Ο στρεπτόκοκκος της πνευμονίας (Streptococcus pneumoniae), γνωστός ως πνευμονιόκοκκος, μπορεί να προκαλέσει διάφορες λοιμώδεις νόσους. Ο πνευμονιόκοκκος μπορεί να προσβάλει το ανώτερο αναπνευστικό σύστημα προκαλώντας οξεία μέση ωτίτιδα και παραρρινοκολπίτιδα, το κατώτερο αναπνευστικό σύστημα προκαλώντας πνευμονία και βρογχίτιδα ή να εισέλθει στην κυκλοφορία του αίματος και μέσω αυτής να προκαλέσει διεισδυτική νόσο όπως μηνιγγίτιδα, σηψαιμία και πνευμονία με εμπύημα.
Ο κίνδυνος της πνευμονίας
Η πνευμονία είναι μία από τις συνηθέστερες και ενίοτε απειλητικές λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού, η οποία παρουσιάζει υψηλά ποσοστά νόσησης και θνησιμότητας σε παγκόσμια κλίμακα. Το συνηθέστερο παθογόνο της εξωνοσοκομειακής πνευμονίας (της πνευμονίας που εμφανίζεται σε ανθρώπους που δεν νοσηλεύονται σε νοσοκομείο) είναι ο πνευμονιόκοκκος. Από τα επιδημιολογικά δεδομένα προκύπτει ότι η πνευμονιοκοκκική πνευμονία αποτελεί την κυριότερη αιτία θανάτου σε παιδιά έως 5 ετών, ενώ εμφανίζει θνητότητα μεγαλύτερη του 15% (θα πεθάνουν τουλάχιστον 15 από τους 100 ασθενείς που νοσούν από πνευμονία) σε ευαίσθητους πληθυσμούς όπως σε άτομα άνω των 65 ετών, ασθενείς με χρόνια αναπνευστικά νοσήματα (για παράδειγμα, βρογχικό άσθμα ή χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια), σε καπνιστές, καθώς και σε ασθενείς που πάσχουν από καρδιαγγειακά νοσήματα, σακχαρώδη διαβήτη και αλκοολισμό. Εκτός από τον πνευμονιόκοκκο, και άλλα παθογόνα όπως ιοί, διαφορετικά βακτήρια και μύκητες μπορούν να προκαλέσουν πνευμονία. Ο πνευμονιόκοκκος μεταδίδεται μέσω των μολυσμένων σταγονιδίων τα οποία μεταφέρονται με τον βήχα, το φτέρνισμα, καθώς και με τη στενή επαφή με άτομο που έχει μολυνθεί. Αν και οποιοσδήποτε μπορεί να προσβληθεί από πνευμονία, ακόμα και υγιή άτομα σε καλή φυσική κατάσταση, ωστόσο περισσότερο πιθανόν είναι τα μικρόβια να προσβάλουν άτομα με επηρεασμένο ανοσοποιητικό σύστημα. Οι πνευμονιοκοκκικές λοιμώξεις εκδηλώνονται περισσότερο συχνά κατά τη χειμερινή περίοδο λόγω του συγχρωτισμού και των χαμηλών θερμοκρασιών, αλλά κατά την αρχή της άνοιξης.
Ο ανθεκτικός πνευμονιόκοκκος
Ο πνευμονιόκοκκος παρουσιάζει σημαντικές δυσκολίες στη θεραπευτική αντιμετώπισή του, με αυξημένα τα ποσοστά εμφάνισης επιπλοκών ή ακόμα και θανάτου, εξαιτίας της αντοχής του μικροβίου στα αντιβιοτικά σκευάσματα. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, αν και το μικροβιακό στέλεχος του πνευμονιόκοκκου διακρίνεται σε τουλάχιστον 90 διαφορετικούς ορότυπους με ποικίλες κλινικές εκδηλώσεις, κυρίως δέκα ορότυποι είναι εκείνοι που ευθύνονται για το 90% των περιστατικών της διεισδυτικής πνευμονιοκοκκικής νόσου σε παιδιά και ηλικιωμένους.
Ο εμβολιασμός
Τα πνευμονιοκοκκικά εμβόλια αποτελούν την πιο σημαντική παρέμβαση για την πρόληψη των λοιμώξεων που προκαλούνται από τον πνευμονιόκοκκο, καθώς συμβάλλουν στα ακόλουθα:
Μείωση της νοσηρότητας και θνητότητας εξαιτίας αυτών των νοσημάτων – Περιορισμό της επιβάρυνσης στα συστήματα υγείας.
Μείωση της επίπτωσης της νόσου στην κοινότητα μέσω της συλλογικής ανοσίας (ανοσία αγέλης).
Ορθολογική χρήση των αντιβιοτικών. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς η αντιμετώπιση των πνευμονιοκοκκικών λοιμώξεων με τη χορήγηση αντιβιοτικής αγωγής συμβάλλει στο πρόβλημα της αύξησης της αντοχής του πνευμονιοκόκκου, και κατά συνέπεια τα αντιβιοτικά καθίστανται ολοένα λιγότερο αποτελεσματικά.
