Ο ανελκόμενος ή ανασπώμενος όρχις αποτελεί μια από τις ανωμαλίες καθόδου του όρχεος. Είναι ο όρχις που έχει ασταθή θέση μεταξύ της φυσιολογικής θέσης του όρχεος εντός του οσχέου και του βουβωνικού πόρου ή του έξω στομίου του και ενδεχομένως οφείλεται σε αυξημένο αντανακλαστικό του κρεμαστήρα μυ και στη διατήρηση μακρού μήκους του οίακα.

Κατά τη γέννηση βρίσκεται στο όσχεο και μετά ανευρίσκεται ψηλότερα, ενώ το σύστοιχο ημιόσχεο είναι πλήρως σχηματισμένο. Δεν πρόκειται για παραλλαγή φυσιολογικής θέσης του όρχεος, όπως αναφερόταν παλαιότερα, καθώς από το σύνολο των ανελκόμενων όρχεων το 30% κατεβαίνουν στο όσχεο, το 32% ανέρχονται σε υψηλότερη θέση (επίκτητη κρυψορχία) ενώ το 38% παραμένουν ανελκόμενοι.

Η συχνότητα του ανελκόμενου όρχεος (3,9% των ανωμαλιών καθόδου του όρχι), είναι ανάλογη με την σύσπαση του κρεμαστήρα και αντιστρόφως ανάλογη με την έκκριση τεστοστερόνης.

Έτσι λοιπόν, βλέπουμε να είναι πολύ μικρή μέχρι την ηλικία των 3 μηνών να αυξάνει μέχρι την ηλικία των 9 χρόνων και στη συνέχεια να μειώνεται με την αύξηση της τεστοστερόνης.

Το 20- 32% των παιδιών με ανελκόμενο όρχι θα οδηγηθούν σε επίκτητη κρυψορχία.

Κλινική εξέταση 

Ο ανελκόμενος όρχις συνήθως διαπιστώνεται από τον παιδίατρο κατά τη διάρκεια εξέτασης ρουτίνας. Ο ασθενής πρέπει να εξετάζεται σε ύπτια, καθιστή θέση και σε βαθύ κάθισμα (βατραχοειδή θέση), να βρίσκεται σε ηρεμία και θερμό περιβάλλον, ενώ τα χέρια του εξετάζοντος πρέπει να έχουν ίδια θερμοκρασία με αυτήν του σώματος του ασθενούς και οι κινήσεις ψηλάφησης να είναι αργές και απαλές. Εάν ο ασθενής δεν είναι σε ηρεμία η εξέταση πρέπει να επαναλαμβάνεται.

Ψηλαφητός όρχις. Εάν ο όρχις δεν ανευρίσκεται στο όσχεο, γίνεται προσπάθεια αρχικά να ψηλαφηθεί στη σύστοιχη βουβωνική χώρα αντίστοιχα με την πορεία καθόδου. Εφ’ όσον εντοπισθεί στη βουβωνική χώρα γίνεται προσπάθεια να κατέλθει στο όσχεο με αμφίχειρη ψηλάφηση. Εάν ο όρχις κατέλθει και παραμείνει στο όσχεο πρόκειται για ανελκόμενο όρχι. Αν ο όρχις επιστρέψει αμέσως εκτός οσχέου επαναλαμβάνεται η εξέταση ή ζητείται η συμβουλή παιδοχειρουργού. Έχει μεγάλη σημασία να διαχωριστεί η κρυψορχία από τον ανελκόμενο όρχι.

Διότι η κρυψορχία πρέπει να χειρουργείται στον 6ο μήνα της ζωής ενώ ο ανελκόμενος όρχις χρειάζεται απλά παρακολούθηση, για την πιθανότητα επίκτητης κρυψορχίας, μέχρι την ηλικία των 9-10 χρόνων οπού το μεγαλύτερο ποσοστό θα καθηλωθεί στο όσχεο.
Ο κλινικός διαχωρισμός μεταξύ ανελκόμενου όρχι, και κρυψορχίας μερικές φορές είναι δύσκολος.

Διάγνωση

Μόνο η κλινική εξέταση μπορεί να τεκμηριώσει τη διάγνωση του ανελκόμενου όρχεος. Όμως ο υπερηχογραφικός έλεγχος, συμβάλλει στη μελέτη της σύστασης και της μορφολογίας του όρχι, στον καθορισμό των διαστάσεών του και στη συνύπαρξη βουβωνοκήλης ή υδροκήλης. Ο υπερηχογραφικός έλεγχος πρέπει να γίνεται, από ακτινολόγο που έχει εμπειρία στην εξέταση βρεφών και παιδιών και το εργαστήριο να διαθέτει υπερηχογράφο με κατάλληλες προδιαγραφές. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου εξαιτίας της μη καλής προσέγγισης του ασθενούς και εξ’ αιτίας της αυξημένης σύσπασης του κρεμαστήρα ετέθη η διάγνωση της κρυψορχίας, σε παιδιά που δεν είχαν.

Θεραπεία 

Ο ανελκόμενος όρχις δεν χρειάζεται χειρουργική αποκατάσταση αλλά παρακολούθηση έως την ηλικία των 10 ετών οπότε και το περίπου 90% θα καθηλωθεί στο όσχεο. Η παρακολούθηση είναι επιβεβλημένη διότι το 20 – 32% των παιδιών με ανελκόμενο όρχι θα οδηγηθούν σε επίκτητη κρυψορχία και τότε η επέμβαση πρέπει να είναι άμεση.

Ένδειξη για χειρουργική αποκατάσταση αποτελεί, η εξέλιξη σε επίκτητη κρυψορχία και η μείωση του μεγέθους του όρχεος.

Η άποψη, τη τελευταία διετία, ότι πρέπει να χειρουργείται εκτός των ανωτέρω ενδείξεων, δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένη.