H ημικρανία είναι μια χρόνια πάθηση του εγκεφάλου που εκδηλώνεται με κρίσεις κεφαλαλγίας και συνοδεύεται από συμπτώματα, τα οποία ουσιαστικά ακινητοποιούν τον ασθενή (εμετός, ναυτία, ζάλη, ευαισθησία στο φως, θόρυβος, μυρωδιές, επιδείνωση του πόνου με οποιαδήποτε κίνηση).

Περίπου ένας στους πέντε ασθενείς με ημικρανία, αναφέρει ότι πριν εκδηλωθεί ο πονοκέφαλος εμφανίζει διαταραχές της όρασης, όπως λάμψεις ή σκοτώματα, που παραμένουν ακόμη και με κλειστά μάτια. Αυτή είναι η ημικρανική αύρα. Ανάλογα λοιπόν με την παρουσία ή μη της αύρας, η ημικρανία διακρίνεται στην ημικρανία με και χωρίς αύρα.

Ο σημαντικότερος διαχωρισμός ωστόσο της ημικρανίας, αφορά τη συχνότητα των κρίσεων. Επομένως, αναφερόμαστε στην επεισοδιακή ημικρανία (λιγότερες από 14 ημέρες με πονοκέφαλο ανά μήνα) και στη χρόνια ημικρανία (περισσότερες από 15 ημέρες με πονοκέφαλο ανά μήνα). Συνεπώς, η χρόνια ημικρανία είναι μια δραματική κατάσταση. Πολύ συχνά επιδεινώνεται με την κατάχρηση αναλγητικών φαρμάκων, τα οποία επιτείνουν την ένταση και τη συχνότητα των κρίσεων. Επιπρόσθετα, η ημικρανία μπορεί να συνυπάρχει με κατάθλιψη, μειώνοντας ακόμη περισσότερο την ποιότητα ζωής, όχι μόνο του ασθενή, αλλά και ολόκληρης της οικογένειάς του.

Στην Ελλάδα, η συχνότητα της ημικρανίας που επιφέρει μείωση των δραστηριοτήτων του ασθενή κατά τη διάρκεια της ημικρανικής κρίσης, είναι 8%. Δηλαδή περίπου 640.000 Έλληνες, ηλικίας 18-65 ετών βιώνουν κρίσεις ημικρανίας που μειώνουν την απόδοσή τους στην εργασία και δυσκολεύουν την καθημερινότητα τους. Οι γυναίκες με ημικρανία είναι διπλάσιες από τους άνδρες, ενώ χρόνια ημικρανία έχουν 74.000 Έλληνες (1% περίπου του γενικού πληθυσμού).

Τα άτομα με ημικρανία δεν είναι απαραίτητο να υποβάλλονται σε ειδικές εξετάσεις. Αυτό που απαιτείται είναι ιατρική εξέταση και παρακολούθηση. Ο εξειδικευμένος ιατρός θα κρίνει εάν, σε πολύ ειδικές μόνο περιπτώσεις, απαιτείται μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου ή άλλες εξετάσεις.

Η πιο σημαντική θεραπεία για την ημικρανία είναι η προφυλακτική αγωγή, η οποία στοχεύει στη μείωση της συχνότητας και της έντασης των κρίσεων, ειδικά στην περίπτωση της χρόνιας ημικρανίας. Όταν μια προφυλακτική θεραπεία δεν αποδίδει, ο ιατρός θα πρέπει να αλλάζει την αγωγή, σε συνεννόηση με τον ασθενή, ο οποίος θα πρέπει επίσης να έχει άποψη για το είδος των φαρμάκων που θα λάβει.

Υπάρχουν πολλές διαθέσιμες θεραπείες και ο ιατρός θα επιλέξει την πιο κατάλληλη για κάθε ασθενή. Στις προφυλακτικές θεραπείες περιλαμβάνονται μη ειδικά φάρμακα, όπως αντι-υπερτασικά, αντι-επιληπτικά και αντι-καταθλιπτικά. Για την προφυλακτική θεραπεία της χρόνιας ημικρανίας ειδικά, χορηγείται η τοξίνη της αλλαντίασης.

Εκτός από τις φαρμακευτικές θεραπείες υπάρχουν συσκευές νευρο-ερεθισμού που έχουν επιστημονική τεκμηρίωση, ή ακόμη και συμπληρώματα διατροφής που μπορεί να βοηθήσουν όσους αποφεύγουν τη λήψη φαρμάκων.

Οι ασθενείς με ημικρανία καλό είναι να γνωρίζουν τους παράγοντες που μπορεί να τους προκαλέσουν μια κρίση (πχ. κόκκινο κρασί, σοκολάτα, αϋπνία, νηστεία κ.ά.), ώστε να είναι προετοιμασμένοι για την πιθανή εκδήλωσή της.

Κατά την έναρξη της ημικρανικής κρίσης θα πρέπει ο ασθενής να λάβει άμεσα το φάρμακο που του έχει συστήσει ο ιατρός του. Εάν βρίσκεται στο χώρο εργασίας του, θα βοηθούσε εάν μπορούσε να σταματήσει την εργασία του και να απομονωθεί σε ένα ήσυχο μέρος. Ωστόσο, ο σκοπός της φαρμακευτικής αγωγής είναι να μην χάσει ούτε μια ώρα ο ασθενής από την ημέρα του εξαιτίας της ημικρανίας.

Ενώ για την αντιμετώπιση της οξείας φάσης της ημικρανίας υπάρχουν ειδικά φάρμακα, όσον αφορά στην προφύλαξη, μέχρι σήμερα διαθέτουμε μη ειδικά φάρμακα, που δανειζόμαστε από τη θεραπεία άλλων παθήσεων. Πρόσφατα ωστόσο, εμφανίσθηκε μια νέα κατηγορία φαρμάκων, που εμποδίζουν τη μεταφορά των σημάτων του πόνου στον εγκέφαλο.

Η Ελληνική Εταιρεία Κεφαλαλγίας συστήνει τους ασθενείς να απευθύνονται στα Ειδικά Κέντρα Κεφαλαλγίας των Δημόσιων Νοσοκομείων, ώστε να έχουν σωστή και σύγχρονη αντιμετώπιση, γιατί η ημικρανία είναι μεν γενετική νόσος, αλλά αντιμετωπίζεται.