Ο επιθηλιακός καρκίνος των ωοθηκών διαγιγνώσκεται σε προχωρημένο στάδιο στο 80% σχεδόν των περιπτώσεων. Από αυτές τις γυναίκες, υπολογίζεται πως το 75% θα υποτροπιάσει μέσα σε δύο χρόνια από την αρχική διάγνωση.
Πρόσφατα δεδομένα μας δείχνουν πως οι υποτροπές του επιθηλιακού καρκίνου των ωοθηκών αντιμετωπίζονται αποτελεσματικότερα, όταν οι ασθενείς χειρουργούνται με επιτυχία.
Πώς αντιμετωπίζονται οι υποτροπές του καρκίνου των ωοθηκών;
Μέχρι πρόσφατα, όταν ο επιθηλιακός καρκίνος των ωοθηκών υποτροπίαζε, η αποκλειστική χορήγηση ενδοφλέβιας χημειοθεραπείας προκρινόταν για τη μεγάλη πλειοψηφία των ασθενών. Το ακριβές σχήμα καθοριζόταν με βάση πολλούς παράγοντες, οι σημαντικότεροι εκ των οποίων ήταν η ευαισθησία της νόσου στην πλατίνα, οι τυχόν ανεπιθύμητες ενέργειες από την προηγούμενη χημειοθεραπεία και η κατάσταση της ασθενούς. Μετά την ολοκλήρωση της και ανάλογα με το γονιδιακό προφίλ της ασθενούς και το εν γένει ιστορικό της, υπήρχε η δυνατότητα χορήγησης θεραπείας συντήρησης με αναστολείς PARP ή αντιαγγειογενετικούς παράγοντες. Σε λίγες περιπτώσεις, οι ασθενείς κατέφευγαν σε χειρουργική επέμβαση προ της χημειοθεραπείας, χωρίς, όμως, να έχει διευκρινιστεί πλήρως πότε αυτή θεωρείται επιτυχής και, κυρίως, ποιες κατηγορίες ασθενών θα έχουν το μεγαλύτερο όφελος.
Ποια είναι τα νεότερα δεδομένα για το ρόλο του χειρουργείου;
Πριν λίγους μήνες παρουσιάστηκαν τα δεδομένα από δύο εμβληματικές, τυχαιοποιημένες μελέτες που στόχο είχαν να αποσαφηνίσουν το ρόλο της χειρουργικής αντιμετώπισης σε αυτό το πλαίσιο (μελέτες AGO DESKTOP III/ENGOT-ov20 και SOC1/SGOG-OV2). Αμφότερες οι μελέτες συνέκριναν προοπτικά ασθενείς με υποτροπή του επιθηλιακού καρκίνου των ωοθηκών, οι οποίες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: η πρώτη ομάδα αντιμετωπίστηκε με χημειοθεραπεία και η δεύτερη με χειρουργική επέμβαση, ακολουθούμενη από χημειοθεραπεία. Με βάση τα αποτελέσματά τους, η ογκολογική πρόγνωση των ασθενών βελτιωνόταν σημαντικά στα περιστατικά που υποβάλλονταν αρχικά σε χειρουργείο, ειδικά όταν αυτό εξασφάλιζε το ριζικό καθαρισμό κάθε ορατής μεταστατικής εστίας.
Πότε οι ασθενείς που υποτροπιάζουν πρέπει να αντιμετωπίζονται κατ’αρχήν χειρουργικά;
Η επιλογή των ασθενών με υποτροπή του επιθηλιακού καρκίνου των ωοθηκών που θα ωφεληθούν περισσότερο από τη χειρουργική επέμβαση είναι μια κρίσιμη απόφαση για τους θεράποντες ιατρούς. Με βάση τα κριτήρια της DESKTOP III, οι ασθενείς που υποτροπιάζουν μετά από τουλάχιστον 6 μήνες από την τελευταία δόση χημειοθεραπείας, είναι σε καλή κατάσταση, έχουν ασκιτικό υγρό <500 ml και μεταστάσεις που απεικονιστικά φαίνονται εξαιρέσιμες θα πρέπει να επιλέγονται για χειρουργική αντιμετώπιση πριν τη χορήγηση χημειοθεραπείας. Περαιτέρω, οι ασθενείς αυτοί θα πρέπει να έχουν χειρουργηθεί επιτυχώς κατά την αρχική διάγνωση του καρκίνου των ωοθηκών, δηλαδή να μην είχαν υπολειμματικές εστίες της νόσου στο τέλος της πρώτης τους χειρουργικής επέμβασης.
Έχουν θέση οι τεχνικές της ελάχιστα επεμβατικής χειρουργικής σε αυτές τις ασθενείς;
Όπως είναι ευρύτερα γνωστό, η ρομποτική και η λαπαροσκοπική χειρουργική συνδέονται με λιγότερο μετεγχειρητικό πόνο, μειωμένη πιθανότητα επιπλοκών, ταχύτερη ανάρρωση και έναρξη της επικουρικής χημειοθεραπείας. Σε ασθενείς με υποτροπή του επιθηλιακού καρκίνου των ωοθηκών, προκατακτικά δεδομένα δείχνουν πως η ρομποτική και η λαπαροσκοπική χειρουργική είναι ασφαλείς, συνδέονται με μεγάλα ποσοστά πλήρους αφαίρεσης της νόσου και δεν επιβαρύνουν την ογκολογική πορεία των ασθενών. Τονίζεται, όμως, πως η προσεκτική επιλογή των περιστατικών σε αυτό το πλαίσιο είναι πρωταρχικής σημασίας (π.χ. ασθενείς με μονήρεις ή πολύ περιορισμένης έκτασης υποτροπές).
Πού πρέπει να πραγματοποιούνται οι αντίστοιχες χειρουργικές επεμβάσεις;
Είναι αποδεδειγμένο, διεθνώς, πως οι ασθενείς με επιθηλιακό καρκίνο των ωοθηκών ωφελούνται σημαντικά όταν οι επεμβάσεις τους, τόσο στην αρχική διάγνωση, όσο και στην υποτροπή, πραγματοποιούνται από ομάδες ειδικά πιστοποιημένων Γυναικολόγων Ογκολόγων και Χειρουργών Ογκολόγων. Η απόλυτη αφοσίωση στην αντιμετώπιση της συγκεκριμένης νόσου εγγυάται την ορθή επιλογή των ασθενών προς χειρουργική αντιμετώπιση, τον καθορισμό της ιδανικής χρονικής στιγμής για αυτό, την πλήρη εξαίρεση των μεταστατικών εστιών, όπως ογκολογικά επιβάλλεται, και την ταχεία μετεγχειρητική τους ανάρρωση.