Στις μέρες μας υπολογίζεται ότι περίπου ένα στα πέντε άτομα έχει εμφανίσει κάποια στιγμή στη ζωή του κάποια τροφική αλλεργία. Οι τροφικές αλλεργίες παρουσιάζονται ως απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος με τη διαδικασία της παραγωγής ισταμίνης για την καταπολέμηση της «εισβολής» μιας ανεπιθύμητης για τον οργανισμό τροφής.
Η διαδικασία αυτή αποθηκεύεται στη «μνήμη» του σώματος και σε κάθε επόμενη εμφάνιση της συγκεκριμένης τροφής επανενεργοποιείται ταχύτατα ο μηχανισμός αυτός.
Αυτή η αλλεργική αντίδραση δεν πρέπει να συγχέεται με τις τροφικές δυσανεξίες, καθώς η βασική διαφορά των δύο αυτών καταστάσεων είναι ότι η δυσανεξία σχετίζεται με τα αντισώματα IgG ενώ η αλλεργία με τα IgE.
Συμπτωματολογία
Οι διαφορές των τροφικών αλλεργιών με τις τροφικές δυσανεξίες είναι αρκετές και στη συμπτωματολογία τους. Για τα συμπτώματα των τροφικών αλλεργιών είναι γνωστό ότι αφορούν το δέρμα, την αναπνευστική λειτουργία και το κυκλοφορικό σύστημα. Όταν η αλλεργιογόνος για τον οργανισμό τροφή εισέρχεται στο σώμα, το ανοσοποιητικό σύστημα ενεργοποιείται απελευθερώνοντας ισταμίνη, με αποτέλεσμα την εμφάνιση μιας σειράς αντιδράσεων όπως εξάνθημα στο δέρμα, συριγμός και βήχας.
Άλλες συχνές αλλεργικές αντιδράσεις είναι οι εξής:
• Ναυτία και έμετος
• Δυσκολία στην αναπνοή
• Πρόβλημα κατάποσης
• Οίδημα της γλώσσας
• Αδυναμία ομιλίας
• Ζάλη
Για τα συμπτώματα δυσανεξίας στα τρόφιμα είναι γνωστό ότι είναι χρόνια και ότι μπορεί να εμφανιστούν αρκετές ημέρες μετά την κατανάλωση της μη ανεκτής από τον οργανισμό τροφής, ενώ έχουν συσχετιστεί με το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου και τη χρόνια κόπωση.
Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν:
• Πονοκέφαλο
• Διάρροια ή/και δυσκοιλιότητα
• Κράμπες
• Τυμπανισμό
• Αίσθημα καύσου στον οισοφάγο
• Δυσπεψία.
Οι ένοχες τροφές
Τα πιο γνωστά αλλεργιογόνα τρόφιμα είναι τα εξής: αυγό, σόγια, ψάρια, μουστάρδα, ξηροί καρποί (όπως φιστίκια), σέλινο, γάλα, διοξείδιο του θείου (συντηρητικό Ε220 σε διάφορα τρόφιμα), οστρακοειδή.
Όσον αφορά τη δυσανεξία αυτή αφορά ουσίες που περιέχονται στις τροφές. Οι δυο πιο γνωστοί τύποι τροφικής δυσανεξίας είναι:
-H δυσανεξία στη λακτόζη, ουσία που περιέχεται στο γάλα και σε ορισμένα άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα, προκαλείται από την ανεπάρκεια του ενζύμου λακτάση, το οποίο παράγεται από το λεπτό έντερο και διασπά τη λακτόζη.
Διακρίνεται σε πρωτογενή και δευτερογενή. Η πρωτογενής δεν είναι πολύ συχνή και εμφανίζεται μετά τη γέννηση με σοβαρή διάρροια, ενώ η δευτερογενής είναι πιο συχνή και εκδηλώνεται ανά πάσα στιγμή μετά την ηλικία των 3 ετών, όταν η λακτάση αρχίζει να μειώνεται.
