Ο Ζλάτκο Τσαϊκόφσκυ, προπονητής της Μπάγερν Μονάχου, φαίνεται να σχολίασε ειρωνικά την αντιποδοσφαιρική σωματοδομή του Γκερντ Μίλερ, όταν του τον πρωτοπαρουσίασαν στην ομάδα, το 1964, λέγοντας: «Τί μπορώ να κάνω εγώ με αυτόν τον αρσιβαρίστα!». Δέκα χρόνια, όμως αργότερα, στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου, απέναντι στην Ολλανδία, αυτός ο «αρσιβαρίστας», μέσα στο «σπίτι του», στο Μόναχο, με μια χορευτική κίνηση που θα ζήλευε και ο Νουρέγιεφ, στον ρόλο του Ζίγκφριντ της Λίμνης των Κύκνων του «κανονικού» Τσαϊκόφσκυ της μουσικής και όχι της προπονητικής, θα σημειώσει το νικητήριο γκολ για την Εθνική Ομάδα της Δυτικής Γερμανίας. Μια δύσκολη υποδοχή στο γύρισμα του Μπόνοφ που αντισταθμίζεται από μια προσποίηση προδιαγραφών μπαλέτου, όπου το σώμα του ακολουθεί αρχικώς την εμπροσθοβαρή αδρανειακή κίνηση της φάσης και εν συνεχεία, με μια απρόσμενη μυϊκή ανάκρουση, οπισθοδρομεί και με τη μπάλα κολλημένη στα πόδια του εκτελεί ημιστροφή, στέλνοντάς την στο τέρμα, κάτω από τα έκπληκτα πόδια του Ολλανδού αμυντικού Ρούντι Κρόλ και δίπλα από τον τερματοφύλακα Γιαν Γιονγκμπλουντ που ως «αρσιβαρίστας» είχε το βάρος του στο λάθος πόδι και μάζεψε, τελικά, τη μπάλα από τα δίχτυα. Αυτά τα δίχτυα που όπως λέει ο Εντουάρντο Γκαλεάνο, για τον «κακό λύκο» Γκέρντ Μίλλερ, «ήταν το νυφικό πέπλο ενός λαχταριστού κοριτσιού».

Στο ίδιο βιβλίο του, το εξαιρετικό «Το ποδόσφαιρο στη σκιά και στο φως», ο Ουρουγουανός λογοτέχνης, συμπληρώνει για «εκείνον τον κοντοπόδαρο στρουμπουλό παίκτη που έγινε παγκόσμιος πρωταθλητής», παρότι ένας άλλος προπονητής τού είχε πει νωρίτερα, «στο ποδόσφαιρο δεν έχεις μέλλον, καλύτερα να ασχοληθείς με κάτι άλλο». Ευτυχώς, ο Μίλερ δεν τον άκουσε και «κανένας άλλος δεν πέτυχε περισσότερα γκολ στην ιστορία του γερμανικού πρωταθλήματος και της εθνικής ομάδος». Γιατί, «ο κακός λύκος δεν φαινόταν στο γήπεδο. Μεταμφιεσμένος σε γιαγιά, με τους κυνόδοντες και τα νύχια καλά κρυμμένα, περιφερόταν κάνοντας αθώες πάσες και άλλες καλές πράξεις. Συγχρόνως, χωρίς να τον πάρει κανένας είδηση, γλιστρούσε προς την περιοχή. Ξερογλειφόταν μπροστά στην απροστάτευτη εστία… και τότε, πέταγε τη μεταμφίεση και άνοιγε το στόμα του να δαγκώσει».

Ο μεγάλος, όμως, αυτός επιθετικός της ποδοσφαιρικής ομάδας της Δυτικής Γερμανίας των αρχών της δεκαετίας του ’70, υπέκυψε πρόσφατα στη νόσο του Αλτσχάιμερ. Μία ύπουλη νόσο που προσβάλλει όλο και μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού, συχνά χωρίς να την παίρνει κανείς είδηση, στα αρχικά στάδια εκδήλωσής της, όπου οι πρώτες «αθώες» διαταραχές μνήμης αποδίδονται απλά στο φυσιολογικό γήρας, την ίδια στιγμή που το προσδόκιμο ζωής αυξάνεται και οι κοινωνίες μας, ιδιαίτερα στον δυτικό, ανεπτυγμένο, κόσμο γηράσκουν. Μια νόσος που δεν κάνει διακρίσεις. Έτσι χτύπησε και το «Εθνικό Βομβαρδιστικό» της Γερμανίας.

Τον “Der Bomber”, όπως ήταν το προσωνύμιό του. Τον άνθρωπο που με τα γκολ του αποκατέστησε ένα κομμάτι από τη συλλογική εθνική υπερηφάνεια της ισοπεδωμένης από τα βομβαρδιστικά των συμμάχων Δυτικής Γερμανίας, σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, ώστε το συλλογικό ποδοσφαιρικό και εθνικό ασυνείδητο των Δυτικογερμανών, να ενδώσει στον ψυχοδυναμικό αμυντικό μηχανισμό της «ταύτισης με τον επιτιθέμενο» και να ονοματίσει τον επιθετικό, πρώτο σκόρερ της εθνικής τους ομάδος, ως «Το βομβαρδιστικό», παρότι οι μνήμες από την καταστροφή της Δρέσδης ήταν ακόμη νωπές.

Σε αντίθεση με τις μνήμες του Γκερντ Μίλερ που ξεθώριασαν λίγο-λίγο από τη νευροεκφυλιστική νόσο, η οποία έχει χτυπήσει και άλλους μεγάλους βετεράνους ποδοσφαιριστές, όπως τον, επίσης προσφάτως αποβιώσαντα, αρχηγό της Εθνικής Αγγλίας, σερ Μπόμπι Τσάρλτον και τον Σκωτσέζο Ντένις Λόου που στα 81 του ανακοίνωσε ότι πάσχει από άνοια μεικτού τύπου, δηλαδή από νόσο του Αλτσχάιμερ και Αγγειακή Άνοια, ανοίγοντας ξανά τον επιστημονικό και αθλητικό διάλογο και προβληματισμό ως προς τις εγκεφαλικές κακώσεις και τις κρανιακές καταπονήσεις που συνοδεύουν την ενεργό δράση πολλών παικτών τόσο του «δικού» μας, όσο και του αμερικανικού ποδοσφαίρου, όπως και της πυγμαχίας.

Όσο όμως κρατά η συζήτηση για την προστασία των «κεφαλοσφαιριστών» και των υπολοίπων αθλητών που εκτίθενται σε πιθανά χτυπήματα της κεφαλής και σε πιθανούς κινδύνους μεταδιασεισικών συνδρομών και μελλοντικής μικροαγγειοπάθειας, όσο οι νευροεπιστήμες θα αναζητούν αποτελεσματικές θεραπευτικές παρεμβάσεις και θα επισημαίνουν πιθανούς παράγοντες κινδύνου, ο μοχθηρός «λύκος» της άνοιας, μεταμφιεσμένος με τον αθώο μανδύα του γήρατος, θα κατακρεουργεί με την άσπλαχνη δαγκωματιά της λήθης τις όμορφες ζωές και αναμνήσεις των, όλο και μικρότερων σε ηλικία έναρξης της νόσου, πρεσβύτερων συνανθρώπων μας.