Η παχυσαρκία είναι μια πολυπαραγοντική νόσος, δηλαδή είναι αποτέλεσμα περιβαλλοντικών, συμπεριφορικών, ορμονικών και γενετικών παραγόντων ή συνδυασμού τους. Κύριο γενεσιουργό αίτιο για την πρόκληση της παχυσαρκίας είναι η αύξηση της ενεργειακής πρόσληψης σε σχέση με την ενεργειακή κατανάλωση. Πιο απλά, οι θερμίδες που προσλαμβάνουμε μέσω της τροφής υπερβαίνουν τις θερμίδες που καταναλώνει το σώμα για τις βασικές του ανάγκες και τη φυσική δραστηριότητα.

Ο αγχώδης και ενίοτε ασταθής σύγχρονος τρόπος ζωής έχει οδηγήσει την πλειονότητα του πληθυσμού σε ένα ασταθές ωράριο διατροφής, μακριά από το οικογενειακό τραπέζι και το σωστά μαγειρεμένο φαγητό. Το συνεχές τσιμπολόγημα τροφίμων με υψηλή θερμιδική αξία, η αύξηση του γρήγορου και λιπαρού φαγητού και η κατανάλωση μεγάλης ποσότητας φαγητού σε ένα και μόνο γεύμα μέσα στη μέρα, οδηγούν στην αύξηση της συνολικής ημερήσιας προσλαμβανόμενης ενέργειας και στη διαταραχή του ισοζυγίου.

Παράλληλα, η μείωση της φυσικής δραστηριότητας είναι θεμελιώδης παράγοντας εξάπλωσης της παχυσαρκίας. Σχεδόν τα μισά παιδιά στην Ελλάδα (σημειωτέον, η χώρα μας είναι δεύτερη στην Ευρώπη στα ποσοστά παιδικής παχυσαρκίας) ασκούνται λιγότερο από 1 ώρα τη μέρα, ενώ πλέον αποφεύγουν τα παιχνίδια σε υπαίθριους χώρους και μένουν καθηλωμένα μπροστά στις οθόνες τους. Το φαινόμενο της παχυσαρκίας καταγράφεται εντονότερο σε στρώματα του πληθυσμού με χαμηλό κοινωνικό, οικονομικό και βιοτικό επίπεδο, στα οποία υιοθετούνται σε μεγαλύτερο βαθμό λανθασμένες διατροφικές συνήθειες (που ενδέχεται να κοστίζουν λιγότερο). Η εκπαίδευση σε θέματα διατροφής και σωματικής δραστηριότητας είναι ένας από τους βασικούς στόχους της παγκόσμιας καμπάνιας για τη διατροφή και τη σωματική δραστηριότητα.

Σημαντικό ρόλο παίζει και το οικογενειακό ιστορικό, τόσο σε επίπεδο σωματότυπου όσο και σε επίπεδο διατροφικών συμπεριφορών. Αν ένας γονέας είναι παχύσαρκος, τότε το παιδί έχει 50% πιθανότητες να γίνει και αυτό. Κι αν είναι και οι 2 γονείς, τότε υπάρχουν 80% πιθανότητες για εμφάνιση παχυσαρκίας. Τάση για παχυσαρκία (με ευκολότερους ρυθμούς και με βάση έναν μειωμένο μεταβολισμό) σαφώς υπάρχει, αλλά δεν μπορεί να εκδηλωθεί, παρά μόνο αν συντρέχουν λανθασμένες διατροφικές συνήθειες παράλληλα με έναν καθιστικό τρόπο ζωής.

Υγειονομική βόμβα
Η παχυσαρκία δεν είναι αισθητικό πρόβλημα, αλλά υγειονομική βόμβα. Τα παχύσαρκα άτομα διατρέχουν πολύ αυξημένο κίνδυνο να νοσήσουν ή ακόμα και να πεθάνουν από πληθώρα νοσημάτων. Είναι γνωστό ότι η παχυσαρκία είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, μια κατάσταση που αφ’ εαυτής αυξάνει τον κίνδυνο για καρδιαγγειακές επιπλοκές. Ακόμη, όμως, και χωρίς την εμφάνιση σακχαρώδους διαβήτη, ένα παχύσαρκο άτομο έχει σχεδόν πενταπλάσιο κίνδυνο για καρδιαγγειακή νόσο σε σχέση με άτομο κανονικού βάρους ίδιας ηλικίας. Ένα άτομο με Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) 30 kg/m2 διατρέχει τετραπλάσιο κίνδυνο να νοσήσει από υπέρταση σε σύγκριση με άτομο με ΔΜΣ 21 kg/m2. Αυτό συμβαίνει διότι από το λίπος, ιδιαίτερα το ενδοκοιλιακό (σπλαγχνικό), παράγονται πολλές ουσίες που προκαλούν αύξηση στην τάση των αρτηριών και κατακράτηση υγρών, ενώ επιπλέον η παχυσαρκία οδηγεί σε ενεργοποίηση τμήματος του νευρικού συστήματος που είναι υπεύθυνο για την αύξηση της αρτηριακής πίεσης και της καρδιακής συχνότητας.

