Με τον όρο πνευμονία εννοούμε τη φλεγμονή του πνευμονικού παρεγχύματος από διάφορα παθογόνα αίτια. Ποικίλει σε σοβαρότητα, από ήπια νόσο που μπορεί να αντιμετωπιστεί κατ’ οίκον ιδίως σε νέα άτομα, μέχρι πολύ σοβαρή λοίμωξη με υψηλή θνητότητα και θνησιμότητα.
Τι προκαλεί την πνευμονία;
Αιτιολογικώς η πνευμονία χωρίζεται σε:
- εξωνοσοκομειακή ή πνευμονία της κοινότητας, όπου ο ασθενής αποκτά την πνευμονία στο σπίτι του ή εισάγεται στο Νοσοκομείο έχοντας εκδηλώσει πνευμονία
- νοσοκομειακή, όπου ο ασθενής προσβάλλεται από πνευμονία μέσα στο Νοσοκομείο που εκδηλώνεται 48 με 72 ώρες τουλάχιστον μετά την εισαγωγή του.
Η αιτιολογία της πνευμονίας ποικίλλει, ενώ στo 25% με 50% των περιπτώσεων δεν ανευρίσκεται το παθογόνο αίτιο. Ένα από τα συχνότερα μικρόβια που ενοχοποιείται για την πνευμονία είναι ο πνευμονιόκοκκος (στρεπτόκοκκος της πνευμονίας) και ακολουθούν άλλα μικρόβια όπως το μυκόπλασμα, η Legionella,τα χλαμύδια και σε ορισμένες περιπτώσεις οι ιοί.
Πως μεταδίδεται η πνευμονία;
Οι τρόποι μετάδοσης της πνευμονίας εξαρτώνται από την αιτία πρόκλησή της. Οι ιογενείς πνευμονίες μεταδίδονται πιο εύκολα από τις μικροβιακές.
Οι κυριότεροι τρόποι μετάδοσης είναι:
- αερογενώς με εισπνοή σταγονιδίων
- με συγχρωτισμό πολλών ατόμων σε κλειστούς χώρους
- από μολυσμένες επιφάνειες
Πως γίνεται η διάγνωση της πνευμονίας;
Η πνευμονία πρέπει να επιβεβαιώνεται ακτινολογικά και η ακτινογραφία θώρακος αποτελεί βασική εξέταση (με την χαρακτηριστική εικόνα πύκνωσης) ,ενώ περισσότερες πληροφορίες παρέχονται ασφαλώς με την αξονική τομογραφία θώρακος η οποία όμως δεν συνίσταται να γίνεται σε κάθε περίπτωση αλλά όταν απαιτούνται περισσότερες πληροφορίες, όπως υπόνοια υποκείμενης νεοπλασίας ή πλευριτική συλλογή.
Στον εργαστηριακό έλεγχο συνήθως εμφανίζεται λευκοκυττάρωση και αύξηση των δεικτών φλεγμονής (CRP,ΤΚΕ) ενώ στη φυσική εξέταση στην ακρόαση των πνευμόνων, αναδεικνύονται επιπρόσθετοι μη μουσικοί ρόγχοι καθώς και τυπικά ευρήματα πύκνωσης (επικρουστική αμβλύτητα, αύξηση των φωνητικών δονήσεων, βρογχική αναπνοή).
Ποια είναι τα συμπτώματα και ποιοι οι παράγοντες κινδύνου για την πνευμονία;
Τα κυριότερα συμπτώματα της πνευμονίας είναι πυρετός (συνήθως υψηλός), παραγωγικός βήχας, δύσπνοια, αιμόφυρτα πτύελα ,αρθραλγίες, μυαλγίες, κοιλιακό άλγος, εμετοί, διάρροιες.
Παράγοντες κινδύνου σε ασθενείς πάσχοντες από πνευμονία κοινότητας είναι:
- ηλικία > 65 ετών
- υποκείμενα νοσήματα: σακχαρώδης διαβήτης, νεφρική ανεπάρκεια, αλκοολισμός, χρόνια πνευμονοπάθεια, ανοσοκαταστολή, νεοπλασίες.
