Η κολχικίνη είναι ένα αρχαίο φάρμακο που προέρχεται από το φυτό Κρόκος Φθινοπωρινός (Colchicum autumnale). Έχει γνωστή αντιφλεγμονώδη δράση (δηλαδή μειώνει το φλεγμονώδες φορτίο είτε τοπικά είτε γενικευμένα στο ανθρώπινο σώμα) και η κύρια χρήση της σήμερα είναι στην ουρική αρθρίτιδα και στην οξεία και υποτροπιάζουσα περικαρδίτιδα. Παλαιότερα έχει δοκιμαστεί με θετικά αποτελέσματα στον οικογενή Μεσογειακό πυρετό και σε αυτοάνοσες παθήσεις όπως η νόσος του Behcet’s. Τέλος πειραματικά με ενθαρρυντικά αποτελέσματα δοκιμαστικά και στο οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Ποια είναι η φαρμακολογική δράση της κολχικίνης;
Η δράση της εντοπίζεται στην παρεμπόδιση των αλλαγών του σχήματος και της κίνησης των κυττάρων. Επίσης δρα εναντίον της φλεγμονής μειώνοντας τη δημιουργία του παραγόντων όπως της NLRP3 inflammasome και ακολούθως της σπουδαιότερης αρχικής Ιντερλευκίνης ΙL-Iβ. Κατ’ αυτό τον τρόπο σε παθήσεις όπως είναι η οξεία περικαρδίτιδα μειώνει την ποσότητα του υγρού ανάμεσα στα περικαρδιακά πέταλα και περιορίζει τη φλεγμονή. Έτσι λοιπόν η κολχικίνη έχει χρησιμοποιηθεί με επιτυχία για τη θεραπεία και πρόληψη καταστάσεων συστημικής φλεγμονής.
Γιατί χρησιμοποιείται κατά της λοίμωξης του κορωνοϊού;
Η εκτεταμένη φλεγμονή αποτελεί επίσης κύριο χαρακτηριστικό της μέτριας έως σοβαρής νόσου από Covid-19. Μέτρια σοβαρότητας θεωρείται η λοίμωξη που προκαλεί πυρετό, αναπνευστική δυσκολία και πνευμονία, ενώ σοβαρή όταν, πέρα από τα προηγούμενα, υπάρχει σοβαρή έλλειψη οξυγόνου στον ασθενή (κορεσμός κάτω από 92%). Βασιζόμενοι λοιπόν σε αυτές στις προαναφερθείσες ιδιότητες της κολχικίνης, ερευνητές τόσο από την Ελλάδα με την μελέτη GRECCO-19 (κύριος ερευνητής καθηγητής Δευτεραίος) όσο και από το εξωτερικό καναδική μελέτη COLCORONA δοκίμασαν να την εφαρμόσουν επιπρόσθετα της κλασικής αγωγής σε ασθενείς με λοίμωξη από Covid-19. Οι ερευνητές, δοκίμασαν την κολχικίνη σε ασθενείς, από τους οποίους οι μισοί έκαναν τη συνήθη θεραπεία με προσθήκη του εν λόγω φαρμάκου, ενώ οι υπόλοιποι τη συνήθη θεραπεία με προσθήκη εικονικού φαρμάκου (placebo). Η καναδική αυτή μελέτη έδειξε ότι η χορήγηση κολχικίνης σε ασθενείς Covid-19 μείωσε κατά 44% την θνητότητα, 25% τη νοσηλεία και 50% την ανάγκη διασωλήνωσης.
Πώς ξεκίνησε η ιδέα να χορηγηθεί και να μελετηθεί η κολχικίνη;
Από τα πρώτα δεδομένα σχετικά με τη νόσο Covid-19, έγινε γρήγορα κατανοητός ο αρνητικός ρόλος της υπέρμετρης φλεγμονώδους απόκρισης του οργανισμού στον εισβολέα (o ιός που ονομάζεται SARS-CoV-2) και μάλιστα σε πολυσυστηματικό επίπεδο – δηλαδή επηρεάζοντας πολλά όργανα συμπεριλαμβανομένου και του μυοκαρδίου. Δεν είναι απολύτως σαφές μέσω ποιου ακριβώς μηχανισμού το εν λόγω φάρμακο μπορεί να καταπολεμήσει τη λοίμωξη Covid-19. Είναι πολύ απίθανο η κολχικίνη να έχει άμεσες αντιϊκές ιδιότητες, αλλά φαίνεται να μετριάζει τις φλεγμονώδεις αντιδράσεις του σώματος και να αποτρέπει τις βλάβες στα ενδοθηλιακά κύτταρα των αγγείων.
Πότε και σε ποιους ασθενείς θα χορηγείται κολχικίνη;
Κολχικίνη θα πρέπει να χορηγείται σε όλους τους ασθενείς άνω των 60 ετών που έχουν θετικό μοριακό τεστ ανεξάρτητα από το εάν έχουν υποκείμενα νοσήματα. Επίσης σε ασθενείς από 18 έως 60 ετών με τουλάχιστον ένα υποκείμενο νόσημα ή πυρετό πάνω από 38 για τουλάχιστον 48 ώρες. Στα υποκείμενα νοσήματα συγκαταλέγονται ο σακχαρώδης διαβήτης, η παχυσαρκία, η υπέρταση που δεν έχει ελεγχθεί, το άσθμα, η Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια, η καρδιακή ανεπάρκεια και η στεφανιαία νόσος. Η χορήγηση της κολχικίνης, με τη μορφή χαπιού θα γίνεται όταν το αποφασίζει ο θεράποντας γιατρός και εκτιμάται ότι θα χορηγείται στα πρώτα εικοσιτετράωρα μετά το θετικό μοριακό τεστ.
Παρενέργειες και αντενδείξεις κολχικίνης
Οι παρενέργειες περιλαμβάνουν συχνά γαστρεντερικές ενοχλήσεις (διάρροια) και σπανιότερα ουδετεροπενία. Οι υψηλές δόσεις μπορεί, επίσης, να βλάψουν το μυελό των οστών, οδηγούν σε αναιμία, και προκαλούν απώλεια μαλλιών. Σπάνια η κολχικίνη μπορεί να προκαλέσει μια προσωρινή θόλωση του κερατοειδούς και να απορροφηθεί μέσα στο σώμα, προκαλώντας συστηματική τοξικότητα. Απολύτως η κολχικίνη αντενδείκνυται σε ασθενείς με προχωρημένη νεφρική ανεπάρκεια. Η αθροιστική τοξικότητα μπορεί να προκαλέσει σοβαρή νευρομυοπάθεια με αδυναμία, αυξημένη CPK, και αισθητικοκινητική πολυνευροπάθεια. Η τοξικότητα με κολχικίνη μπορεί να ενισχυθεί από την ταυτόχρονη χρήση στατινών και φιμπρατών.