Το Σύνδρομο του Ευερέθιστου Εντέρου (ΣΕΕ) ή irritable bowel syndrome (IBS) ή σπαστική κολίτιδα (μη δόκιμος όρος, διότι το σύνδρομο δεν περιλαμβάνει την εμφάνιση φλεγμονής) είναι μια λειτουργική διαταραχή του εντέρου που χαρακτηρίζεται από χρόνιο κοιλιακό άλγος με υφέσεις και εξάρσεις, μετεωρισμό κοιλίας και δυσφορία καθώς και από αλλαγές στις συνήθειες του εντέρου.

Σε κάποιες περιπτώσεις τα συμπτώματα υφίενται μετά την κένωση. Μπορεί να εμφανισθεί υπό τη μορφή διάρροιας IBS-D ή δυσκοιλιότητας IBS-C, ή με εναλλαγή αυτών IBS-A. Το ΣΕΕ δύναται να παρουσιασθεί έπειτα από μία λοίμωξη ή μία στρεσογόνο κατάσταση.

Αιτίες εμφάνισης του Συνδρόμου Ευερέθιστου Εντέρου

Η ακριβής αιτία του Συνδρόμου Ευερέθιστου Εντέρου παραμένει άγνωστη. Η επικρατέστερη θεωρία υποστηρίζει ότι το Σύνδρομο οφείλεται σε διαταραχή στο κύκλωμα εγκέφαλος – γαστρεντερικός σωλήνας, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να υπάρχουν μεταβολές της μικροβιακής χλωρίδας του εντέρου και του ανοσοποιητικού συστήματος.

Διάγνωση του Συνδρόμου Ευερέθιστου Εντέρου

Τα διαγνωστικά κριτήρια συμπτωμάτων για το Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου, κατά την Παγκόσμια Γαστρεντερολογική Εταιρεία και όπως αυτά καθορίζονται από τα κριτήρια Ρώμης IV, είναι: Τουλάχιστον 3 μήνες, διαρκή ή επαναλαμβανόμενα συμπτώματα όπως κοιλιακός πόνος ή κοιλιακή διάταση και δυσφορία τα οποία:

  • ανακουφίζονται με την αφόδευση
  • ή/και συσχετίζονται με μεταβολή στη συχνότητα αφόδευσης
  • ή/και συσχετίζονται με μεταβολή στη σύσταση των κοπράνων

Για διευκρινιστικούς λόγους ως μεταβολή των κενώσεων από διάρροια έως δυσκοιλιότητα μπορεί να οριστούν οι περισσότερες από 3 κενώσεις ημερησίως έως και οι λιγότερες από 3 κενώσεις την εβδομάδα αντίστοιχα.

Η διάγνωση του τίθεται εξ αποκλεισμού όλων των άλλων οργανικών παθήσεων. Αυτές αφορούν ποικίλες καταστάσεις που μπορούν να υποδυθούν το ΣΕΕ, όπως κοιλιοκάκη (δυσανεξία γλουτένης), δυσανεξία λακτόζης, δυσαπορρόφηση φρουκτόζης, μικροβιακές και ιογενείς  λοιμώξεις, παρασιτικές λοιμώξεις όπως η λαμβλίαση, ιδιοπαθής φλεγμονώδης νόσος του εντέρου, χρόνια λειτουργική δυσκοιλιότητα και χρόνιο λειτουργικό κοιλιακό άλγος.

Γι’ αυτό και ο ενδελεχής κλινικός και παρακλινικός έλεγχος είναι απαραίτητος, αφού στο ΣΕΕ οι συνήθεις ιατρικές εξετάσεις είναι φυσιολογικές.

Κολονοσκόπηση

Η κολονοσκόπηση παίζει τον κυρίαρχο ρόλο αποκλείοντας όλες σχεδόν τις οργανικές παθήσεις συμπεριλαμβανομένης της μικροσκοπικής κολίτιδας η διάγνωση της οποίας είναι ιστολογική και τίθεται μετά τη λήψη βιοψιών από το παχύ έντερο. Η θεραπευτική αντιμετώπιση στοχεύει στην ανακούφιση των συμπτωμάτων και περιλαμβάνει αλλαγές στο διαιτολόγιο του ασθενούς (δίαιτα FODMAP), αλλαγές στον τρόπο ζωής, καθώς και φαρμακευτική αγωγή και ψυχολογική υποστήριξη. Η σωστή ενημέρωση του ασθενούς καθώς και η επικοινωνία με τον γιατρό παίζουν σημαντικό ρόλο.

Mελέτες στη Μεγάλη Βρετανία, στις ΗΠΑ, Γαλλία, Νέα Ζηλανδία, Κίνα και από όλο τον κόσμο δείχνουν ότι το Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου παρουσιάζεται σε ποσοστό 11-20% των ενηλίκων, ιδιαίτερα των γυναικών.

Επίσης, καταδεικνύουν ότι δεν είναι επικίνδυνο για τη ζωή του ασθενούς καθώς δεν εξελίσσεται σε κάποια μορφή κακοήθειας ή άλλης εντερικής πάθησης. Παρόλα αυτά όντας αίτιο χρόνιου πόνου, κόπωσης και άλλων συμπτωμάτων οδηγεί σε απουσίες από το χώρο εργασίας (2η αιτία μετά το κρυολόγημα) και χαμένες εργατοώρες που το καθιστούν μια αρκετά «δαπανηρή» νόσο. Επιπλέον διαταράσσει σε σημαντικό βαθμό την ποιότητα ζωής του ασθενούς και επηρεάζει τις κοινωνικές του δραστηριότητες. Γι’ αυτό αξίζει της ιατρικής και κοινωνικής φροντίδας μας καθώς και της διαρκούς ενημέρωσης του πληθυσμού.

Το Σύνδρομο του Ευερέθιστου Εντέρου είναι μία νόσος που μας ταλαιπωρεί αλλά δεν μας απειλεί.