Η συστηματική άσκηση είναι πλέον αναγνωρισμένη ως μία αποτελεσματική, μη φαρμακευτική προσέγγιση, που συμβάλλει στην πρόληψη χρόνιων παθήσεων και στην προαγωγή της υγείας και εν δυνάμει βελτιώνει την υγεία των ήδη πασχόντων. Οι ασθενείς με χρόνιες παθήσεις ενθαρρύνονται να συμμετέχουν σε προγράμματα συστηματικής άσκησης, καθώς αποτελεί μια συμπληρωματική θεραπευτική προσέγγιση, που μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα ζωής τους.

Μια χρόνια πάθηση είναι και η Πολλαπλή Σκλήρυνση ή Σκλήρυνση κατά Πλάκας και παρόλο που τα τελευταία επιστημονικά δεδομένα δείχνουν πως η σωματική δραστηριότητα είναι ευεργετική στους ασθενείς αυτούς, οι ασθενείς με πολλαπλή σκλήρυνση για χρόνια παροτρύνονταν να μη συμμετέχουν σε προγράμματα άσκησης.

Τις τελευταίες δεκαετίες πολλές μελέτες απέδειξαν πως η άσκηση, όχι μόνο ενδείκνυται για τους ασθενείς με πολλαπλή σκλήρυνση, αλλά συμβάλλει σημαντικά στη βελτίωση της λειτουργικής τους ικανότητας και της ψυχολογίας τους και κατ’ επέκτασιν της ποιότητας ζωής τους. Παρόλο, λοιπόν, που τα οφέλη της άσκησης είναι γνωστά, η πλειοψηφία των ασθενών με πολλαπλή σκλήρυνση δε συμμετέχει σε ανάλογα προγράμματα συστηματικής άσκησης.

Ένας από τους λόγους αποχής από τη θεραπευτική άσκηση είναι η πιθανή αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος, που επέρχεται από το σωματικό έργο (άσκηση), και που πιθανώς θα επιδείνωνε τη βαρύτητα των νευρολογικών συμπτωμάτων τους. Η πλειοψηφία των ασθενών με πολλαπλή σκλήρυνση χαρακτηρίζονται από θερμοευαισθησία (μια κατάσταση που έχει περιγραφεί και ως Σύνδρομο Uthoff), καθώς κάθε φορά που η θερμοκρασία του σώματός τους αυξάνεται έστω και κατά 0.5ΟC, π.χ. έπειτα από ένα θερμό μπάνιο ή ακόμα και από το στέγνωμα των μαλλιών με το πιστολάκι ή έπειτα απο μία βόλτα στον ήλιο, βιώνουν επιδείνωση των νευρολογικών συμπτωμάτων, η οποία βέβαια είναι προσωρινή αλλά αρκεί για να τους εξουθενώσει.

Προκειμένου, λοιπόν, να αποφύγουν τις επιπτώσεις της αυξημένης θερμοκρασίας σώματος, η ένταση του προγράμματος άσκησης συχνά δεν είναι η επιθυμητή με αποτέλεσμα ο ασκούμενος/ αθλούμενος ασθενής να μην αποκομίζει τελικά τα οφέλη της άσκησης.

Στην προσπάθεια εύρεσης απλών και προσιτών τρόπων, που θα μπορούσαν να προστατέψουν τους ασθενείς απο την αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος κατά την άσκηση, θελήσαμε να ερευνήσουμε κατά πόσο είναι αποτελεσματική η χρήση καπέλων ψύξης σε συνδυασμό με επιθέματα ψύξης στον αυχένα κατά την άσκηση.

Σε συνεργασία με το Σύλλογο Ασθενών με Πολλαπλή Σκλήρυνσης της Καστοριάς και στο πλαίσιο της μεταπτυχιακής διατριβής του κ. Γιώργου Αποστολού, απόφοιτου ΤΕΦΑΑ, δέκα (10) ασθενείς με πολλαπλή σκλήρυνση και θερμοευαισθησία συμμετείχαν σε δύο συνεδρίες άσκησης. Το πρωτόκολλο άσκησης ήταν αυξανόμενης έντασης και πραγματοποιούνταν σε δύο διαφορετικές συνθήκες:

  1. χωρίς ψύξη και
  2. 2. με την εφαρμογή καπέλου ψύξης και επιθέματος στον αυχένα του ασθενή.

Αυτό που διαπιστώσαμε είναι, πως στη συνεδρία που εφαρμόστηκε η ψύξη, η θερμοκρασία του σώματος παρέμεινε σταθερή και ο χρόνος άσκησης αυξήθηκε κατά 31% περίπου. Αντίστοιχη βελτίωση σημειώθηκε και στη λειτουργική ικανότητα των ασθενών, ενώ η κόπωση (όπως αυτή εκτιμήθηκε με ένα πολυδιάστατο ερωτηματολόγιο που εκτιμάει τον αντίκτυπο της κόπωσης στη ζωή του ασθενούς) ήταν κατά 5.5% μειωμένη. Επομένως, με την εφαρμογή κρύων επιθεμάτων, με ένα απλό καπέλο το οποίο μπορεί να φορεθεί και έξω, αυξάνεται η ικανότητα των ασθενών να παράγουν έργο και κατά συνέπεια βελτιώνεται η ποιότητα ζωής τους.

Κατά συνέπεια τους θερμότερους μήνες του χρόνου οι ασθενείς με πολλαπλή σκλήρυνση, που βιώνουν εντονότερα τις επιπτώσεις της αυξημένης θερμοκρασίας σώματος με αποτέλεσμα να μην ασκούνται, μπορούν να χρησιμοποιούν ανάλογα καπέλα ψύξης προκειμένου να αποτρέψουν την εμφάνιση έντονης κόπωσης λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας. Τις επόμενες δεκαετίες, όπου λόγω της κλιματικής αλλαγής, αναμένεται σημαντική αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη, η εύρεση λύσεων απλών, προσιτών και εύκολα εφαρμόσιμων είναι κρίσιμη και χρήσιμη. Μια προσέγγιση λοιπόν θα μπορούσε να είναι η χρήση καπέλων ψύξης και επιθεμάτων, η οποία σύμφωνα με τα έως τώρα δεδομένα, μπορεί να αποτελέσει μία χρήσιμη στρατηγική για τη διατήρηση της λειτουργικότητας και της ποιότητας ζωής ασθενών με πολλαπλή σκλήρυνση.