Η νόσος COVID-19 οφείλεται στον ιό SARS-CoV-2 και χαρακτηρίζεται από αυξημένη νοσηρότητα και θνητότητα. Το 85% περίπου των ατόμων που θα προσβληθούν από τον ιό θα εμφανίσει πολύ ήπια νόσο, το 10% θα εμφανίσει μέτριας βαρύτητας νόσο που θα απαιτήσει φαρμακευτική αγωγή και νοσηλεία ενώ το 5% θα εμφανίσει σοβαρή νόσο που θα απαιτήσει νοσηλεία σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (θνητότητα μεταξύ 35-50%).
Ο Γιάννης 60 ετών, είναι παντρεμένος με την Μαρία που είναι 50 ετών. Ο Γιάννης πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη, αρτηριακή υπέρταση και παχυσαρκία 2ου βαθμού (συχνότεροι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση σοβαρής νόσου μαζί με την ηλικία). Ο Γιάννης έχει εμβολιασθεί έναντι της COVID-19 αλλά η Μαρία όχι. Τόσο ο Γιάννης όσο και η Μαρία τηρούν σχολαστικά τα μέτρα ατομικής προστασίας (μάσκα, απόσταση, πλύσιμο χεριών). Η Μαρία μια ημέρα μετά από την επιστροφή από την εργασία της, νιώθει αδυναμία, κόπωση, έχει χάσει την γεύση και την οσμή της (άτυπα συμπτώματα της νόσου) και στην συνέχεια εμφανίζει πυρετό έως 38ο C και βήχα (έκφραση της λοίμωξης). Λόγω της έντονης υποψίας, υποβάλλεται σε μοριακή μέθοδο ανίχνευσης του κορωνοιού (η PCR τεχνική αποτελεί την διαγνωστική μέθοδο εκλογής γιατί έχει αυξημένη ειδικότητα) η οποία αποβαίνει θετική ενώ ο Γιάννης έχει αυξημένους τίτλους αντισωμάτων μετά από τον εμβολιασμό (άρα προφυλάσσεται). Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι : α) η λοίμωξη προσβάλλει όλες τις ηλικίες ανεξάρτητα από την συνύπαρξη παραγόντων κινδύνου και β) το εμβόλιο αποτελεί ασπίδα και προστατεύει έως και 95% από την εμφάνιση λοίμωξης.
Η Μαρία επικοινωνεί με τον οικογενειακό ιατρό, συστήνεται θεραπεία με αζιθρομυκίνη για 7 ημέρες, ξεκούραση, περιορισμός κατ΄οίκον και παρακολούθηση της αναπνευστικής λειτουργίας (με παλμικό οξύμετρο όπου ο κορεσμός της αιμοσφαιρίνης με οξυγόνο πρέπει να είναι > 94%). Την 5η ημέρα από την διάγνωση, αισθάνεται «βαριά ανάσα», δεν μπορεί να ολοκληρώσει μια πρόταση (έμμεσα σημεία που πρέπει να υποψιάζουν τον ασθενή ότι αρχίζει να εμφανίζει δύσπνοια), ο κορεσμός οξυγόνου είναι 89-90% και επισκέπτεται αμέσως εφημερεύον COVID-19 νοσοκομείο, όπου διαγιγνώσκεται πνευμονία και αναπνευστική ανεπάρκεια (στην αξονική θώρακος ανιχνεύονται διηθήματα που καταλαμβάνουν το 50% της έκτασης των πνευμόνων). Η ασθενής εισέρχεται για νοσηλεία στην Πνευμονολογική Κλινική, τίθεται σε οξυγονοθεραπεία και της χορηγείται φαρμακευτική αγωγή με δεξαμεθαζόνη και ρεμδεσιβίρη (βάσει πρωτοκόλλου). Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι η νόσος είναι πιθανό να επιδεινωθεί μετά από σταθερή πορεία 5-7 ημερών και να οδηγήσει τον ασθενή στο Νοσοκομείο, οπότε η εγρήγορση και η συνεχής παρακολούθηση από τον ίδιο για πιθανή εμφάνιση δύσπνοιας είναι σημαντική.
