Στην ιατρική γλώσσα η ψωρίαση ορίζεται ως μια φλεγμονώδης, καλοήθης, αυτοάνοση μη μεταδοτική νόσος του δέρματος, που παρουσιάζει εξάρσεις και υφέσεις. Παγκοσμίως εμφανίζεται στο 2%-6% του πληθυσμού. Τα ποσοστά αυτά είναι ίσως και μεγαλύτερα, επειδή πολλοί ασθενείς φέρουν μικρά ίχνη της πάθησης, στα οποία μπορεί και να μη δίνουν σημασία. Γενικά, άνδρες και γυναίκες προσβάλλονται σε περίπου ίσα ποσοστά, ενώ η ηλικία στην οποία πρωτοεμφανίζεται η πάθηση ποικίλλει. Στο 10%-25% των ασθενών με ψωρίαση συνυπάρχει ένα είδος αρθρίτιδας, δηλαδή φλεγμονής των αρθρώσεων, οπότε η πάθηση ονομάζεται ψωριασική αρθρίτιδα.
Η ψωρίαση είναι πιο συχνή σε κάποιες οικογένειες σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό, γεγονός που δείχνει ότι υπάρχει και ένα είδος κληρονομικότητας. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι σε φυλές των Ινδιάνων της αμερικανικής ηπείρου η ψωρίαση παραμένει άγνωστη.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες η ψωρίαση θεωρείται αυτοάνοση νόσος. Οι αυτοάνοσες παθήσεις χαρακτηρίζονται από φαινομενικά «αφύσικη και ανεξήγητη» στόχευση του ανοσοποιητικού (αμυντικού) συστήματος εναντίον οργάνου ή οργάνων του σώματος. Τέτοια νοσήματα είναι νόσος του Crohn, η ελκώδης κολίτιδα, η υποξεία θυρεοειδίτιδα (Hashimoto), η λεύκη, νόσοι του κολλαγόνου και εκφυλιστικές παθήσεις του κεντρικού νευρικού συστήματος.
Πώς εκδηλώνεται
Συχνά οι δερματικές βλάβες δεν συνοδεύονται από συμπτώματα, ενώ άλλες φορές υπάρχει κνησμός (φαγούρα). Από ψωρίαση μπορεί να προσβληθεί oποιοδήποτε σημείο του δέρματος, το τριχωτό της κεφαλής ή και τα νύχια.
Οι τυπικές βλάβες του δέρματος είναι οι λεγόμενες ψωριασικές πλάκες. Συνιστούν ένα εξάνθημα που έχει ένα ιδιαίτερο ανοιχτό ερυθρωπό χρώμα και έντονη απολέπιση. Στο τριχωτό της κεφαλής μπορεί να παρουσιαστεί απολέπιση και πιθανώς κρούστες. Σε κάποιους ασθενείς τα νύχια παρουσιάζουν τη λεγόμενη «ψωριασική ονυχία», δηλαδή εικόνα κακής θρέψης και κάποιες χαρακτηριστικές κηλίδες πάνω στην επιφάνειά τους.
Για να αποφευχθεί σύγχυση, πρέπει να θυμόμαστε ότι μέρος από αυτές τις εκδηλώσεις μπορεί να παρουσιάζεται και σε άλλες δερματικές παθήσεις. Επίσης, ότι μακράν στους περισσότερους ασθενείς με ψωρίαση η πάθηση κάνει ήπια διαδρομή. Είναι πολύ λιγότεροι αυτοί/ές που παρουσιάζουν μεγάλη εξάπλωση της νόσου στο δέρμα. Σε κάποιους από αυτούς μπορεί να προσβάλλονται το πρόσωπο, τα δάχτυλα και οι παλάμες των χεριών ή και σχεδόν όλο το σώμα, κάτι που κάνει ιδιαίτερα ορατή την ψωρίαση πάνω τους και υποβαθμίζει την ποιότητα ζωής τους, προκαλώντας στους ίδιους, αδίκως πλέον, όπως θα φανεί πιο κάτω, ντροπή με την ιδέα ότι φέρουν ένα στίγμα.
Γενικά η ψωρίαση έχει καταταχθεί σε συγκεκριμένες κατηγορίες ανάλογα με την εντόπιση και το σχήμα των βλαβών πάνω στο δέρμα. Ετσι έχουμε την κοινή (ή κατά πλάκας) ψωρίαση, τη σταγονοειδή ψωρίαση, την ακροφλυκταίνωση, την ψωρίαση παλαμών – πελμάτων και τη γενικευμένη μορφή της νόσου.
Συσχέτιση με το μεταβολικό σύνδρομο
Το μεταβολικό σύνδρομο χαρακτηρίζεται από παρουσία μέρους ή όλων από τους πιο κάτω παράγοντες: παχυσαρκία, αρτηριακή υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης, στεφανιαία νόσος, αυξημένα λιπίδια (χοληστερόλη και τριγλυκερίδια). Κατά τα τελευταία έτη έχει διαπιστωθεί μια αύξηση της παρουσίας αυτού του συνδρόμου σε ασθενείς με ψωρίαση. Αυτό το γεγονός κάνει σημαντική τη σύσταση για ανάλογα τακτικά τσεκάπ.
