Ο καρκίνος των ωοθηκών αποτελεί τον έβδομο σε σειρά συχνότητας καρκίνο σε γυναίκες αλλά την πρώτη αιτία θανάτου από γυναικολογικό καρκίνο. Η απουσία συμπτωμάτων στα πρώιμα στάδια καθιστά δύσκολη την έγκαιρη διάγνωση, με αποτέλεσμα οι περισσότερες περιπτώσεις να διαγιγνώσκονται στο προχωρημένο στάδιο.

Υπολογίζεται ότι στη χώρα μας εμφανίζονται περίπου 900 νέες περιπτώσεις ετησίως.

Προδιαθεσικοί παράγοντες ανάπτυξης καρκίνου ωοθηκών αποτελούν κυρίως το οικογενειακό ιστορικό και η κληρονομικότητα. Τα τελευταία χρόνια έχει αναδειχθεί η σημασία της ύπαρξης των γονιδίων BRCA1/2 που σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου μαστού και ωοθηκών σε νεαρότερες ηλικίες. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι γυναίκες που φέρουν τη μετάλλαξη στα γονίδια αυτά εμφανίζουν κατά τη διάρκεια της ζωής τους κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου μαστού και ωοθηκών που μπορεί κατά περίπτωση να ανέρχεται έως 80%. Περαιτέρω έχουν αναπτυχθεί στρατηγικές μείωσης του κινδύνου με ένταξη σε προγράμματα στενής παρακολούθησης αλλά και με προληπτικές επεμβάσεις όπως ωοθηκεκτομή μετά την ολοκλήρωση της τεκνοποίησης ή/και αμφοτερόπλευρη μαστεκτομή και πλαστική αποκατάσταση.

Όσον αφορά τη θεραπευτική αντιμετώπιση του καρκίνου ωοθηκών, η βάση αποτελείται εδώ και πάνω από 20 χρόνια από τη βέλτιστη χειρουργική αντιμετώπιση ακολουθούμενη από συνδυασμένη χημειοθεραπεία. Ωστόσο τα αποτελέσματα παραμένουν σχετικά πτωχά ως προς τη διάρκεια ανταπόκρισης και τα ποσοστά επιβίωσης. Η προχωρημένη νόσος, αν και ανταποκρίνεται στη χημειοθεραπεία με βάση την πλατίνα, χαρακτηρίζεται από πρώιμες υποτροπές που επιβαρύνουν την ποιότητα ζωής και οδηγούν σε χαμηλά ποσοστά μακρόχρονης επιβίωσης.

Βασική ανεκπλήρωτη ανάγκη της επιστημονικής κοινότητας υπήρξε η αναζήτηση αποτελεσματικών θεραπειών συντήρησης για αύξηση των μεσοδιαστημάτων μεταξύ των υποτροπών και διατήρηση της ποιότητας ζωής, με στόχο να μετατραπεί ο καρκίνος ωοθηκών σε χρόνια νόσο. Το πιο ουσιαστικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή απετέλεσε η ανάπτυξη των αναστολέων της PARP, μια σχετικά νέα θεραπευτική ομάδα στοχευτικών παραγόντων, που παρεμβαίνουν στο μονοπάτι επιδιόρθωσης DNA του κυττάρου. Τα φάρμακα αυτά φαίνεται πως δρουν επιλεκτικά σε καρκίνους ωοθηκών που είτε φέρουν μεταλλάξεις BRCA είτε άλλα ανάλογα μοριακά χαρακτηριστικά που τους καθιστούν ευάλωτους στη θεραπευτική στόχευση.

Ο πλέον γνωστός παράγοντας στη θεραπευτική αυτή κατηγορία, το olaparib, έχει ήδη εγκριθεί ως θεραπεία συντήρησης μετά από ολοκλήρωση της χημειοθεραπείας σε ασθενείς με υποτροπιάζοντα πλατινοευαίσθητο καρκίνο ωοθηκών έχοντας ήδη δείξει όφελος στη μείωση του κινδύνου εξέλιξης της νόσου που ανέρχεται στο 70%, με διατήρηση της ποιότητας ζωής. Στο πρόσφατο συνέδριο της ASCO ανακοινώθηκαν για πρώτη φορά τα αποτελέσματα της στρατηγικής αυτής ως προς τη συνολική επιβίωση των ασθενών.

Η μελέτη SOLO2 (ENGOT ov-21) διενεργήθηκε σε ασθενείς με υποτροπιάζοντα πλατινοευαίσθητο καρκίνο ωοθηκών και μετάλλαξη BRCA και έδειξε πως η χορήγηση olaparib ως θεραπεία συντήρησης μετά την ολοκλήρωση χημειοθεραπείας με βάση την πλατίνα οδήγησε σε στατιστικά σημαντική αύξηση της επιβίωσης κατά περίπου 13 μήνες. Το όφελος αυτό μεταφράζεται σε 26% ελάττωση του κινδύνου θανάτου από τη νόσο με τη χορήγηση olaparib, μιας θεραπείας χορηγούμενης από το στόμα με γνωστό και πολύ καλά ανεκτό από τις ασθενείς προφίλ ασφάλειας. Το 42% των ασθενών της μελέτης παρέμειναν εν ζωή στην πενταετία και περίπου 1 στις 5 συνέχιζε τη θεραπεία συντήρησης με olaparib για περισσότερα από 5 χρόνια.

Η σημασία των αποτελεσμάτων της μελέτης αυτής έγκειται στο γεγονός ότι για πρώτη φορά καταδεικνύεται όφελος συνολικής επιβίωσης με θεραπεία συντήρησης στον προχωρημένο καρκίνο ωοθηκών και αποτελεί ουσιαστικό βήμα στη μετατροπή του σε χρόνια νόσο με ελάχιστα τοξική θεραπεία και καλή ποιότητα ζωής.