Αμείωτη παραμένει η έρευνα για τη σχέση της δυσλειτουργίας του θυρεοειδή και της πιθανότητας εμφάνισης κακοήθειας. Τα ευρήματα διαφόρων μελετών έχουν φέρει στο φως αρκετά στοιχεία που καταδεικνύουν σαφώς ότι τόσο η υπολειτουργία του, όσο και η υπερλειτουργία του αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης διαφορετικών τύπων καρκίνου. Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι και οι δύο καταστάσεις μπορεί να ευθύνονται εν μέρει για την ανάπτυξη, μεταξύ άλλων, καρκίνου του μαστού και του προστάτη, εκτός από του ίδιου του αδένα.
Ο καρκίνος του θυρεοειδούς, που αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα υγείας διαγιγνώσκεται όλο και συχνότερα τα τελευταία χρόνια. Η μεγαλύτερη ευαισθησία απέναντι στις παθήσεις του θυρεοειδούς, η συνεχής ενημέρωση για την ανάγκη τακτικών προληπτικών εξετάσεων για τον έλεγχό του και η εξέλιξη της τεχνολογίας που έχει βοηθήσει στην ανίχνευση μικρότερων όγκων είναι οι ισχυρότεροι λόγοι. Από τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία φαίνεται ότι βρίσκεται στην ένατη θέση των συχνότερων κακοηθειών παγκοσμίως, χωρίς ευτυχώς αυτή η άνοδος να συνοδεύεται από αύξηση της θνησιμότητας, η οποία περιορίζεται σε μόλις 0,5 ανά 100.000 άτομα.
Συγκεκριμένα για την υπερλειτουργία του, οι αρχικές πεποιθήσεις της επιστημονικής κοινότητας ήταν ότι προστατεύει από τον καρκίνο του θυρεοειδούς. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι οι δύο παθήσεις, δηλαδή ο υπερθυρεοειδισμός και ο καρκίνος είναι πιθανόν να συνυπάρχουν.
Η αύξηση της εμφάνισης νεοπλασμάτων σε υπερθυρεοειδικούς ασθενείς θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα της συχνότερης επιλογής της θυρεοειδεκτομής ως θεραπεία για τον υπερθυρεοειδισμό που δημιουργεί έντονα συμπτώματα, καθώς αυξάνει την πιθανότητα διάγνωσης κρυφών καρκινωμάτων, τα οποία έχουν επιπολασμό μεταξύ 0,45% και 35,6%.
Η θυρεοειδεκτομή σε ασθενείς με υπερθυρεοειδισμό επιλέγεται για τη μόνιμη θεραπεία του και την πρόληψη του εξόφθαλμου που είναι και αισθητικά και από πλευράς υγείας του οφθαλμού ένα πρόβλημα. Άλλες ενδείξεις για θυρεοειδεκτομή αποτελούν οι περιπτώσεις όπου οι φαρμακευτικές αγωγές δεν επιφέρουν μείωση των συμπτωμάτων σε ικανοποιητικό βαθμό, όταν δεν είναι ανεκτά (π.χ. από τις έγκυες ή άτομα με αλλεργίες), όταν φέρνουν παρενέργειες και όταν συνυπάρχει πολύ μεγάλη βρογχοκήλη.
Μια πρόσφατη ιταλική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Gland Surgery αξιολόγησε τη συχνότητα εμφάνισης διαφοροποιημένων καρκινωμάτων του θυρεοειδούς σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε ολική θυρεοειδεκτομή ή ημιθυρεοειδεκτομή με συνυπάρχουσα υπερλειτουργική ασθένεια του θυρεοειδούς. Ο σκοπός των επιστημόνων ήταν να καταλάβουν εάν ο υπερθυρεοειδισμός μπορεί να θεωρηθεί προστατευτική πάθηση έναντι της εμφάνισης νεοπλασμάτων του θυρεοειδούς.
Στη συγκεκριμένη μελέτη συμμετείχαν 1.449 ασθενείς που υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση θυρεοειδούς από το 2010 έως το 2018 στη Μονάδα Γενικής Χειρουργικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Πάρμα, παρουσιάζοντας καρκίνο του θυρεοειδούς σε μετεγχειρητική ιστολογική εξέταση. Οι ασθενείς χωρίστηκαν σε δύο ομάδες με βάση την παρουσία (Ομάδα Α) ή απουσία (Ομάδα Β) υπερλειτουργίας. Οι ερευνητές έλαβαν υπόψη τους και δημογραφικά δεδομένα, όπως ηλικία και φύλο, προεγχειρητική κυτταρολογία, ημερομηνία και είδος χειρουργικής επέμβασης, μετεγχειρητική διάγνωση, χαρακτηριστικά επιθετικότητας του νεοπλάσματος και μετεγχειρητικές επιπλοκές.
