Η σπαστικότητα είναι μια αύξηση του μυϊκού τόνου, που μεταφράζεται κλινικά από δυσκαμψία και δυσκολία κινητοποίησης των αρθρώσεων. Εμφανίζεται μετά από τραυματισμό στις περιοχές του εγκεφάλου που ελέγχουν τις κινητικές δεξιότητες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο συσχετίζεται συχνότερα με τη μείωση της μυϊκής ισχύος και τη δυσκολία εκτέλεσης συγκεκριμένης κίνησης. Τα τενόντια αντανακλαστικά που εκλύονται με το νευρολογικό σφυράκι είναι συχνά πολύ αυξημένα. Εμφανίζεται συχνότερα μέσα σε λίγες ημέρες ή εβδομάδες μετά την ημιπληγία. Μερικές φορές, ωστόσο, παρουσιάζεται νωρίς. Σε γενικές γραμμές, αυτή η σπαστικότητα αυξάνεται σταδιακά με το χρόνο, και μετά από 3 έως 4 μήνες σταθεροποιείται.
Σε τι οφείλεται αυτή η δυσκαμψία;
Όταν οι περιοχές του εγκεφάλου, που ελέγχουν την κίνηση, τραυματίζονται από ένα έμφρακτο ή ένα αιμάτωμα, δεν ελέγχουν πλέον επαρκώς το νωτιαίο μυελό, ο οποίος αρχίζει να λειτουργεί ανεξάρτητα. Ένας σημαντικά μεγάλος αριθμός νευρικών ερεθισμάτων στέλνεται από το μυελό στους μύες, οι οποίοι συσπώνται με υπερβολικό τρόπο, πράγμα που εξηγεί τη δυσκαμψία κατά την προσπάθεια κινητοποίησης των αρθρώσεων. Αυτές οι συσπάσεις είναι εντελώς ανεξάρτητες από την θέληση του ασθενούς, διότι ο εγκέφαλος δεν τις ελέγχει.
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου αυτή η δυσκαμψία χειροτερεύει: έλκη, κατακλίσεις, λοιμώξεις, ονυχοκρύπτωση, ή γενικότερα οποιοδήποτε συμβάν που προκαλεί stress στον οργανισμό.
Η σπαστικότητα αυξομειώνεται κατά τη διάρκεια της ημέρας και είναι συχνά πιο έντονη κατά το πρωινό ξύπνημα. Επιδεινώνεται κατά την προσπάθεια ή στη συναισθηματική φόρτιση. Η έντασή της ποικίλλει, από μια απλή αύξηση της δυσκαμψίας στη βάδιση, μέχρι τη πλήρη σύγκαμψη μιας άρθρωσης, χωρίς τη δυνατότητα κινητοποίησής της.
Η σπαστικότητα μπορεί να έχει διάφορες συνέπειες:
- μπορεί να εμποδίζει τη βάδιση προκαλώντας παραμόρφωση ορισμένων αρθρώσεων, όπως αυτή του αστραγάλου
- μπορεί να διαταράσσει τις κινήσεις των άνω άκρων και ως εκ τούτου, τη λειτουργία αυτών (π.χ. σύλληψη αντικειμένων)
- μπορεί να οδηγήσει σε επώδυνες μυϊκές συσπάσεις
- μπορεί να προκαλέσει ρίκνωση μυών, αυτό θα συμβεί όταν μία άρθρωση παραμείνει ακινητοποιημένη για αρκετές εβδομάδες ή μήνες λόγω της δυσκαμψίας. Αυτή η ρίκνωση θα προκαλέσει περιορισμό του εύρους κίνησης των αρθρώσεων
Θεραπείες για τη σπαστικότητα
Στις θεραπείες πρώτης γραμμής χορηγείται αγωγή από του στόματος . Η αποτελεσματικότητά της είναι ικανοποιητική σε μετρίου βαθμού σπαστικότητα, αλλά ανεπαρκής σε σοβαρή, διάχυτη ή εστιακή σπαστικότητα, χωρίς να ξεχνάμε και τις παρενέργειες που μπορεί να έχει όπως υπνηλία , γαστρεντερικές διαταραχές ή γενικευμένη χαλάρωση.
Θεραπεία της εστιακής σπαστικότητας (όταν η σπαστικότητα επηρεάζει συγκεκριμένες μυϊκές ομάδες του άνω ή του κάτω άκρου): η πιο κατάλληλη θεραπεία στην περίπτωση αυτή είναι το botox (τοξίνη αλλαντίασης). Ενδείκνυται όταν η σπαστικότητα επηρεάζει συγκεκριμένες λειτουργίες. Η δράση της εμποδίζει την μετάδοση των ερεθισμάτων από το νεύρο στο μυ, προκαλώντας έτσι μια τοπική και παροδική μυϊκή χαλάρωση. Μέσα σε λίγες ημέρες μειώνεται ο πόνος, η κίνηση γίνεται ευκολότερη και βελτιώνεται η λειτουργικότητα του άκρου. Ακόμα και σε μία ημιπληγία εγκατεστημένη πριν από πολλά χρόνια όπου το αποτέλεσμα όσον αφορά στην κινητικότητα δεν είναι το ίδιο, η ύφεση του πόνου και η ανακούφιση του ασθενούς είναι σημαντική. Η δράση διαρκεί αρκετούς μήνες αλλά ανά τακτά χρονικά διαστήματα η έγχυση πρέπει να επαναλαμβάνεται.
Θεραπεία διάχυτης σπαστικότητας: στις σπάνιες περιπτώσεις πολύ έντονης και διάχυτης δυσκαμψίας που δεν αντιμετωπίζεται με τοξίνη αλλαντίασης ή φάρμακα από του στόματος, μπορεί να προταθεί τοποθέτηση αντλίας μπακλοφαίνης. Το φάρμακο εγχύεται απευθείας στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό, στην οσφυϊκή περιοχή. Αυτή είναι η ισχυρότερη θεραπεία για τη σπαστικότητα.
Χειρουργική αντιμετώπιση: στην περίπτωση ενοχλητικής σπαστικότητας που επηρεάζει μια συγκεκριμένη ομάδα μυών, η δυσκαμψία μπορεί να μειωθεί με το μερική νευροτομή.
Πότε πρέπει να αντιμετωπίζεται η σπαστικότητα;
Δεν είναι πάντα χρήσιμο να μειωθεί η σπαστικότητα. Όταν για παράδειγμα η μυική ισχύς του κάτω άκρου είναι πάρα πολύ μειωμένη τότε η σπαστικότητα μπορεί να είναι απαραίτητη για να μπορεί ο ασθενής να βαδίσει. Ως εκ τούτου, αντιμετωπίζουμε μόνο τη σπαστικότητα που εμποδίζει τη λειτουργικότητα (βάδιση, κ.λπ.) ή που μπορεί να προκαλέσει επιπλοκές (πόνος, ρίκνωση μυών, κ.λπ.). Η διαχείριση της σπαστικότητας θα πρέπει να γίνεται από εξειδικευμένο φυσίατρο και θα πρέπει να ακολουθείται από εξατομικευμένα προγράµµατα αποκατάστασης για να επιτευχθεί το μέγιστο λειτουργικό αποτέλεσμα.
Στο Μetropolitan General λειτουργεί ειδικό Ιατρείο Σπαστικότητας το οποίο εφαρμόζει την πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση της εστιακής σπαστικότητας (botox).