Είναι γεγονός πως ο γονιός δύσκολα καταλαβαίνει πως το παιδί του δεν είναι πια παιδί αλλά έφηβος ή έφηβη, έχει μεγαλώσει και μπορεί να πάρει κάποιες αποφάσεις ο ίδιος, όπως για παράδειγμα, το «πότε θα ξεκινήσει τη σεξουαλική του ζωή». Μία απόφαση που έχει να κάνει ασφαλώς από τη μία με το τι «έδωσε» ο ίδιος στο παιδί του, τις αρχές και τις αξίες του, από την άλλη όμως έχει να κάνει και με την εποχή που το παιδί του ζει και το τι επικρατεί σήμερα. Έτσι, αρκετά συχνά, ο γονιός διαβάζει ή ακούει πως οι έφηβοι σήμερα κάνουν κατά μέσον όρο το σεξουαλικό τους άνοιγμα γύρω στα 14 περίπου χρόνια τους και σοκάρεται, θυμώνει με την ανωριμότητα και το «βιαστικό μεγάλωμα» που κυνηγούν, «πρέπει» άλλωστε να προστατέψει «το μικρό του» από τον σεξουαλικό κίνδυνο που «θα του χαλάσει και θα του στιγματίσει τη ζωή».

Μάλιστα, αυτό που παρατηρώ συχνά μέσα από συνεδρίες με γονείς ή ακόμα και σε ομιλίες για τη σεξουαλικότητα των παιδιών, είναι πως αν και γενικότερα η εποχή μας είναι «πιο ανοιχτή» σε σεξουαλικά ζητήματα, οι γονείς αντιμετωπίζουν ακόμη δυσκολίες όταν πρόκειται να μιλήσουν για το σεξ στα παιδιά τους. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως υπήρξαν αντιδράσεις για να μπει το μάθημα της σεξουαλικής αγωγής στα δημοτικά, παρόλο που γράψαμε τα σχετικά βιβλία από το 2008. Φαίνεται λοιπόν, πως κάποια πράγματα παραμένουν ταμπού, απλά με έναν πιο σύγχρονο τρόπο… Όταν μάλιστα οι γονείς είναι πιο μεγάλης ηλικίας ή έχουν μεγαλώσει με αυστηρή ανατροφή, τότε η δυσκολία αντίληψης και κατανόησης της πραγματικότητας είναι ακόμα μεγαλύτερη.

Και όμως γονιέ! Ο έφηβός σου μπορεί να κάνει σεξ! Δεν χρειάζεται να πανικοβληθείς, μπορείς όμως να είσαι δίπλα του για να του «φρεσκάρεις» όλα όσα ήδη θα του έχεις μεταδώσει σχετικά με το σεξ και την έγκυρη ενημέρωση από πιο μικρή ηλικία. Αν παρόλα αυτά, δεν το έκανες όταν έπρεπε, ακόμη και τώρα ίσως να μην είναι αργά, φτάνει βέβαια να έχεις καλλιεργήσει μαζί του μία σχέση εμπιστοσύνης, όπου παρ’ όλη την πιθανή αμηχανία και των δύο, θα νιώσει πως μπορεί να σε εμπιστευτεί και να σε ρωτήσει για σωστή πληροφόρηση. Αυτό που χρειάζεται από εσένα είναι να διατηρήσεις την ψυχραιμία σου, να μιλήσεις μαζί του, να ρωτήσεις αν θα ήθελε να του λύσεις κάποιες απορίες… Αν αρχίσεις να φωνάζεις, να απειλείς με τιμωρίες ή να κάνεις κήρυγμα και κριτική για το πότε «πρέπει» να κάνει σεξ για πρώτη φορά – κυρίως αν είναι κορίτσι – το μόνο που θα καταφέρεις θα είναι απλά να ενεργοποιήσεις την εφηβική αντιδραστικότητα, να τον απομακρύνεις, να μην σου μιλήσει ποτέ ξανά για «δικά του» θέματα και να σε κρατάει στην άγνοια, κινδυνεύοντας να χαθεί στην παραπληροφόρηση ή στην πληροφόρηση από «λάθος ανθρώπους».

Όχι φωνές και φασαρίες, όχι τιμωρίες, όχι κριτική και κήρυγμα, όχι απειλές…

Ναι στο διάλογο και στη συζήτηση, ναι στις συμβουλές, ναι στη σωστή ενημέρωση…

Μπορείς λοιπόν να προκαλέσεις εσύ την συζήτηση και να του εκφράσεις πως σήμερα τα πράγματα και οι κοινωνικοί κανόνες έχουν αλλάξει γύρω από το σεξ, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως χρειάζεται να τους ακολουθήσει αν δεν νιώθει ακόμη έτοιμο. Αν λοιπόν πρόκειται για την «πρώτη του φορά» δεν χρειάζεται να βιαστεί αλλά να προχωρήσει όταν αισθάνεται πως θέλει και όχι επειδή «το κάνουν» οι φίλοι του.

Αν αισθάνεται πως ήρθε η ώρα, τότε δεν έχεις παρά να του εξηγήσεις τη σεξουαλική λειτουργία – όχι για να του κάνεις μάθημα, άλλωστε σίγουρα γνωρίζει πως γίνεται το σεξ – αλλά για να ανοίξεις μία γέφυρα επικοινωνίας μαζί του, μιλώντας ακόμα και για την αντισύλληψη και την προφύλαξη.

Αν έχει ήδη ξεκινήσει τη σεξουαλική του ζωή, μην θεωρήσεις πως τώρα θα ξεχάσει τις υποχρεώσεις του, τα μαθήματά του και πως η σχέση και το σεξ θα σταθούν εμπόδιο στη πρόοδό του. Όπως μάλιστα έδειξε και συγκεκριμένη έρευνα από το Πανεπιστήμιο της Minnesota, («Sex and School: Adolescent Sexual Intercourse and Education») οι σεξουαλικά δραστήριοι έφηβοι σε σχέση, δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτα τους έφηβους που δεν έχουν σεξουαλική ζωή και σχέση, όσον αφορά την σχολική τους πρόοδο και τις σχολικές προσδοκίες. Διαφορά παρουσιάστηκε όμως στους έφηβους με περιστασιακό σεξ όπου παρουσίασαν χαμηλότερες επιδόσεις και προσδοκίες, χωρίς όμως και πάλι ή μελέτη να μπορεί να αποφανθεί αν τελικά έφταιγε η συναισθηματική αστάθεια.