Η απώλεια βάρους, έστω και μέτρια, μπορεί να έχει ευεργετικά αποτελέσματα στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης. Υπολογίζεται ότι απώλεια 10% του αρχικού βάρους μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της συστολικής και διαστολικής πίεσης μεταξύ 10 και 20 mmHg. Ιδιαίτερα αυξημένος εμφανίζεται στον πληθυσμό αυτό ο κίνδυνος για εμφάνιση εμφράγματος, καθώς και εγκεφαλικού επεισοδίου, λόγω της σημαντικού βαθμού αθηρωμάτωσης που παρουσιάζουν και οδηγεί σε απόφραξη των αγγείων του εγκεφάλου.

Τη στενή σχέση της παχυσαρκίας με τα καρδιαγγειακά ενισχύει η συχνή συνύπαρξη του διαβήτη με τη δυσλιπιδαιμία. Το συντριπτικό ποσοστό των περιπτώσεων σακχαρώδου διαβήτη τύπου 2 μπορεί να αποδοθεί στην παχυσαρκία, ενώ μέτρια μόνο απώλεια βάρους μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου σε ποσοστό άνω του 50%. Σημαντική είναι επιπλέον η συνεισφορά της παχυσαρκίας στην εμφάνιση δυσλιπιδαιμίας, δηλαδή της διαταραχής των συγκεντρώσεων των λιπιδίων στο αίμα. Συγκεκριμένα, στα παχύσαρκα άτομα παρατηρείται συχνά αύξηση της «κακής» LDL χοληστερόλης και ακόμη πιο συχνά μείωση της «καλής» HDL χοληστερόλης και αύξηση των τριγλυκεριδίων. Οι συνθήκες αυτές επιβαρύνουν επιπλέον τον καρδιοαγγειακό κίνδυνο.

Η πιθανότητα ενός παχύσαρκου ασθενούς να αναπτύξει υπερχοληστερολαιμία είναι περίπου διπλάσια έναντι ενός ατόμου με φυσιολογικό βάρος. Η απώλεια βάρους μπορεί να οδηγήσει σε αξιοσημείωτες ευνοϊκές επιδράσεις στα λιπίδια: κάθε απώλεια 3 kg συνοδεύεται από αύξηση της «καλής» HDL κατά 1 mg/dl, ενώ απώλεια της τάξεως του 10% του αρχικού βάρους από μείωση της «κακής» LDL κατά 15%.

Η σημαντική συμβολή της παχυσαρκίας στην εμφάνιση καρδιαγγειακών νοσημάτων καθιστά επιβεβλημένη τόσο την προσπάθεια πρόληψής της όσο και την αντιμετώπισή της στον βαθμό που αυτό είναι δυνατό.

Η αντιμετώπιση
Για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, αλλά και των κινδύνων που προκύπτουν απ’ αυτήν απαιτείται ουσιαστική αλλαγή της διατροφικής συμπεριφοράς, καθώς και αύξηση της σωματικής δραστηριότητας, με συστηματική και καθημερινή άσκηση. H φαρμακευτική υποστήριξη με σκευάσματα, που χρησιμοποιήθηκαν κατά το παρελθόν, είναι πολύ περιορισμένη λόγω ασήμαντων αποτελεσμάτων και παρενεργειών παρενεργειών κατά τη χρήση τους.

Τα τελευταία χρόνια η βαριατρική χειρουργική είναι μια ουσιαστική θεραπευτική παρέμβαση στο πρόβλημα της νοσογόνου παχυσαρκίας και εφαρμόζεται σε άτομα υπερβολικά παχύσαρκα που ταυτόχρονα έχουν και δύο τουλάχιστον συνοσηρότητες. Η βαριατρική χειρουργική απαιτεί τη συνεργασία ομάδας επιστημόνων, που αποτελείται από χειρουργό, ενδοκρινολόγο, ψυχολόγο και διατροφολόγο, για την άριστη προετοιμασία, αλλά και για την καλή μετεγχειρητική πορεία του παχύσαρκου ασθενή.

Η παχυσαρκία, λοιπόν, σαν νοσολογική κατάσταση είναι σήμερα μια πρωταρχική κρίση δημόσιας υγείας που καλείται να αντιμετωπίσει η παγκόσμια κοινότητα. Η συνεχής απόκτηση γνώσης σχετικά με την παχυσαρκία, την αιτιοπαθογένεια και τις επιπλοκές που τη συνοδεύουν, θα βοηθήσει ουσιαστικά στην πρόληψη, αλλά και στην αποτελεσματική θεραπεία και θα συμβάλει σημαντικά στην αντιμετώπιση αυτής της παγκόσμιας επιδημίας της σύγχρονης κοινωνίας.