Πολυπαραγοντικός είναι ο τρόπος αντιμετώπισης των οζιδίων του θυρεοειδούς, μιας παθολογικής κατάστασης που επηρεάζει μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού. Στην πλειονότητα των ασθενών η διάγνωση ενός ή περισσοτέρων όζων στον αδένα προκαλεί συναγερμό, ερωτηματικά για τη φύση του, για τις θεραπευτικές επιλογές, την πορεία της νόσου και την ποιότητα ζωής μετά από τη διάγνωση. Αναζητούν άμεσες και ξεκάθαρες απαντήσεις, όμως αυτές δεν είναι ούτε απλές ούτε ακολουθούν έναν ενιαίο κανόνα. Άλλοι δεν προκαλούν καμία ανησυχία και αρκεί μόνο ο τακτικός έλεγχός τους και άλλοι χρήζουν θεραπείας, παρότι το 95% αυτών είναι καλοήθεις αναπτύξεις.
Ο επιπολασμός των οζιδίων του θυρεοειδούς στον γενικό πληθυσμό είναι υψηλός, αλλά πολύ λίγες από αυτές τις βλάβες αποδεικνύονται τελικά κακοήθεις. Η αύξηση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στη συχνότητα εμφάνισής τους πιθανώς να οφείλεται στη διενέργεια περισσότερων προληπτικών εξετάσεων με τεχνολογικά εξελιγμένα διαγνωστικά μέσα, που ευνοούν την εύρεση πολύ μικρών και ασυμπτωματικών οζιδίων, τα οποία δεν θα εντοπίζονταν με απλή κλινική εξέταση. Τόσο μικρά οζίδια συχνά ανακαλύπτονται και τυχαία, κατά τη διενέργεια απεικονιστικών εξετάσεων για κάποιο άλλο λόγο, όπως από ένα υπερηχογράφημα καρωτιδικών ή μια μαγνητική τραχήλου.
Οι όζοι είναι απλώς ανώμαλες αναπτύξεις στον θυρεοειδή αδένα. Μπορεί να είναι συμπαγείς εάν αποτελούνται από θυρεοειδικά ή άλλα κύτταρα ή από κολλοειδές, (απόθεμα θυρεοειδικών ορμονών). Μερικές φορές δεν είναι στερεές μάζες αλλά περιέχουν μια μεταβλητή ποσότητα υγρού. Στατιστικά, εμφανίζονται πιο συχνά σε γυναίκες σε σύγκριση με τους άνδρες και πιθανότερο σε προχωρημένες σχετικά ηλικίες. Παρότι δεν είναι γνωστή η ακριβής αιτία εμφάνισής τους, έχει διαπιστωθεί ότι η κληρονομικότητα αποτελεί ισχυρό παράγοντα. Μπορεί να είναι καλοήθεις ή κακοήθεις.
Η ύπαρξή τους δεν πρέπει να προκαλεί ανησυχία, καθώς οι περισσότεροι όζοι έχουν αργή εξέλιξη. Συχνά οι ασθενείς με οζίδια θυρεοειδούς και χωρίς παράγοντες κινδύνου για καρκίνο του θυρεοειδούς μπορούν απλά να τα παρακολουθούν, κάνοντας τακτικές απεικονιστικές εξετάσεις, για να εντοπιστεί εγκαίρως οποιαδήποτε μεταβολή στο μέγεθός τους. Υπάρχουν, ωστόσο, πολλοί παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη, ώστε να αποφασιστεί εάν χρειάζεται η εφαρμογή κάποιου καλά σχεδιασμένου θεραπευτικού πλάνου και συγκεκριμένα η αφαίρεση του αδένα.
