Η πανδημία COVID-19 έχει τεράστιο τίμημα σε ανθρώπινες ζωές, σε επιπλοκές για αυτούς που επιβιώνουν, αλλά και σε έμμεσο κόστος που αφορά την οικονομική δυσπραγία και ανέχεια για μεγάλες κοινωνικές ομάδες. Η ανακάλυψη ασφαλών και αποτελεσματικών εμβολίων και η εφαρμογή τους σε μαζικό εμβολιασμό με πρωτοφανή ταχύτητα, αποτελεί επιστημονικό επίτευγμα χωρίς προηγούμενο στα ιστορικά χρονικά. Καθώς στο πρόγραμμα εμβολιασμού για COVID-19 εντάσσονται και νεότερες ηλικιακές ομάδες ενήλικου πληθυσμού, προκύπτει εύλογα το ερώτημα εάν τα παιδιά πρέπει να συμπεριληφθούν στα επόμενα στάδια του εθνικού προγράμματος εμβολιασμού.

Ο κύριος λόγος εμβολιασμού είναι η ατομική προστασία του εμβολιαζόμενου για λοιμώδη νοσήματα που έχουν δυνητικό αποτέλεσμα σοβαρές επιπλοκές ή θάνατο. Τα παιδιά φαίνεται από όλες τις μελέτες παγκοσμίως να αποτελούν μικρό ποσοστό στο σύνολο των ατόμων που χρειάστηκαν νοσηλεία (5-15%) και παρότι έχουν καταγραφεί επιπλοκές ή και θάνατοι, τα ποσοστά είναι εξαιρετικά χαμηλά σε σύγκριση με άλλες ηλικιακές ομάδες. Παρότι τα περισσότερα παιδιά περνάνε τη λοίμωξη COVID-19 ήπια ή ασυμπτωματικά και δεν ελέγχονται εργαστηριακά, στη χώρα μας έχουν καταγραφεί σε άτομα 0-17 ετών 26.419 (7.6%) κρούσματα και 3 θάνατοι (έως 6/5/21). Όμως, μετά το δεύτερο πανδημικό κύμα η περιγραφή του πολυοργανικού φλεγμονώδους συνδρόμου (Multiorgan Inflammatory Syndrome in children- MIS-C) έδειξε ότι και στα παιδιά μπορούν να προκύψουν επιπλοκές ή κλινικές εκδηλώσεις που δεν έχουν χαρακτηρισθεί ακόμη επαρκώς. Επιπλέον, τα εργαστηριακά ευρήματα αγγειακής φλεγμονής που ευρίσκονται σε παιδιά που παρουσιάζουν ακόμη και ήπιες κλινικές εκδηλώσεις της λοίμωξης COVID-19, προβληματίζει για το τί μπορεί να εκδηλώσουν αυτά τα παιδιά μακροπρόθεσμα.

Παρότι το άμεσο κόστος από την πανδημία COVID-19 στα παιδιά ήταν φαινομενικά περιορισμένο, το έμμεσο κόστος ήταν δυσανάλογα μεγάλο. Τα παιδιά έμειναν μεγάλο χρονικό διάστημα μακριά από το σχολικό και κοινωνικό τους περιβάλλον, βιώνοντας υπέρμετρη ψυχολογική πίεση, κατάθλιψη, αύξηση σωματικού βάρους και τεράστια εξάρτηση από τον εικονικό κόσμο των ηλεκτρονικών μέσων. Παιδιά σε οικογένειες που ζουν σε δυσμενείς οικονομικές συνθήκες είχαν επιπλέον να βιώσουν την ανεργία των γονιών τους, τη δυσκολία πρόσβασης σε εκπαιδευτικές υπηρεσίες, τη συμβίωση σε περιορισμένο χώρο και πιο συχνά ενδοοικογενειακή κακοποίηση.

Για να μπορέσει να γίνει αποδεκτός εμβολιασμός για COVID-19 στην παιδική ηλικία, θα πρέπει να πληρούνται αρκετές προϋποθέσεις. Καταρχάς, θα πρέπει να υπάρχουν διαθέσιμες αρκετές δόσεις εμβολίων στη χώρα, ώστε να είναι εφικτός ο εμβολιασμός σε όλες τις ηλικιακές και ευπαθείς ομάδες ενηλίκων, που έχουν σοβαρό ατομικό κίνδυνο από τη λοίμωξη. Ακόμη δεν έχει προσδιοριστεί εάν και πότε θα υπάρξει ανάγκη επαναληπτικών δόσεων σε ενήλικες, γεγονός που θα δημιουργούσε επιπρόσθετες δυσκολίες προμήθειας επαρκών δόσεων εμβολίων για τα προσεχή έτη.