Διαπιστώθηκε ότι η επίπτωση των καρκινωμάτων του θυρεοειδούς ήταν χαμηλότερη σε ασθενείς που έπασχαν από υπερλειτουργία σε σύγκριση με τη συχνότητα που βρέθηκε σε μη υπερθυρεοειδικούς ασθενείς, τόσο στην προεγχειρητική κυτταρολογική εξέταση όσο και στη μετεγχειρητική διάγνωση, μέσω ιστολογικής εξέτασης. Επιπλέον, οι όγκοι που είχαν αναπτυχθεί σε ασθενείς που είχαν έναν θυρεοειδή ο οποίος λειτουργούσε περισσότερο από το αναγκαίο είχαν συγκρίσιμο βαθμό επιθετικότητας και διηθητικότητας και στις δύο ομάδες που μελετήθηκαν.
Ωστόσο, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η συχνότητα μικροκαρκινωμάτων και κρυφών καρκινωμάτων σε μετεγχειρητική ιστολογική εξέταση δεν διέφερε στις δύο ομάδες. Οι δε μετεγχειρητικές επιπλοκές σε ασθενείς με καρκίνο ήταν παρόμοιες, ανεξάρτητα από την παρουσία ή την απουσία υπερλειτουργίας του θυρεοειδούς.
Τα ευρήματά τους επιβεβαίωσαν τις αρχικές πεποιθήσεις, ότι δηλαδή οι ασθενείς με υπερθυρεοειδισμό έχουν λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν κακοήθεια στον ενδοκρινή αυτόν αδένα. Ωστόσο, διαπιστώθηκε η ανάγκη για διενέργεια κυτταρολογικών εξετάσεων σε υπερθυρεοειδικούς ασθενείς με οζώδη παθολογία πριν από τη θεραπεία, εξαιτίας της διαπίστωσης ισοδύναμης συχνότητας κρυφών καρκινωμάτων στις δύο ομάδες.
Παρότι απέχουμε ακόμα από την σαφή και οριστική απάντηση εάν ο υπερθυρεοειδισμός προστατεύει από τον καρκίνο και κατά πόσο, αφού απαιτούνται περαιτέρω έρευνες για να διεξαχθεί ένα ασφαλές συμπέρασμα, αυτό που έχει σημασία είναι ότι διαθέτουμε τα μέσα για να τον ανιχνεύουμε νωρίς και τις κατάλληλες θεραπείες για να τον θεραπεύσουμε αποτελεσματικά, εάν παρουσιαστεί. Από το είδος του καρκίνου και το στάδιο εξαρτάται η χειρουργική επέμβαση που θα πραγματοποιηθεί. Η σχεδόν ολική θυρεοειδεκτομή είναι η πιο συχνή και έχει εξαιρετικά ποσοστά επιτυχίας, εξασφαλίζοντας την ίαση των περισσότερων περιπτώσεων καρκίνου του θυρεοειδούς. Όταν πραγματοποιείται δε με την ΜΙΝΕΤ (Minimally Invasive Non-Endoscopic Thyroidectomy), τη μέθοδο που πρώτοι εφαρμόσαμε διεθνώς, υπάρχει μεγαλύτερη ασφάλεια και καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα. Εάν ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί, μπορεί να αφαιρεθούν οι λεμφαδένες στην περιοχή του λαιμού και αναλόγως του μεγέθους και της θέσης του όγκου ενδεχομένως να απαιτηθεί και συμπληρωματική προφυλακτική θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο.
Αυτό που πρέπει να γνωρίζουν όσοι διαγιγνώσκονται με καρκίνο του θυρεοειδούς είναι ότι οι περισσότεροι καρκίνοι του αδένα είναι ιάσιμοι σε ποσοστό που αγγίζει το 98%, εάν αντιμετωπιστούν σωστά από έμπειρο ιατρικό προσωπικό.
*O Δημήτρης Λινός είναι Καθηγητής Χειρουργικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Διευθυντής της Χειρουργικής Κλινικής στον Όμιλο ΥΓΕΙΑ, Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Χειρουργών των Ενδοκρινών Αδένων και πρώην Πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας Χειρουργών των Ενδοκρινών Αδένων