Θεραπευτική αντιμετώπιση
Ανάλογα με τη βαρύτητα της νόσου επιλέγουμε ανάμεσα σε τοπική αγωγή, φωτοθεραπεία και συστηματική αγωγή.
Τοπική αγωγή: Αφορά τις ηπιότερες περιπτώσεις. Περιλαμβάνει καθημερινή επάλειψη σκευασμάτων ενυδάτωσης του δέρματος που είναι ενισχυμένα με ουσίες όπως ουρία, βρώμη κ.ά. Παράλληλα εφαρμόζεται φαρμακευτική τοπική αγωγή που περιλαμβάνει συνδυασμό ουσιών όπως η κορτιζόνη, η καλσιποτριόλη κ.ά. Παλαιότερα ήταν ευρεία η χρήση σκευασμάτων παραγώγων πίσσας αλλά κατά την εποχή μας είναι λιγότερο συχνή.
Φωτοθεραπεία: Εφαρμόζεται σε περιπτώσεις εκτεταμένης παρουσίας της ψωρίασης στο δέρμα. Με βάση θεραπευτικά πρωτόκολλα γίνεται επιλογή για εφαρμογή UVA υπεριώδους ακτινοβολίας (PUVA), Excimer laser ή UVB υπεριώδους ακτινοβολίας στενού φάσματος. Τα αποτελέσματα ποικίλλουν. Οι επαναλήψεις θεραπειών δεν είναι σπάνιες, όμως έτσι το δέρμα συσσωρεύει αλλοιώσεις όμοιες με αυτές που προκαλεί η παρατεταμένη έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία.
Συστηματική αγωγή: Πρόκειται για φαρμακευτική αγωγή από το στόμα ή ενδοφλέβια. Συχνά συνοδεύεται και από τοπική αγωγή. Επιλέγεται συνήθως όταν δεν επαρκούν οι άλλοι τρόποι θεραπείας. Τα παλαιότερα χρόνια γινόταν συχνά επιλογή μεταξύ ανοσορρυθμιστικών φαρμάκων όπως η κυκλοσπορίνη και η μεθοτρεξάτη. Η χορήγησή τους απαιτεί τακτικό αιματολογικό και βιοχημικό έλεγχο πέρα από τις ανεπιθύμητες ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν ως ανοσοκατασταλτικά φάρμακα που είναι. Τα ποσοστά επιτυχίας αλλά και η διάρκεια χορήγησης ποικίλλουν.
Σήμερα τα βλέμματα είναι στραμμένα σε μια νέα κατηγορία φαρμάκων, τους βιολογικούς παράγοντες. Πρόκειται για χιμαιρικά ή μονοκλωνικά αντισώματα που παρασκευάζονται στο εργαστήριο και δεν είναι σαν τις συνήθεις χημικές, φαρμακευτικές ουσίες. Είναι και αυτά ανοσορρυθμιστικές ουσίες. Η διαφορά, όμως, είναι ότι παρουσιάζουν στοχευμένη δράση σε μόρια που έχουν κύριο ρόλο στην πρόκληση της νόσου.
Η επιστημονική έρευνα επί δέκα και πλέον χρόνια ανέδειξε μια σειρά από βιολογικούς παράγοντες οι οποίοι δρουν όλοι στοχευμένα. Αυτό το τελευταίο σημαίνει ότι, σε αντίθεση με φάρμακα όπως η κυκλοσπορίνη και η μεθοτρεξάτη, είναι πιο αποτελεσματικοί και παρουσιάζουν ελάχιστους κινδύνους κατά τη χορήγησή τους. Επομένως, είναι πολύ μικρότερος ο απαιτούμενος εργαστηριακός έλεγχος πριν από την έναρξη και κατά τη διάρκεια της χορήγησής τους. Επίσης, φαίνεται ότι στη νεότερη γενιά βιολογικών παραγόντων είναι καθιερωμένη η χορήγηση προγεμισμένων συρίγγων, που μπορεί να γίνεται εύκολα από τους ίδιους τους ασθενείς στην οικία τους κατά αραιά χρονικά διαστήματα ημερών ή εβδομάδων.
Είναι σαφές ότι κατά τα τελευταία χρόνια έχει αποκτηθεί μια σημαντική εμπιστοσύνη στους βιολογικούς παράγοντες. Αυτό το γεγονός είναι πολύ καθησυχαστικό, δεδομένου ότι πρόκειται για μακροχρόνιες θεραπείες. Με τους βιολογικούς παράγοντες ο ψωριασικός ασθενής δικαιούται να προσβλέπει σε αποκατάσταση της ποιότητας της ζωής του.
*Ο κ. Μάρκος Αϊβαλιώτης, MD, PhD είναι Δερματολόγος, Επιστημονικός Υπεύθυνος Δερματολογικού Τμήματος του Metropolitan General