Η μαγνητική τομογραφία μαστού ή μαγνητική μαστογραφία είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο στα χέρια του σύγχρονου χειρουργού μαστού, τόσο προεγχειρητικά, όσο μετεγχειρητικά, καθώς επίσης και ως μέθοδος προληπτικού ελέγχου για ομάδες υψηλού κινδύνου για ανάπτυξη καρκίνου μαστού, λόγω γονιδιακών μεταλλάξεων. Είναι μια σύγχρονη και εξειδικευμένη απεικονιστική μέθοδος με πολύ συγκεκριμένες ενδείξεις, σημαντικά πλεονεκτήματα, αλλά και κάποια μειονεκτήματα και πρέπει πάντοτε να χρησιμοποιείται με πολύ αυστηρά κριτήρια.
Καταρχάς είναι η τεχνική με ευαισθησία που αγγίζει το 100% στην ανίχνευση του καρκίνου του μαστού, στις περιπτώσεις διηθητικού καρκίνου και το 92% στις περιπτώσεις μη διηθητικού καρκίνου (DCIS).
Είναι μια μέθοδος η οποία δεν εκθέτει τις ασθενείς στις βλαπτικές επιδράσεις της ιοντίζουσας ακτινοβολίας, που όμως δεν είναι εντελώς αθώα, καθώς το ενδοφλέβιο σκιαγραφικό γαδολινίο που χρησιμοποιείται στη μαγνητική, συγκεντρώνεται στο νευρικό ιστό και κυρίως στον εγκέφαλο και οι μακροχρόνιες επιπτώσεις του στην υγεία δεν έχουν ακόμη διερευνηθεί πλήρως.
Η μαγνητική μαστογραφία είναι απαραίτητη για την εκτίμηση της ακριβούς έκτασης της νόσου εντός του μαστού προεγχειρητικά, όταν η ασθενής πρόκειται να υποβληθεί σε ευρεία εκτομή του όγκου, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) όταν το εκτιμώμενο μέγεθος του όγκου δε συμπίπτει κλινικά, μαστογραφικά και υπερηχογραφικά,
β) όταν η βλάβη δεν είναι εμφανής στη μαστογραφία (occult),
γ) όταν ο ιστολογικός τύπος είναι λοβιακό διηθητικό καρκίνωμα του μαστού,
δ) όταν υπάρχει μεγάλης έκτασης DCIS σε ασθενείς που πρόκειται να υποβληθούν σε ευρεία εκτομή, για να διευκρινιστεί εάν η διατήρηση του μαστού είναι εφικτή,
ε) όταν υπάρχει πολυεστιακό ή πολυκεντρικό καρκίνωμα του μαστού και προγραμματίζεται χειρουργική επέμβαση με διατήρηση του μαστού και
στ) εάν η ασθενής έχει πολύ πυκνό μαζικό αδένα και κατ’ επέκτασιν η ακριβής εκτίμηση της έκτασης του όγκου εντός του μαστού δεν είναι εφικτή με τη μαστογραφία και το υπερηχογράφημα.
Η μαγνητική μαστογραφία σε συνδυασμό με το υπερηχογράφημα μαστών είναι οι μέθοδος εκλογής για την εκτίμηση της ανταπόκρισης στη νεο-επικουρική χημειοθεραπεία (συνήθως πριν την έναρξη της θεραπείας, στο μέσον της και μετά την ολοκλήρωσή της).
Επίσης, είναι εξαιρετικά χρήσιμη για το διαχωρισμό καλοηθών μετεγχειρητικών αλλοιώσεων από υποτροπή της νόσου, σε περιπτώσεις όπου οι συμβατικές απεικονιστικές μέθοδοι δεν είναι διαφωτιστικές, υπό την προϋπόθεση ότι πραγματοποιείται τουλάχιστον 18 μήνες μετεγχειρητικά.
Είναι η καλύτερη μέθοδος για το screening των γυναικών κάτω των 40 ετών που έχουν αυξημένο κίνδυνο για ανάπτυξη καρκίνου του μαστού λόγω γονιδιακών μεταλλάξεων, αλλά και των αντίστοιχων γυναικών 40-50 ετών, σε συνδυασμό με ψηφιακή μαστογραφία.
Η μαγνητική μαστογραφία με ειδικό πρωτόκολλο ενθεμάτων μαστού είναι η πιο αξιόπιστη τεχνική για την εκτίμηση της ακεραιότητας των σιλικονούχων ενθεμάτων.
Πολύ σημαντική είναι η δυνατότητα διενέργειας βιοψίας υπό μαγνητική καθοδήγηση για τις βλάβες που δεν είναι ορατές στη μαστογραφία ή στο υπερηχογράφημα μαστών.
Το βασικότερο της μειονέκτημα της μαγνητικής μαστογραφίας, εκτός από το υψηλό κόστος είναι ότι έχει υψηλά ποσοστά ψευδώς θετικών ευρημάτων, γεγονός που συνεπάγεται επιπλέον διαγνωστικές εξετάσεις και βιοψίες και κατ’ επέκτασιν μεγαλύτερο άγχος για τις ασθενείς.
Ένα άλλο μειονέκτημά της είναι ότι παρά την ακριβέστερη εκτίμηση του μεγέθους του όγκου, δε βοηθά στη μείωση του ποσοστού επανεκτομών των χειρουργικών ορίων, ενώ αντίθετα έχει αποδειχθεί ότι εξαιτίας της χρήσης της προεγχειρητικά, έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των μαστεκτομών.
Συμπερασματικά, η μαγνητική μαστογραφία είναι ένα απαραίτητο όπλο στη φαρέτρα των σύγχρονων χειρουργών μαστού, που δεν πρέπει όμως να χρησιμοποιείται εάν δεν υπάρχουν πολύ συγκεκριμένες ενδείξεις.