Την 7η ημέρα από την εισαγωγή της στο νοσοκομείοη ασθενής εμφανίζει επιδείνωση της δύσπνοιας, αυξάνεται το χορηγούμενο μίγμα οξυγόνου ενώ σε νέα αξονική θώρακος διαγιγνώσκεται αρχόμενο οξύ σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας. Η κατάσταση επιδεινώνεται περαιτέρω, η ασθενής διασωληνώνεται, μεταφέρεται στην ΜΕΘ και τίθεται σε Μηχανική Αναπνοή (η αναπνευστική λειτουργία επιτελείται μέσω του Αναπνευστήρα). Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι η ασθενής αν και δεν είχε κανένα παράγοντα κινδύνου εμφάνισε σοβαρή νόσο για την οποίαν απαιτήθηκε νοσηλεία στην ΜΕΘ. Η ασθενής εμφάνισε φλεγμονώδη αντίδραση που είναι αποτέλεσμα της ικανότητας του ιού να ενεργοποιεί «κακές» κυταροκίνες και να αναστέλλει «καλές» που θα μπορούσαν να «πολεμήσουν» τις «κακές». Δεν είναι ακριβώς γνωστό α) το αίτιο που αποσυντονίζει το ανοσολογικό σύστημα και πυροδοτεί την φλεγμονώδη αντίδραση σε άτομα χωρίς παράγοντες κινδύνου, και β) ποιά είναι ακριβώς τα άτομα που θα εμφανίσουν την φλεγμονώδη αντίδραση (εκτός από αυτά με συνοσηρότητες). Άρα, η σχολαστική τήρηση των μέτρων ασφαλείας και ο εμβολιασμός έναντι της COVID-19 αποτελούν ασπίδα για την καταπολέμηση της νόσου.
Κατά την διάρκεια της νοσηλείας της, η Μαρία εμφανίζει όλες τις επιπλοκές της νόσου, δηλαδή, πνευμονική εμβολή (η εμφάνιση θρομβωτικών επεισοδίων είναι πολύ συχνή σε ασθενείς που πάσχουν από COVID-19), πνευμοθώρακα (αέρας έξω από τους πνεύμονες που εάν είναι μεγάλης έκτασης είναι απειλητικός για την ζωή) και σηπτική καταπληξία λόγω συνλοίμωξης από νοσοκομειακό μικρόβιο. Με την κατάλληλη θεραπεία όμως η ασθενής ανταποκρίνεται πλήρως, διακόπτεται η καταστολή, αποσωληνώνεται (συνολική διάρκεια νοσηλείας στην ΜΕΘ 42 ημέρες) και εξέρχεται από την ΜΕΘ μετά από 42 ημέρες νοσηλείας. Στο σημείο αυτό θα έλεγε κανείς ότι η περιπέτεια της Μαρίας τελείωσε αλλά η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Η Μαρία έχει απωλέσει 25 κιλά κατά την διάρκεια της νοσηλείας της στην ΜΕΘ, δεν κουνά τα ποδιά και τα χέρια της λόγω μυοπάθειας και τις βραδυνές ώρες εκφράζει παραισθήσεις. Η ασθενής χρήζει θεραπείας αποκατάστασης σε ειδικό κέντρο. Η έκβαση του εν λόγω περιστατικού θα μπορούσε να ήταν άσχημη εάν εμφάνιζε το σύνδρομο του «καταρράκτη των κυταροκινών», δηλαδή μια υπερφλεγμονώδη αντίδραση η οποία πρακτικά δεν υπακούει σε καμμιά θεραπεία. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι η νόσος COVID-19 εκτός από τους πνεύμονες μπορεί να προσβάλλει όλα τα όργανα του σώματος και να προκαλέσει επιπλοκές που επηρεάζουν μακροχρόνια τους ασθενείς.
Η περίπτωση που περιγράφηκε δεν αποτελεί προιόν μυθοπλασίας αλλά περιγράφει την πορεία της νόσου και αυτό που συναντούν καθημερινά οι υγιειονομικοί στην μαχή έναντι της COVID-19. Τι συμβαίνει όμως με τους οικείους των ασθενών; Ο σύζυγος της Μαρίας δεν την συνάντησε το διάστημα που νοσηλεύθηκε στο Νοσοκομείο (λόγω των κανόνων απομόνωσης για την αναστολή της εξάπλωσης του ιού δεν επιτρέπεται το επισκεπτήριο) και η επικοινωνία μαζί της επιτυγχάνετο μέσω του κινητού της τηλεφώνου όταν δεν ήταν σε καταστολή. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς την μοναξιά της ασθενούς και την αγωνία των οικείων, γεγονός που per se είναι σκληρό και απάνθρωπο.