Εκτιμάται ότι υπάρχουν 53.000 νέες περιπτώσεις καρκίνου του θυρεοειδούς που διαγιγνώσκονται στις ΗΠΑ ετησίως, ενώ ταυτόχρονα η συχνότητα εμφάνισης καρκίνου του θυρεοειδούς αυξάνεται. Στην Ελλάδα τα τελευταία 30 χρόνια υπάρχει μια αύξηση της τάξεως του 15-20%.
Τέσσερις είναι οι κύριοι ιστοπαθολογικοί τύποι:
- Θηλώδες καρκίνωμα (συμπεριλαμβανομένης της θυλακοειδούς παραλλαγής του, αντιπροσωπεύει το 75-80% των καρκίνων του θυρεοειδούς)
- Θυλακιώδες καρκίνωμα (συμπεριλαμβανομένου του καρκινώματος των κυττάρων Hürthle, αντιπροσωπεύει περίπου το 15% )
- Μυελοειδές καρκίνωμα (περίπου 1-2% )
- Αδιαφοροποίητο (αναπλαστικό καρκίνωμα, περίπου το 1% )
Υπάρχουν και άλλοι σπάνιοι τύποι καρκίνου που μπορεί να βρεθούν στον θυρεοειδή συμπεριλαμβανομένων των λεμφωμάτων και των μεταστάσεων (καρκίνοι από άλλες περιοχές που έχουν εξαπλωθεί στον θυρεοειδή αδένα, όπως μελάνωμα, καρκίνος του μαστού, καρκίνος του νεφρού ή καρκίνος του πνεύμονα).
Πού οφείλεται;
Οι περισσότερες περιπτώσεις καρκίνου του θυρεοειδούς είναι σποραδικές, που σημαίνει ότι δεν υπάρχει προφανής προδιάθεση ή παράγοντας κινδύνου. Πιο συχνός στις γυναίκες, με αναλογία 3: 1. Μελέτες έχουν δείξει αύξηση ορισμένων τύπων καρκίνου του θυρεοειδούς σε γεωγραφικές περιοχές όπου υπάρχει υψηλή συχνότητα εμφάνισης βρογχοκηλών, λόγω έλλειψης ιωδίου από την δίαιτα.
Ο πιο σταθερά καθορισμένος παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη καρκίνου του θυρεοειδούς είναι η έκθεση σε ιονίζουσα ακτινοβολία στην περιοχή του λαιμού σε νεαρή ηλικία (18 ετών ή νεότερη), όταν υποβάλλονται σε θεραπευτική ακτινοθεραπεία για νόσο του Hodgkin ή ρινοφαρυγγικό καρκίνο ή για την πρόληψη της εξάπλωσης της λευχαιμίας στον εγκέφαλο. Επίσης οι ατομικές εκρήξεις στο Ναγκασάκι, τη Χιροσίμα, η έκρηξη του πυρηνικού εργοστασίου του Τσερνομπίλ το 1986, έχουν επίσης συσχετισθεί με μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης καρκίνου του θυρεοειδούς. Συνήθως υπάρχει καθυστέρηση τουλάχιστον μερικών δεκαετιών μεταξύ της έκθεσης και της ανάπτυξης καρκίνου. Όσο νεότερος είναι ο ασθενής τη στιγμή της έκθεσης σε ακτινοβολία, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου του θυρεοειδούς.
Υπολογίζεται ότι 5-15% των καρκίνων του θυρεοειδούς μπορεί να είναι οικογενείς όγκοι και αυτό αποδεικνύεται από τον γενετικό σύνδεσμο που υφίσταται, τόσο στο οικογενές μυελοειδές καρκίνωμα του θυρεοειδούς (FMTC) , όσο και στο οικογενές μη μυελοειδές καρκίνωμα του θυρεοειδούς (FNMTC). Ο οικογενής μυελοειδής καρκίνος του θυρεοειδούς συνδέεται με σύνδρομο πολλαπλής ενδοκρινικής νεοπλασίας (MEN) τύπου 2Α / Β, ενώ αυτοί οι ασθενείς μπορεί επίσης να αναπτύξουν άλλους ενδοκρινικούς όγκους στον παραθυρεοειδή αδένα, ή και στα επινεφρίδια, που ονομάζονται φαιοχρωμοκυττώματα. Το οικογενές μη μυελοειδές καρκίνωμα του θυρεοειδούς, μπορεί να είναι πιο επιθετικό, συχνά πολυεστιακό, με αγγειακά έμβολα και μεταστάσεις στους λεμφαδένες. Έχει υψηλότερο κίνδυνο υποτροπής και μακρινών μεταστάσεων. Η διάγνωσή του επιβεβαιώνεται, όταν 3 συγγενείς πρώτου βαθμού του ασθενούς, έχουν διαγνωστεί με καρκίνο του θυρεοειδούς. Η γενετική βάση για αυτό το οικογενειακό σύνδρομο δεν είναι καλά κατανοητή.
