Η ψυχαναγκαστική διαταραχή είναι μια ψυχική πάθηση, που ανήκει στις αγχώδεις διαταραχές και χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενους ψυχαναγκασμούς ή και καταναγκασμούς και προκαλούν υποκειμενική ενόχληση.
Οι ψυχαναγκασμοί ορίζονται ως οι επίμονες ιδέες, εμμονές, σκέψεις, εικόνες, και παρορμήσεις. Το άτομο τις βιώνει ως ανεπιθύμητες και του προκαλούν έντονο άγχος και δυσφορία. Οι πιο κοινοί ψυχαναγκασμοί είναι οι σκέψεις μόλυνσης (μόλυνση από χειραψία), αμφιβολίας (κλείδωσα την πόρτα), τάξης και τακτοποίησης (συμμετρία αντικειμένων), παρορμήσεις επιθετικότητας (σε ένα συγκεκριμένο άτομο), ή σεξουαλικές φαντασιώσεις (επαναλαμβανόμενες πορνογραφικές εικόνες). Οι ψυχαναγκασμοί οδηγούν το άτομο σε επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές ή σε νοητικές πράξεις, δηλαδή σε καταναγκασμούς. Το άτομο νιώθει αναγκασμένο να εκτελέσει αυτές τις συμπεριφορές για να ανακουφιστεί από το άγχος του και όχι για ευχαρίστηση. Οι κοινοί καταναγκασμοί είναι το αναρίθμητο πλύσιμο, ο καθαρισμός, η επανάληψη των πράξεων, η αναζήτηση.
Το άτομο που πάσχει από αυτή τη διαταραχή έχει επαναλαμβανόμενες σκέψεις και ιδέες που δεν μπορεί να τις ελέγξει. Τις θεωρεί ενοχλητικές και του είναι ανεπιθύμητες. Περνάει πολύ χρόνο σε αυτές τις ιδεοληψίες και παρουσιάζει δυσλειτουργία σε προσωπικό, κοινωνικό και επαγγελματικό επίπεδο. Συνήθως είναι σε θέση να αναγνωρίσει ότι οι ψυχαναγκασμοί και οι καταναγκασμοί του είναι υπερβολικοί και παράλογοι και προσπαθεί να τους αγνοήσει. Τις περισσότερες φορές αυξάνονται τα επίπεδα του άγχους του, ο φόβος του και καταφεύγει στην εκτέλεση των ψυχαναγκαστικών αντιδράσεων σε μια προσπάθεια διακοπής της δυσφορίας που αισθάνεται. Με αυτόν τον τρόπο οδηγείται στο φαύλο κύκλο της διαταραχής.
Η ψυχαναγκαστική διαταραχή διαχωρίζεται από άλλες ψυχικές νόσους, καθώς υπάρχει η παρουσία ιδεοληψιών. Οι ιδεοληψίες προκαλούν στο άτομο έντονο άγχος, έχουν διάρκεια και δυσχεραίνουν τη λειτουργικότητα του. Τα συμπτώματα που προκαλούνται ποικίλουν σε κάθε άτομο. Συχνά, το άτομο αποφεύγει καταστάσεις που έχουν άμεση σχέση με τους ψυχαναγκασμούς του και νιώθει πως πρέπει να το κρύψει για να μην στιγματιστεί.
Μπορεί να αναπτύξει και ένα αίσθημα ευθύνης και ενοχής απέναντι στην προστασία του εαυτού του. Ακριβείς αιτίες εμφάνισης αυτής της διαταραχής δεν έχουν διερευνηθεί. Ένας συνδυασμός βιολογικών, συμπεριφορικών και μαθησιακών παραγόντων μπορεί να ερμηνεύσει καλύτερα την εκδήλωσή της.
Η ψυχαναγκαστική καταναγκαστική διαταραχή μπορεί να εξελιχτεί σε χρόνια νόσο αν δεν θεραπευτεί εγκαίρως. Η ψυχοθεραπεία αποτελεί μια αποτελεσματική μέθοδο θεραπείας αυτής της διαταραχής, καθώς στοχεύει στο να παρακινήσει το άτομο να αλλάξει τον τρόπο που σκέφτεται και συμπεριφέρεται. Το άτομο μαθαίνει να αναγνωρίζει όσα στοιχεία υποστηρίζουν ή όχι τους ψυχαναγκασμούς του, τις γνωσιακές διαστρεβλώσεις που έχει υιοθετήσει και αναπτύσσει μια εναλλακτική αντίδραση στην εμμονή. Χρησιμοποιείται επίσης, η έκθεση του ατόμου σε μια επίφοβη κατάσταση και ακολουθεί μια απευαισθητοποίηση. Έτσι παρεμποδίζεται η εκτέλεση της καταναγκαστικής συμπεριφοράς που συνήθως ακολουθούσε. Σε κάποιες περιπτώσεις στη θεραπεία της διαταραχής μπορεί να χρειαστεί και φαρμακευτική αγωγή από ψυχίατρο.
Το άτομο δεν θα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτή τη διαταραχή με αποφυγές, γιατί ποτέ δεν θα καταφέρει να ανακαλύψει πως οι ιδεοληψίες του δεν είναι ρεαλιστικές και πως έχει τη δυνατότητα να απαλλαχτεί από αυτές αν τις αναγνωρίσει και τις διαχειριστεί με τον τρόπο που ταιριάζει σε εκείνο καλύτερα.