Ο καρκίνος του πνεύμονα αποτελεί μια παγκόσμια επιδημία, καθώς όχι μόνο είναι η συχνότερη μορφή καρκίνου στους άντρες και η δεύτερη συχνότερη στις γυναίκες, αλλά αναδεικνύεται σε πρώτη αιτία θανάτου από καρκίνο παγκοσμίως και στα δύο φύλα καθώς ευθύνεται για σχεδόν έναν στους πέντε θανάτους από καρκίνο.
Οι δύο συνηθέστερες μορφές του καρκίνου του πνεύμονα είναι ο μικροκυτταρικός (ΜΚΠ) και ο μη μικροκυτταρικός καρκίνος του πνεύμονα (ΜΜΚΠ), με τον μη μικροκυτταρικό να αποτελεί περίπου το 85% όλων των περιστατικών.
Στα πρώιμα στάδια της νόσου, η διάγνωση του καρκίνου δυσχεραίνεται, γιατί στα πρώτα στάδια ο ασθενής μπορεί να διανύει για μήνες ή και χρόνια μία ασυμπτωματική περίοδο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, σε πολλές περιπτώσεις, η διαπίστωση της νόσου να έρχεται όταν πλέον ο καρκίνος βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο ή έχει κάνει μεταστάσεις.
Μόλις 2% των νοσούντων από προχωρημένο καρκίνο του πνεύμονα επιβιώνουν έως 5 χρόνια
Όντας μία από τις πιο επιθετικές μορφές καρκίνου στον άνθρωπο, ένα 10-15% των ασθενών εμφανίζει συνολικό ποσοστό επιβίωσης 5 ετών ενώ, ασθενείς με προχωρημένο καρκίνο του πνεύμονα έχουν ποσοστό 5ετούς συνολικής επιβίωσης μόλις 2%.
Επιβεβαιώθηκε η θετική συμβολή του pembrolizumab στην επιμήκυνση της συνολικής επιβίωσης των ασθενών με προχωρημένο ΜΜΚΠ
Κατόπιν διαδοχικών εγκρίσεων από την αρμόδια Ευρωπαϊκή Αρχή, το ανοσο-ογκολογικό φάρμακο pembrolizumab αποτελεί την πρώτη ανοσοθεραπεία που μπορεί να χορηγηθεί σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία ως θεραπεία 1ης γραμμής για την αντιμετώπιση του προχωρημένου μη μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα.
Το εξανθρωποποιημένο μονοκλωνικό αντίσωμα pembrolizumab ενισχύει την ικανότητα του ανοσοποιητικού συστήματος να εντοπίζει και στη συνέχεια να «χτυπά» τα νεοπλασματικά κύτταρα. Ο συνδυασμός του με χημειοθεραπεία μειώνει κατά 48% τον κίνδυνο προόδου της νόσου και κατά το ήμισυ τον κίνδυνο θανάτου για ασθενείς με πλακώδη μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα και κατά 36% για ασθενείς με μη πλακώδη αντίστοιχα.
Ο ρόλος της ανοσοθεραπείας στην αντιμετώπιση του καρκίνου
Η ανάπτυξη της ανοσοθεραπείας έχει συμβάλλει σε νέες θεραπευτικές επιλογές, οι οποίες αποδεδειγμένα βελτιώνουν την συνολική επιβίωση ασθενών με διαφόρων μορφών προχωρημένου καρκίνου. Η επαναστατική καινοτομία των ανοσοθεραπευτικών φαρμάκων έγκειται στο γεγονός ότι δεν έχουν τις παρενέργειες της κλασικής χημειοθεραπείας, καθώς δεν επιτίθενται απ’ ευθείας στα καρκινικά κύτταρα και αναπόφευκτα και στα υγιή, σκοτώνοντάς τα. Η ανοσοθεραπεία, μέσω πολύπλοκων μηχανισμών (που διαμεσολαβούνται από τα μόρια PD-1, PD-L1, CTLA-4 κλπ) στοχεύει στην διέγερση και ευαισθητοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος του ασθενή, ώστε τα αντιγόνα που βρίσκονται στην επιφάνεια των καρκινικών κυττάρων, να γίνονται στόχος των ενεργοποιημένων λευκών αιμοσφαιρίων του ασθενή. Επιπλέον, το ανοσοποιητικό σύστημα αποκτά μνήμη, παρέχοντας μακροχρόνια αποτελεσματικότητα σε ομάδα των ασθενών, καθιστώντας τον καρκίνο, από ένα θανατηφόρο, σε ένα χρόνιο νόσημα. Η ανοσοθεραπεία, αν και δεν έχει την τοξικότητα της χημειοθεραπείας, εν τούτοις έχει και αυτή παρενέργειες, κυρίως μέσω της υπερβολικής και έκτοπης διέγερσης του ανοσοποιητικού συστήματος του ασθενή. Η εφαρμογή της προϋποθέτει εξειδικευμένα ογκολογικά κέντρα και πολυδύναμη ομάδα επιστημόνων, από πολλές ειδικότητες, που συνεργάζονται για να επιτευχθεί το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα με τις λιγότερες παρενέργειες.
Συμπερασματικά, η ανοσοθεραπεία ως μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό, καθίσταται η κύρια μορφή θεραπείας του καρκίνου με σημαντική ανταπόκριση και μακροχρόνια αποτελεσματικότητα, αλλάζοντας ριζικά την επιβίωση και την ποιότητας της ζωής μιας ομάδας ασθενών μας.