Οι κρίσεις πανικού παρουσιάζονται περισσότερο σε νέους ανθρώπους ηλικίας μεταξύ 15-45 ετών, ενώ η συχνότητα εμφάνισής τους φαίνεται να είναι μεγαλύτερη στις γυναίκες και μικρότερη σε παιδιά που βρίσκονται στο στάδιο της προεφηβείας. Τι είναι όμως οι κρίσεις πανικού;
Η κρίση πανικού είναι μια συνθήκη κατά την οποία το άτομο, χωρίς να υπάρχει κάποιο αντικειμενικό ερέθισμα φόβου, μπαίνει άξαφνα σε μια κατάσταση στην οποία αισθάνεται σαν να βιώνει μία πραγματική συνθήκη κινδύνου. Όλο αυτό εκφράζεται κατά κύριο λόγο με σωματικά συμπτώματα, γι’ αυτό και το άτομο συγχύζεται και θεωρεί πως του έχει συμβεί κάτι σωματικό.
Λεπτομερέστερα, το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών DSM-5, το οποίο χρησιμοποιείται καθολικά στις ΗΠΑ καθώς και σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, περιγράφει την κρίση πανικού ως μία πολύ έντονη κατάσταση στην οποία συναντώνται από τέσσερα και άνω από τα παρακάτω σωματικά συμπτώματα:
- Ταχυπαλμία
- Εφίδρωση
- Τρέκλισμα ή τρέμουλο
- Δύσπνοια ή αίσθηση πνιγμού
- Πόνος ή δυσφορία στο στήθος
- Ναυτία ή κοιλιακή δυσφορία
- Αίσθημα ζάλης, αστάθεια ή λιποθυμία
- Ρίγος ή αίσθηση ζέστης
- Μούδιασμα ή μυρμήγκιασμα
Ωστόσο υπάρχουν άλλα δύο συμπτώματα που το DSM5 επισημαίνει πως ανήκουν στην κατηγορία των γνωστικών συμπτωμάτων, δηλαδή αρνητικές σκέψεις όπως:
- Φόβος απώλειας ελέγχου ή τρέλας
- Έντονος φόβος θανάτου
Εμπειρικά, παρατηρείται ότι μετά το τέλος αυτής της κρίσης ο άνθρωπος είναι πιθανόν να ξεσπάσει σε κλάματα, καθώς έχει βιώσει πολύ έντονα και τρομακτικά αυτό που του συνέβη. Το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό, ωστόσο, δεν αποτελεί διαγνωστικό κριτήριο.
Μιλώντας για τις κρίσεις πανικού ως μια συνθήκη «αναπάντεχη» κατά την οποία το άτομο βιώνει ένα false alarm (ψευδής προειδοποίηση κινδύνου), αξίζει να αναφέρουμε πως σε μερικές περιπτώσεις συνδέονται με ειδικές φοβίες των ανθρώπων, π.χ. αγοραφοβία, κλειστοφοβία, φόβος πτήσης/αεροπλάνου. Στις περιπτώσεις αυτές, το άτομο έχει όντως ένα ερέθισμα φόβου που ήδη γνωρίζει, οπότε η εκδήλωση της κρίσης πανικού δεν συμβαίνει εντελώς ξαφνικά. Μάλιστα, έχει παρατηρηθεί πως αν το άτομο έχει ήδη βιώσει μια κρίση πανικού ως επακόλουθο μια φοβίας που γνωρίζει ότι έχει, ενδέχεται από εκείνο το σημείο και έπειτα να την «προκαλεί» ο ίδιος στον εαυτό του, επηρεαζόμενος από μία αλληλουχία αρνητικών σκέψεων που είθισται να συνδέονται με φοβίες.