Επιπλέον, αυτό που συχνά λέγεται για τα εμβόλια COVID-19 σε ενήλικες ότι «το όφελος πλεονεκτεί των θεωρητικών κινδύνων» δεν έχει εφαρμογή στα παιδιά. Εφόσον η θνητότητα στα παιδιά είναι σχεδόν μηδενική και τα πιθανά εμβόλια θα πρέπει να έχουν μηδενικό κίνδυνο, έστω και για σπάνιες επιπλοκές. Επομένως, χρειαζόμαστε περισσότερα στοιχεία από κλινικές μελέτες για συγκεκριμένα εμβόλια COVID-19 στα παιδιά, πριν συζητήσουμε για θέματα ασφάλειας ή μαζικού εμβολιασμού.

Ποια μπορεί να είναι τα πιθανά οφέλη του εμβολιασμού των παιδιών για COVID-19; Σε ατομικό επίπεδο τα παιδιά θα μπορούν να συμμετέχουν σε σχολικές και εξωσχολικές συλλογικές αθλητικές ή καλλιτεχνικές δραστηριότητες χωρίς το φόβο νόσησης ή την ανάγκη συνεχούς εργαστηριακού ελέγχου. Ειδικότερα, η εμπειρία του τελευταίου έτους έδειξε ότι η ομαλή λειτουργία όλων των σχολικών βαθμίδων είναι ζωτικής σημασίας για τον ψυχισμό και την ομαλή ανάπτυξη των παιδιών. Χωρίς εμβολιασμό, θα συμβαίνουν σποραδικά κρούσματα ή μικροεπιδημίες που θα οδηγούν στο φαύλο κύκλο του κλεισίματος και της καραντίνας σε τάξεις ή σχολικά συγκροτήματα.

Επεκτείνοντας το πιθανό όφελος του εμβολιασμού των παιδιών για COVID-19 από το ατομικό στο συλλογικό επίπεδο, με των εμβολιασμό των παιδιών θα μπορούσαμε να επιτύχουμε ευκολότερα τη δημιουργία έμμεσης ανοσίας ή ανοσίας της κοινότητας. Αυτό θα επιτυγχάνονταν λόγω της μείωσης της κυκλοφορίας του ιού και της προστασίας και αυτών που είναι στο περιβάλλον των παιδιών και για οποιοδήποτε λόγο δεν μπορούν να εμβολιασθούν. Στην περίπτωση της λοίμωξης COVID-19 έχει υπολογισθεί ότι για να μπορέσουμε να κτίσουμε συλλογική ανοσία θα πρέπει να εμβολιασθεί τουλάχιστον 70% του συνολικού πληθυσμού. Αυτό για τη χώρα μας σημαίνει ότι θα έπρεπε να εμβολιάσουμε το σύνολο των ενηλίκων, στόχος που δεν φαίνεται να μπορεί να επιτευχθεί, δεδομένου του δισταγμού για εμβολιασμό σε περίπου 20-30% του πληθυσμού. Ειδικότερα οι έφηβοι φαίνεται να έχουν υψηλό ιικό φορτίο και λόγω της κινητικότητάς τους, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην διασπορά στην κοινότητα, επομένως ο εμβολιασμός τους θα βοηθούσε στη μείωση της διασποράς και τη μετάδοσης σε ευπαθείς πληθυσμιακές ομάδες.

Στο απαισιόδοξο σενάριο που αποδειχθεί ότι τόσο η ανοσία που επάγεται από τη φυσική νόσηση όσο και η ανοσία μετά εμβολιασμό φθίνουν σύντομα, τότε για να υπάρξει συλλογική ανοσία θα πρέπει να εμβολιάζεται κάθε 1-2 χρόνια πολύ υψηλότερο ποσοστό του πληθυσμού, γεγονός που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη συμμετοχή και των παιδιών στο πρόγραμμα εμβολιασμού για COVID-19.

Συμπερασματικά, ο πιθανός εμβολιασμός παιδιών για COVID-19 έχει θεωρητικά οφέλη, αλλά θα πρέπει να συνυπολογιστούν πολλά δεδομένα πριν από την εφαρμογή του και να απαντηθούν σημαντικά ερωτήματα που ακόμη δεν έχουμε επαρκή δεδομένα για να απαντήσουμε. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, ο εμβολιασμός παιδιών ή εφήβων θα πρέπει να είναι σε εθελοντική βάση, μετά από πολύ προσεκτική μελέτη των δεδομένων ασφάλειας και αποτελεσματικότητας και έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη των γονέων αλλά και των παιδιάτρων με καλά τεκμηριωμένα στοιχεία.