Η American Association of Endocrine Surgeons δημοσίευσε στο Annals of Surgery πέρσι για πρώτη φορά έναν πλήρη οδηγό για τις ενδείξεις που πρέπει να υπάρχουν προκειμένου μια θυρεοειδεκτομή να είναι ασφαλής και αποτελεσματική. Το μέγεθος, και η αύξησή του, τα συμπτώματα, η υποκείμενη νόσος του θυρεοειδή, άλλες συννοσηρότητες και η ηλικία του ασθενούς είναι μερικές παράμετροι που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προτού αποφασιστεί η θυρεοειδεκτομή.
Όπως επισημαίνεται σε αυτόν, οι ενδείξεις για θυρεοειδεκτομή ομαδοποιούνται στις γενικές κατηγορίες τοπικών συμπιεστικών συμπτωμάτων, κινδύνου κακοήθειας και υπερθυρεοειδισμού.
Η θυρεοειδεκτομή ενδεχομένως αποτελεί κατάλληλη επιλογή όταν προκαλούν σημαντικά τοπικά συμπτώματα συμπίεσης, δηλαδή όταν ένας καλοήθης όγκος πιέζει την τραχεία ή τον οισοφάγο και ο ασθενής δυσκολεύεται στην αναπνοή ή στην κατάποση. Τότε, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει ανησυχία για καρκίνο, υπάρχει ισχυρή ένδειξη για χειρουργική αφαίρεση.
Όσον αφορά στο μέγεθος, για τους μικρούς όζους δεν υπάρχει κατώτατο όριο μεγέθους, πέραν του οποίου δεν είναι απαραίτητη η θυρεοειδεκτομή. Όσοι έχουν ύποπτους όζους πρέπει να υποβάλλονται σε κυτταρολογική εξέταση με παρακέντηση λεπτής βελόνας (FNA). Από τα αποτέλεσμά της εξαρτάται η απόφαση για θυρεοειδεκτομή. Εάν αναφέρεται BETHESDA ΙΙΙ, θα συνυπολογιστούν και διάφοροι άλλοι παράγοντες προκειμένου να σχεδιαστεί το επόμενο βήμα, ενώ στην κατηγοριοποίηση BETHESDA IV έως VI η θυροειδεκτομή αποτελεί την πρώτη επιλογή. Οι ασθενείς με ύποπτα κλινικά και απεικονιστικά οζίδια που είναι πάνω από 1 εκ. θα πρέπει να υποβάλλονται σε θυρεοειδεκτομή. Το ίδιο ισχύει και για τους όζους μεγέθους ≥3 ή 4 εκ. και για εκείνους που παρουσιάζουν μεταβολή του μεγέθους τους.
Η θυρεοειδεκτομή αποτελεί επιλογή και για τη θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού.
Όσον αφορά την επικινδυνότητα της επέμβασης, οι ειδικοί είναι βέβαιοι ότι δεν υπάρχουν αυστηρά όρια ηλικίας ή συννοσηρότητας πέρα από τα οποία η θυρεοειδεκτομή δεν είναι ασφαλής. Ωστόσο, όλες οι παράμετροι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, για να αποφασιστεί ό,τι είναι προς όφελος του ασθενή. Συμφωνούν δε απολύτως ότι η επέμβαση πρέπει να πραγματοποιείται από έναν έμπειρο χειρουργό θυρεοειδούς, ώστε ο ασθενής να αποκομίζει τα βέλτιστα αποτελέσματα.
Η θυρεοειδεκτομή στις μέρες μας γίνεται με ελάχιστα επεμβατικές μεθόδους που προσφέρουν στον ασθενή, ασφάλεια, αποτελεσματικότητα, λιγότερη ταλαιπωρία και πιο γρήγορη ανάρρωση. Συγκριτικά με τις κλασικές θυρεοειδεκτομές, αυτές οι μέθοδοι και ειδικά η ΜΙΝΕΤ [μια τεχνική που πρωτοεφαρμόσαμε διεθνώς] εξασφαλίζουν μειωμένο μετεγχειρητικό πόνο και νοσηρότητα, άριστα αισθητικά αποτελέσματα και καλύτερη ποιότητας ζωής.