Δύο τύποι εμβολίων
Τα συζευγμένα και τα πολυσακχαριδικά εμβόλια αποτελούν τους δύο τύπους πνευμονιοκοκκικών εμβολίων.
Tο εμβόλιο συζευγμένου πνευμονιόκοκκου (PCV13) περιλαμβάνει καθαρμένο πολυσακχαρίτη της κάψας 13 ορότυπων Streptococcus pneumoniae (1, 3, 4, 5, 6A, 6B, 7F, 9V, 14, 19A, 19F, 18C και 23F) συζευγμένο σε μια μη τοξική παραλλαγή της τοξίνης της διφθερίτιδας (γνωστή ως CRM197). Χορηγείται εφάπαξ και η εμβολιαστική του κάλυψη διαρκεί εφ’ όρου ζωής.
Το πολυσακχαριδικό πνευμονιοκοκκικό εμβόλιο (PPSV23) περιλαμβάνει κεκαθαρμένα παρασκευάσματα πολυσακχαρίτη πνευμονιοκοκκικής κάψουλας. Το PPSV23 περιέχει αντιγόνο πολυσακχαρίτη από 23 τύπους πνευμονιοκοκκικών βακτηρίων. Η διάρκεια κάλυψης που προσφέρει είναι πενταετής.
Οι ευάλωτες ομάδες
Στις ευάλωτες ομάδες που υποχρεωτικά πρέπει να εμβολιαστούν ανήκουν τα παιδιά κάτω των 2 ετών, εκείνα που πηγαίνουν σε κέντρα φροντίδας παιδιών, όσα πάσχουν από λοίμωξη από τον ιό της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (HIV), όσα πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη, νεφρωσικό σύνδρομο, ανοσοκατασταλτικές παθήσεις, χρόνια αναπνευστική, καρδιακή, ηπατική ή νεφρική νόσο, εκείνα που πάσχουν από δρεπανοκυτταρική αναιμία και όσα φέρουν κοχλιακά εμφυτεύματα ή διαφυγή εγκεφαλονωτιαίου υγρού.
Επίσης, στις ευάλωτες ομάδες που πρέπει να εμβολιαστούν ανήκουν οι ενήλικες άνω των 65 ετών, καθώς και οι ενήλικες ηλικίας 19-64 ετών οι οποίοι ανήκουν στις εξής κατηγορίες: α) Πάσχουν από χρόνιες παθήσεις (χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, άσθμα, χρόνια νεφρική νόσο, χρόνια ηπατική νόσο, χρόνια καρδιακή νόσο, σακχαρώδη διαβήτη, αλκοολισμό), β) πάσχουν από διαταραχές στη λειτουργία του ανοσολογικού συστήματος (HIV/AIDS, καρκίνο, λειτουργική/ανατομική ασπληνία), γ) φέρουν κοχλιακά εμφυτεύματα ή διαφυγή εγκεφαλονωτιαίου υγρού, και δ) είναι συστηματικοί καπνιστές.
Σημειώνεται ότι για όλους τους ενήλικες που πληρούν το ηλικιακό κριτήριο και δεν έχουν αποδεικτικό προηγούμενου εμβολιασμού ή νόσησης συστήνεται:
– Μία δόση συζευγμένου 13-δύναμου εμβολίου κατά του πνευμονιόκοκκου στην ηλικία των 65 ετών και άνω.
– Μία δόση πολυσακχαριδικού 23-δύναμου εμβολίου κατά του πνευμονιόκοκκου στην ηλικία των 65 ετών και άνω.
Το δοσολογικό σχήμα και ο χρόνος χορήγησης του πνευμονιοκοκκικού εμβολιασμού λαμβάνουν χώρα βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων του Εθνικού Προγράμματος Εμβολιασμών με την καθοδήγηση του εκάστοτε θεράποντος ιατρού.
Τα εμβόλια είναι ασφαλή χωρίς ουσιαστικές παρενέργειες πέρα από λίγο πόνο στο σημείο της ένεσης. Αλλωστε, όπως είπε πρόσφατα ο βραβευμένος το 2011 με Νόμπελ στη Φυσιολογία και Ιατρική βιολόγος Jules Hoffmann: «Ο μεγαλύτερος κίνδυνος από τα εμβόλια σήμερα είναι ο μη εμβολιασμός».
Η πνευμονιοκοκκική πνευμονία αποτελεί την κυριότερη αιτία θανάτου σε παιδιά έως 5 ετών, ενώ εμφανίζει θνητότητα μεγαλύτερη του 15% (θα πεθάνουν τουλάχιστον 15 από τους 100 ασθενείς που νοσούν από πνευμονία) σε ευαίσθητους πληθυσμούς όπως σε άτομα άνω των 65 ετών.
Ο Θεόδωρος I. Βασιλακόπουλος είναι Καθηγητής Πνευμονολογίας – Εντατικής Θεραπείας Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Διευθυντής Γ’ Κλινικής Εντατικής Θεραπείας, Ευγενίδειο Θεραπευτήριο, Ιατρική Σχολή