Μπορούμε να τον προλάβουμε και πώς θα τον βρούμε;
Επειδή είναι σποραδικός δεν υπάρχει καμία μέθοδος πρόληψης. Ασθενείς υψηλού κινδύνου, όπως από οικογένειες με ισχυρό ιστορικό καρκίνου θυρεοειδούς, παιδιά που έχουν ακτινοβοληθεί θεραπευτικά ή εκτεθεί σε ακτινοβολία, θα πρέπει να εξετάζονται προληπτικά από τον γιατρό τους. Ο γενετικός έλεγχος είναι σημαντικός σε νεαρή ηλικία σε οικογένειες με ισχυρό οικογενειακό ιστορικό καρκίνων που σχετίζονται με MEN2.
Συνήθως εμφανίζεται με την μορφή ενός όζου τον οποίον ο γιατρός μέσω της ψηλάφησης μπορεί να εντοπίσει ή ειδικά οι πλειονότητα των μικρών όζων (<1 cm) εντοπίζονται τυχαία με τον υπέρηχο. Ο υπέρηχος είναι ένα εξαιρετικά ισχυρό εργαλείο για τη λήψη πληροφοριών σχετικά με την φύση του οζιδίου, όπως για την σύνθεσή του (στερεό ή κυστικό), την εμφάνισή του (υποηχητικό ή σκοτεινό, έναντι υπερηχοϊκού ή φωτεινού), καθώς και για την ύπαρξη διογκωμένων «ύποπτων» λεμφαδένων γύρω από τον θυρεοειδή ή στον τράχηλο. Το επόμενο βήμα εύρεσης ενός ύποπτου όζου είναι μια αναρρόφηση με λεπτή βελόνα του οζιδίου (FNA). Περιλαμβάνει την τοποθέτηση μιας λεπτής βελόνας στο οζίδιο υπό καθοδήγηση υπερήχου και τη συλλογή κυττάρων από αυτό και συνήθως έχει διαγνωστική ακρίβεια άνω του 98%.
Περίπου όμως το 30% των αποτελεσμάτων των βιοψιών με FNA είναι ασαφή ή «απροσδιόριστα». Αυτοί οι ασθενείς συνήθως παραπέμπονται σε χειρουργική επέμβαση.
Όταν έχουμε επιβεβαιωμένα θετικό αποτέλεσμα για καρκίνο από την FNA, οφείλει να γίνει προεγχειρητικά χαρτογράφηση τραχήλου με υπέρηχο ή πρόσθετη απεικόνιση με CT ή μαγνητική τομογραφία για την ανίχνευση λεμφικής εξάπλωσης ή και εμπλοκής των γύρω ιστών. Λεμφαδενική διασπορά μπορεί να γίνει στο πρόσθιο τμήμα (κεντρικό διαμέρισμα) του λαιμού, στο χώρο ανάμεσα στις καρωτίδες, ή στις δύο πλευρές του λαιμού (πλάγια διαμερίσματα). Έχει βρεθεί από μελέτες ότι έως και 30% των διεγνωσμένων ασθενών με καρκίνο θυρεοειδούς, έχουν ενδείξεις λεμφαδενικής εξάπλωσης. Αυτές οι πληροφορίες βοηθούν τον εξειδικευμένο χειρουργό ενδοκρινών αδένων, να καθορίσει τη βέλτιστη χειρουργική επέμβαση για τον ασθενή.
Οι καρκίνοι του θυρεοειδούς μπορούν επίσης να εξαπλωθούν μέσω της κυκλοφορίας του αίματος, όμως η συχνότητα των απομακρυσμένων μεταστάσεων είναι χαμηλή, με λιγότερο από το 5% των θηλωδών καρκίνων και μεταξύ 5 έως 20% των θυλακιωδών καρκίνων να εμφανίζουν μεταστάσεις. Τα πιο κοινά όργανα που εμπλέκονται είναι οι πνεύμονες και τα οστά.
