Η σύσταση ενός υποθερμιδικού διαιτολογίου ήταν πάντα η πιο κυρίαρχη για την επίτευξη της απώλειας βάρους. Επίσης, όσο αφορά τα μακροθρεπτικά συστατικά το πρότυπο διατροφής με τη «χαμηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά» ήταν η πιο διαδεδομένη σύσταση για την απώλεια και τον έλεγχο του βάρους για δεκαετίες. Δεδομένου όμως ότι η επιδημία της παχυσαρκίας συνεχίζει να εξαπλώνεται, αναζητήθηκαν και προτάθηκαν εναλλακτικές διαιτητικές προσεγγίσεις στο μείζον θέμα της παχυσαρκίας. Μια τέτοια εναλλακτική πρόταση είναι αυτή του διαιτολογίου «χαμηλότερων υδατανθράκων» (Low-Carb).
Το ενδιαφέρον για τις δίαιτες με χαμηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες ξεκίνησε από μία μελέτη το 1996, που έδειξε ότι τα άτομα τα οποία ακολούθησαν δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες για 12 μήνες είχαν μεγαλύτερη απώλεια βάρους στους 3 και 6 μήνες σε σχέση με τα άτομα τα οποία ακολούθησαν δίαιτα υψηλή σε υδατάνθρακες και χαμηλή σε λίπος, χωρίς όμως αυτή η διαφορά να διατηρηθεί στους 12 μήνες. Τα διαιτολόγια αυτά αρχικά δέχτηκαν αυστηρή κριτική έως και απόρριψη από την επιστημονική κοινότητα αλλά την τελευταία περίοδο έχουν αποδειχθεί ότι μπορεί να είναι εξίσου αποτελεσματικά με αυτά της χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά, τόσο για την απώλεια βάρους, όσο και για άλλες μεταβολικές παθήσεις, όπως είναι ο διαβήτης.
Οι δίαιτες χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες έχουν γίνει γνωστές ως ένας εναλλακτικός τρόπος ταχείας απώλειας βάρους, με συχνά αβέβαια ωστόσο αποτελεσματικότητα για την υγεία. Η αποτελεσματικότητα των διαιτών χαμηλών υδατανθράκων (που είναι ταυτόχρονα υψηλές σε πρωτεΐνες) εστιάζει όχι τόσο στις θερμίδες και τον περιορισμό της ενεργειακής πρόσληψης, όσο στην αναλογία των μακροθρεπτικών συστατικών στη δίαιτα, με έμφαση στη χαμηλή κατανάλωση υδατανθρακούχων τροφίμων.
Αν και στη βιβλιογραφία αναφερόμαστε γενικά σε διαιτολόγια «χαμηλότερων υδατανθράκων» ωστόσο δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρη η ιδανική αναλογία. Έτσι, ως δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων ορίζεται μία διατροφή με περίπου 20% ενέργεια από υδατάνθρακες και λιγότερο από 130γρ. υδατανθράκων ανά ημέρα, ενώ σε κάποιες πιο ακραίες δίαιτες η πρόσληψη υδατανθράκων μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 20-50γρ. υδατανθράκων/ημέρα ώστε να οδηγήσει στην κατάσταση της «κέτωσης». Η δημοφιλέστερη δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες είναι η δίαιτα Atkins με μόνο το 5-10% της ενέργειας (περίπου 20 γρ ημερησίως) να προέρχεται από υδατάνθρακες και μία παράλληλη υψηλή περιεκτικότητα και πρόσληψη λίπους. Υπάρχουν πλέον αρκετές αξιόλογες μελέτες που έχουν υποδείξει ότι οι δίαιτες χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες είναι αποτελεσματικές στην απώλεια βάρους, ενώ αυτές πλέον αποτελούν και σύσταση για άλλες παθολογικές καταστάσεις όπως ο σακχαρώδης διαβήτης αλλά και η λιπώδης διήθηση.
Στα διαιτολόγια αυτά αποκλείονται ή περιορίζονται δραστικά πολλές ομάδες τροφίμων όπως φρούτα και δημητριακά και όσπρια και αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ανεπάρκεια θρεπτικών συστατικών, φυτικών ινών, μετάλλων και βιταμινών, με αποτέλεσμα την εμφάνιση διατροφικών ελλείψεων και δυσκοιλιότητας. Ταυτόχρονα η υψηλότερη πρόσληψη λίπους σε αντικατάσταση των υδατανθράκων επηρεάζει αρνητικά το λιπιδαιμικό προφίλ με πιθανά δυσμενείς επιπτώσεις στο καρδιαγγειακό σύστημα. Επίσης, η υψηλή πρωτεϊνική πρόσληψη μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στη συνολική υγεία του οργανισμού όπως υποστηρίζουν οργανισμοί όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO) και άλλοι. Παράλληλα με τη μείωση του βάρους η δίαιτα αυτή οδήγησε στην αύξηση των λιποπρωτεϊνών υψηλής πυκνότητας (HDL) και στη μείωση των τριγλυκεριδίων. Παρόμοια αποτελέσματα είχαν και μετέπειτα μελέτες που έδειξαν ότι δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων είχε περισσότερο επιθυμητά αποτελέσματα στην αθηρογένεση, στη δυσλιπιδαιμία και στο καλύτερο γλυκαιμικό έλεγχο.
Συγκριτικές μελέτες τέτοιων διαιτών με πιο συμβατικά υποθερμιδικά διαιτολόγια έδειξαν ότι ένα σωστά σχεδιασμένο και εξατομικευμένο διαιτολόγιο χαμηλών υδατανθράκων, με περίπου 40% της ενεργειακής πρόσληψης από σύνθετους υδατάνθρακες παράλληλα με μία πιο σωστή πρόσληψη λίπους, έχει οφέλη για την μείωση του σωματικού βάρους χωρίς κινδύνους για την υγεία ενώ φαίνεται να προστατεύει περισσότερο την μυϊκή μάζα και επομένως το βασικό μεταβολικό ρυθμό, σε σχέση με τις άλλες δίαιτες χαμηλότερων πρωτεϊνών.