, αφορούν προβλήματα στη διαπερατότητα των σαλπίγγων, τον θυρεοειδή αδένα και την ενδομητρίωση. Όσον αφορά τον άνδρα, τα κυριότερα αίτια είναι η ασπερμία, η αζωοσπερμία , ασθενοζωοσπερμία, η ολιγοασθενοτερατοσπερμία, η κιρσοκήλη και ορμονολογικά προβλήματα. Επιπλέον ως παράγοντες επικινδυνότητας μπορούν να θεωρηθούν: η αυξημένη ηλικία, το άγχος, η κακή διατροφή, το κάπνισμα, η χρήση αλκοόλ και ουσιών καθώς και οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες. Οι θεραπείες που προτείνονται ποικίλουν ανάλογα με τον βαθμό, τη διάρκεια και την αιτιότητα του προβλήματος. Κάποιες από αυτές είναι η φαρμακευτική αγωγή με προγραμματισμένες συνουσίες, η ενδομήτρια σπερματέγχυση και η τεχνητή γονιμοποίηση.
Και τα δύο προκαλούν θλίψη
Οι υπογόνιμες γυναίκες αναφέρουν μεγαλύτερα ποσοστά άγχους σε σχέση με τους υπογόνιμους άνδρες. Γενικότερα βιώνουν μεγαλύτερα επίπεδα δυσφορίας και ψυχιατρικών διαταραχών (κατάθλιψη) σε σχέση με τις γόνιμες γυναίκες. Αντίστοιχα, οι υπογόνιμοι άνδρες βιώνουν υψηλότερα επίπεδα κατάθλιψης και ψυχικής δυσφορίας συγκριτικά με εκείνους που δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα γονιμότητας. Πώς όμως μέσα σε αυτόν τον φαύλο κύκλο των αρνητικών συναισθημάτων το ζευγάρι διατηρεί τη σεξουαλική του ζωή; Μετά τη διαπίστωση της υπογονιμότητας, οι γυναίκες δηλώνουν μικρότερα ποσοστά ικανοποίησης στο σεξ, σε σχέση με τις γόνιμες γυναίκες. Έχουν λιγότερη επιθυμία, διέγερση και σεξουαλική λειτουργικότητα. Αυτό, ίσως να μην οφείλεται στην υπογονιμότητα καθαυτή, αλλά και σε όσα την συνοδεύουν. Η δεινή ψυχολογική κατάσταση και τα προβλήματα που ίσως προκύψουν στο γάμο είναι πιθανό να συμβάλλουν.
Δεν είναι όμως, μόνο οι γυναίκες που αντιμετωπίζουν προβλήματα. Το 20% περίπου των υπογόνιμων ανδρών έχει βρεθεί πως απέκτησε ήπια έως μέτρια στυτική δυσλειτουργία μετά τη διάγνωση, ενώ και η ανεσταλμένη εκσπερμάτιση είναι συχνή. Μειώνεται σημαντικά και η επιθυμία μέσα από την «εντολή»που δέχεται ο άνδρας από τη σύντροφο να τη γονιμοποιήσει, κρατώντας το θερμόμετρο στο χέρι που δείχνει ότι είναι σε πιθανή ωορρηξία. Ο άνδρας παγιδεύεται απαιτητικά στο να τα καταφέρει να έχει και καλή στύση και πλούσια εκσπερμάτιση μπαίνοντας κυριολεκτικά στην πρίζα.
Η ηλικία της γυναίκας, ο στόχος της γρήγορης σύλληψης και ο φόβος της μη επίτευξης του στόχου δυναμιτίζουν τη σεξουαλική ζωή του ζευγαριού που σχεδόν ένα στα δύο ζευγάρια αντί να αυξήσουν τη σεξουαλική τους επαφή, τη μειώνουν, λόγω των ψυχικών συγκρούσεων που επιφέρει αυτή η κατάσταση. Το «εδώ και τώρα έλα μέσα μου και τελείωσε, γιατί έτσι πρέπει να γίνει» σκοτώνει τη σεξουαλική επιθυμία, τη φαντασίωση και το ίδιο το σεξουαλικό παιχνίδι. Έτσι το σεξ της γονιμότητας καταλήγει να είναι ένα υποχρεωτικό σεξ διείσδυσης με οδηγίες, που κάνει τον άνδρα μηχανικό ρομπότ και τη γυναίκα σκεύος εισδοχής της εκσπερμάτισης στην προσμονή της κυοφορίας. Όσο ο χρόνος κυλάει το ζευγάρι εκνευρίζεται, η γυναίκα εκρήγνυται και ο άνδρας ψάχνει τη στύση του που πέφτει και φυσικά την εκσπερμάτιση που δεν έρχεται. Το αποτέλεσμα δυστυχώς είναι μοιραίο με το ζευγάρι να χωρίζει χωρίς να διεκδικεί ούτε τη σεξουαλική του ζωή ούτε και το παιδί που θα ήθελε να αποκτήσει. Το προγραμματισμένο σεξ αλλοιώνει την ίδια την εικόνα του ζευγαριού και κάνει τους συντρόφους από πρωταγωνιστές μιας σεξουαλικής διάθεσης, παρατηρητές μιας μάχης που είναι χαμένη εξαρχής. Τόσο η υπογονιμότητα ως γεγονός, όσο και οι διαδικασίες θεραπειών και μεθόδων γονιμοποίησης είναι παράγοντες που προκαλούν εξάντληση σε οικονομικό, σωματικό και ψυχολογικό επίπεδο. Η απόκτηση του τόσο ποθητού παιδιού που θα έπρεπε να έρθει μέσω του έρωτα, γίνεται διαδικασία επίπονη με αμφίβολο αποτέλεσμα.
Τελικά η υπογεννητικότητα και η υπογονιμότητα ταλαιπωρεί τόσο την κοινωνία μας, όσο όμως και τους νέους ανθρώπους που δεν παντρεύονται πια μικροί. Το άγχος ενός παιδιού μπορεί να αποτελέσει την αρχή του τέλους, μιας σχέσης που οφείλει να εκφράζει τη σεξουαλικότητά της, ώστε να αποκτήσει παιδί και όχι το κυνήγι μιας γονιμότητας που γίνεται εφιαλτικό και για τους δύο συντρόφους.
Ο κ. Θάνος Ε. Ασκητής είναι νευρολόγος, ψυχίατρος, πρόεδρος του Ινστιτούτου Ψυχικής και Σεξουαλικής Υγείας