Ποιοι είναι οι τρόποι θεραπείας του;
Χειρουργική αντιμετώπιση
Η χειρουργική επέμβαση έχει τον κυρίαρχο ρόλο στη θεραπεία του καρκίνου του θυρεοειδούς. Ο στόχος είναι η ριζική αφαίρεση του, αφήνοντας το μικρότερο δυνατόν υπόλειμμα όγκου ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος υποτροπής.
Οι επιλογές ανάλογα με την περίπτωση αποτελούν η ολική θυρεοειδεκτομή (αφαίρεση ολόκληρου του θυρεοειδούς αδένα) και η ολική θυρεοειδεκτομή με ριζικό λεμφαδενικό καθαρισμό (αφαίρεση ολόκληρου του θυρεοειδούς και των ύποπτων λεμφαδένων του κεντρικού ή και του πλάγιου διαμερίσματος). Για ασθενείς με γενετική μετάλλαξη που σχετίζεται με MEN2A, MEN2B ή FMTC, η σύσταση είναι να υποβληθούν σε προφυλακτική ολική θυρεοειδεκτομή για την πρόληψη της ανάπτυξης πιθανώς επιθετικού μυελοειδούς καρκίνου.
Μελέτες διεθνώς δείχνουν ότι τα καλύτερα αποτελέσματα και οι λιγότερες επιπλοκές επιτυγχάνονται όταν οι επεμβάσεις γίνονται από εξειδικευμένους χειρουργούς ενδοκρινών αδένων που έχουν ανάλογη εμπειρία.
Ραδιενεργό ιώδιο
Καθώς τα θυρεοειδικά κύτταρα, σε ορισμένους τύπους καρκίνων του θυρεοειδούς, απορροφούν ιώδιο ως μέρος της φυσιολογικής λειτουργίας, η χρήση ραδιενεργού ιωδίου I-131, (RAI) μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να σκοτώσει τυχόν εναπομείναντα καρκινικά κύτταρα. Έχει αποδειχθεί ότι το RAI βελτιώνει την έκβαση ασθενών υψηλότερου κινδύνου (Σταδίου II, III και IV). Τις πρώτες ημέρες μετά τη θεραπεία με RAI, οι ασθενείς εκπέμπουν ακτινοβολία και θα πρέπει να αποφεύγουν τη στενή επαφή με άλλους.
Πόσο συχνά χρειάζομαι παρακολούθηση μετά τη θεραπεία;
Ο ενδοκρινολόγος που θα παρακολουθεί δια βίου και φροντίζει τον ασθενή μετεγχειρητικά, συνήθως του χορηγεί περισσότερη θυρεοειδική ορμόνη από ό, τι απαιτείται, διότι αυτό έχει αποδειχθεί ότι διατηρεί τα υπολειπόμενα καρκινικά κύτταρα του θυρεοειδούς αδρανοποιημένα. Ο καρκίνος θυρεοειδούς μπορεί να επανεμφανιστεί ανά πάσα στιγμή, ακόμη και χρόνια μετά την αρχική επιτυχημένη θεραπεία, γι’ αυτό οι ασθενείς χρειάζονται τακτικές επισκέψεις στον ενδοκρινολόγο τους, που γίνονται συνήθως κάθε 3-6 μήνες για τα πρώτα 1-2 χρόνια μετά τη θεραπεία και στη συνέχεια μία φορά το χρόνο. Ταυτόχρονα γίνονται περιοδικές εξετάσεις, συμπεριλαμβανομένων των επιπέδων TSH, T4, T3, Θυρεοσφαιρίνη (Tg) δείκτης παρακολούθησης του θηλώδους καρκίνου, καλσιτονίνη και καρκινοεμβρυικό αντιγόνο (CEA) δείκτες παρακολούθησης του μυελοειδούς καρκίνου και υπέρηχος τραχήλου, ενώ ενίοτε θα χρειαστεί ολόσωμη σάρωση με RAI (Ι-131) και/ή CT / MRI ή PET για να εντοπισμό πιθανής μετάστασης ή υποτροπιάζουσας νόσου.