Όσο έντονα και τρομακτικά κι αν βιώνεται από το ίδιο το άτομο, όμως, η κρίση πανικού δεν αποτελεί ψυχική διαταραχή και δεν ταξινομείται ως τέτοια. Ενδέχεται να υφίσταται ως μεμονωμένο περιστατικό στην ζωή ενός ανθρώπου ή διάσπαρτα περιστατικά στην διάρκεια της ζωής. Εάν, ωστόσο, η συχνότητα εμφάνισης είναι πιο έντονη (παραπάνω από μία κρίση πανικού που να περιέχει τουλάχιστον τέσσερα από τα παραπάνω σωματικά συμπτώματα και κάποιο από τα δύο γνωστικά), ενδέχεται να επηρεάσει τη γενικότερη λειτουργικότητα του ανθρώπου. Αυτό συμβαίνει όταν το άτομο, προκειμένου να αποφύγει μια ενδεχόμενη κρίση πανικού που έχει ξανασυμβεί σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή μια συγκεκριμένη συνθήκη, πιθανόν να αρχίσει να αποφεύγει την επιστροφή του εκεί. Επίσης, οι πολύ συχνές κρίσεις πανικού πιθανόν να είναι σύμπτωμα μια πιο οργανωμένης κρίσης άγχους/θλίψης, γι’ αυτό και αποτελούν σύμπτωμα Διαταραχών Άγχους και Διάθεσης.
Η ένταση και η διάρκεια της κρίσης πανικού κλιμακώνεται συνήθως μέσα σε λίγα λεπτά και δεν είναι πραγματικά επικίνδυνη για τον άνθρωπο, ο οποίος καλείται βέβαια να διαχειριστεί ένα έντονο συμβάν, το οποίο όμως θα περάσει σε λίγα λεπτά. Στην πραγματικότητα, όσο περίεργο και αν ακούγεται, μια κρίση πανικού αποτελεί πολύ σημαντικό μέρος της κατασκευής μας, αφού αντιπροσωπεύει την ενεργοποίηση του αντανακλαστικού πάλης/φυγής που αναπτύχθηκε πριν από εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια για να μας προστατεύει από τους κινδύνους της εποχής εκείνης (π.χ. άγρια ζώα) και περιλαμβάνει φυσιολογικές μεταβολές (π.χ. επιτάχυνση καρδιακού ρυθμού) οι οποίες προετοίμαζαν τον άνθρωπο να παλέψει ή να φύγει τρέχοντας. Το σύγχρονο περιβάλλον ωστόσο δεν κρύβει τέτοιους κινδύνους, οπότε η απάντηση στο ερώτημα «γιατί και πως ενεργοποιείται» βρίσκεται στα επίπεδα στρες που έχουμε στην ζωή μας και των οποίων το μέγεθος ορισμένες φορές δεν αντιλαμβανόμαστε ότι μπορεί να πυροδοτήσει τέτοιους αρχέγονους μηχανισμούς επιβίωσης.
Επειδή, ωστόσο, μια κρίση πανικού έχει πραγματικά σωματικά συμπτώματα (π.χ. ταχυκαρδία, εφίδρωση) πολλοί άνθρωποι ανησυχούν πως τους συμβαίνει κάτι σωματικό (π.χ. έμφραγμα) και είναι εξαιρετικά σύνηθες να επισκέπτονται τα επείγοντα περιστατικά κάποιου νοσοκομείου. Εδώ, λοιπόν, αποδεικνύεται σημαντική η επισήμανση πως, στις κρίσεις πανικού υπάρχουν όχι μόνο σωματικά αλλά και γνωστικά συμπτώματα, όπως ο φόβος ότι «χάνω το μυαλό μου» ή ο φόβος ότι «επρόκειτο να πεθάνω».
Ακόμα και στην περίπτωση που επαναληφθούν οι κρίσεις πανικού σε έναν άνθρωπο, θα πρέπει να θυμάται πως οι ειδικοί Ψυχικής Υγείας μπορούν να τον βοηθήσουν να διαχειριστεί σε πολύ σύντομο χρόνο τα συμπτώματα που τον απασχολούν και να μάθει πώς να διαχειριστεί ενδεχόμενες τέτοιες κρίσεις στο μέλλον. Η ψυχοθεραπεία και συγκεκριμένα η Συμπεριφοριστική-Γνωστική κατεύθυνση έχει αποδειχθεί πως είναι εξαιρετικά βοηθητική για τις κρίσεις πανικού και γενικότερα για τις αγχώδεις διαταραχές. Σε περιπτώσεις, μάλιστα, όπου το άτομο βιώνει πολύ έντονα τα συμπτώματα, η συμβολή φαρμακευτικής αγωγής είναι ιδιαίτερα ανακουφιστική συνδυαστικά με την ψυχοθεραπεία.