Κλινικά ευρήματα
Ταχύπνοια, συστολική πίεση <90mmHg ή διαστολική πίεση <60mmHg, πτώση επιπέδου συνείδησης, πυρετός >38,3°C
Εργαστηριακά ευρήματα
- Λευκοκυττάρωση ή λευκοπενία
- Ακτινολογικά ευρήματα
- Ακτινολογική προσβολή περισσότερων του ενός πνευμονικών λοβών, σημαντική υπεζωκοτική συλλογή.
Ποιες είναι οι επιπλοκές της πνευμονίας;
Η πνευμονία παρουσιάζει σοβαρές επιπλοκές όπως πλευρίτιδα, σήψη, πνευμονικό απόστημα, οξεία αναπνευστική δυσχέρεια, μυοκαρδίτιδα.
Ποια είναι η θεραπεία της πνευμονίας;
Επειδή η αιτιολογική διάγνωση της πνευμονίας δεν είναι πάντα εφικτή ή είναι καθυστερημένη, η έναρξη της αγωγής είναι κατά κανόνα εμπειρική, ενώ καθυστέρηση της θεραπείας για περισσότερες από οκτώ ώρες έχει συσχετιστεί με αύξηση της θνητότητας. H θεραπεία της πνευμονίας στηρίζεται κυρίως στη χορήγηση αντιβιοτικών. Η αγωγή θα πρέπει να αρχίσει το συντομότερο δυνατό από τη διάγνωση και πολύ σημαντική είναι η επιλογή του κατάλληλου φαρμάκου με τη σωστή δοσολογία. Η διάρκεια της θεραπείας εξαρτάται από το παθογόνο αίτιο.
Πως γίνεται η εκτίμηση της θεραπείας της πνευμονίας;
Η εκτίμηση της ανταπόκρισης στη θεραπευτική αγωγή βασίζεται σε δεδομένα, κλινικά (πυρετός, δύσπνοια, γενική κατάσταση), εργαστηριακά (λευκοκυττάρωση, δείκτες φλεγμονής) και ακτινολογικά (ακτινογραφία θώρακος).
Μπορεί να προληφθεί η πνευμονία;
Η πνευμονία μπορεί να προληφθεί ορισμένες φορές με το εμβόλιο για τον πνευμονιόκοκκο, ενώ άλλες στρατηγικές πρόληψης της πνευμονίας περιλαμβάνουν και άλλους τρόπους παρέμβασης, όπως αντιγριπικός εμβολιασμός, επαρκής ενυδάτωση, καλή διατροφή, αποφυγή καπνίσματος, ρύθμιση υποκείμενων νόσων, επαρκές ανοσοποιητικό σύστημα.
Πνευμονία από COVID-19
Η COVID-19, η ασθένεια που προκαλείται από τον νέο κορωνοϊό SARS-CοV-2, μπορεί να προκαλέσει πνευμονία. Ο ιός μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο, κυρίως μέσω του αναπνευστικού, με σταγονίδια από το φτέρνισμα, το βήχα ή την ομιλία, ενώ μπορεί να μεταδοθεί και μέσω επαφής με επιφάνειες πρόσφατα μολυσμένες με σταγονίδια, εάν δεν τηρούνται τα μέτρα υγιεινής των χεριών.
Οι περισσότεροι ασθενείς με COVID-19 έχουν ήπια ή μέτρια συμπτώματα, ωστόσο 15% των περιπτώσεων έχουν σοβαρή νόσο και μπορεί να αναπτύξουν πνευμονία, ενώ 1-5% παρουσιάζουν σημαντικές επιπλοκές πνευμονίας, όπως σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας (ΑRDS) και θα χρειαστούν μηχανικό αερισμό στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Υψηλός πυρετός, βήχας, έντονη δύσπνοια με ταχύπνοια και ταχυκαρδία, είναι τα πιο κοινά συμπτώματα της πνευμονίας σε ασθενείς με CΟVID-19.
Τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω καθώς και τα άτομα με υποκείμενα νοσήματα θεωρούνται αυξημένου κινδύνου για εμφάνιση πνευμονίας.