–Η δυσανεξία στη γλουτένη αφορά μια παθολογική κατάσταση του λεπτού εντέρου και σχετίζεται με μια σύνθετη ανοσολογική αντίδραση. Η γλουτένη βρίσκεται στο σιτάρι, τη σίκαλη, τη βρώμη και το κριθάρι και οδηγεί σε καταστροφή του βλεννογόνου του εντέρου, η οποία με τη σειρά της εμποδίζει τη σωστή πέψη και απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών από τον οργανισμό.
Αντιμετώπιση
Οι τροφικές αλλεργίες μπορούν να αντιμετωπιστούν με αποφυγή του τροφίμου που τις προκαλεί αλλά και με την κατάλληλη θεραπεία σε συνεργασία με τον αλλεργιολόγο. Υπάρχουν δύο τύποι θεραπείας η συμπτωματική και η αιτιολογική.
Συμπτωματική θεραπεία ονομάζουμε τη χορήγηση φαρμάκων για την ανακούφιση του ασθενούς ατόμου από τα συμπτώματα, χωρίς με τον τρόπο αυτό να θεραπεύουμε την αιτία της νόσου. Η συμπτωματική θεραπεία δεν έχει μακροχρόνιο αποτέλεσμα και πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε φορά που ο ασθενής έχει συμπτώματα.
Για την ανακούφιση των συμπτωμάτων, εκτός από τις φαρμακευτικές υπάρχουν και κάποιες φυσικές θεραπείες όπως:
• Τα προβιοτικά τα οποία βοηθούν το ανοσοποιητικό σύστημα τροφοδοτώντας το έντερο με «καλά» βακτήρια.
• Τα πεπτικά ένζυμα τα οποία συμβάλλουν στη διάσπαση των σωματιδίων των τροφίμων και στην πέψη.
• Η βιταμίνη Β5 η οποία είναι χρήσιμη για τη λειτουργία των επινεφριδίων και τον έλεγχο της αλλεργίας.
Αιτιολογική είναι η θεραπεία που στοχεύει στην εκπαίδευση του αμυντικού συστήματος του οργανισμού, ώστε να μην αντιλαμβάνεται πλέον ως «εχθρική» την ουσία που προκαλεί την αλλεργία και να την αγνοεί. Η αιτιολογική θεραπεία έχει μακροχρόνια διάρκεια αποτελέσματος ακόμη και μετά τη διακοπή της και γι’ αυτό δεν χρειάζεται να επαναληφθεί μετά από αυτήν.
Στις τροφικές δυσανεξίες η αποφυγή του ένοχου τροφίμου είναι μονόδρομος και, τα τελευταία χρόνια, όσα άτομα πάσχουν από κάποιου είδους δυσανεξία έχουν συμμάχους στην θεραπευτική τους προσπάθεια τους παραγωγούς τροφίμων, που προσφέρουν πλέον στην αγορά μεγάλη ποικιλία τροφίμων χωρίς λακτόζη ή γλουτένη, έτσι ώστε να μην απαιτείται ο αποκλεισμός τροφίμων από το διαιτολόγιο των πασχόντων.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι τα περίφημα τεστ δυσανεξίας που πραγματοποιούνται σε κάποια διαιτολογικά γραφεία και ιατρεία παρά τις δημοσιεύσεις των αποφάσεων του Υπουργείου Υγείας που επικυρώνουν τη μη αξιοπιστία τους, αποτελούν προϊόντα απάτης, καθώς η μόνη αξιόπιστη διαγνωστική μέθοδος είναι η μέτρηση αντισωμάτων στο αίμα.
Τέλος, ας σημειωθεί ότι δεν υπάρχει ούτε μία επιστημονική μελέτη που να αποδεικνύει ότι οι τροφικές υπερευαισθησίες σχετίζονται με το σωματικό βάρος ή τον μεταβολικό ρυθμό, την απώλεια βάρους και τον σχεδιασμό διαιτολογίου με αυτό το σκοπό.