Η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση είναι ένα συχνό πρόβλημα που σχετίζεται με το σύγχρονο τρόπο ζωής και τις διαιτητικές συνήθειες. Το κάψιμο στο στομάχι ή πιο ψηλά στο θώρακα και το δυσάρεστο αίσθημα της αναγωγής όξινου περιεχομένου στον οισοφάγο είναι οι πιο τυπικές, αλλά όχι οι μόνες ενοχλήσεις των ανθρώπων με γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση. Η γαστροσκόπηση είναι μία χρήσιμη εξέταση για την εκτίμηση του προβλήματος, όμως μόνο στις μισές περιπτώσεις διαπιστώνεται φλεγμονή του οισοφάγου (οισοφαγίτιδα).
Για την αποφυγή των ενοχλημάτων απαιτούνται κάποιες διαιτητικές προσαρμογές και αλλαγές στον τρόπο ζωής. Οι κυριότερες είναι η αποφυγή των λιπαρών και όξινων τροφών, του καφέ, του αλκοόλ και της σοκολάτας. Σκόπιμη είναι η διακοπή του καπνίσματος, ενώ είναι αποδεδειγμένο πως τα συμπτώματα βελτιώνονται με την απώλεια βάρους και την ανύψωση της κεφαλής του κρεβατιού. Χρήσιμες όμως είναι και η αποφυγή κατάκλισης μετά τα γεύματα όπως και συχνά η κατάκλιση στην αριστερή πλάγια θέση.
Πότε χρειάζονται φάρμακα;
Για την αντιμετώπιση των πιο σοβαρών ενοχλημάτων απαιτούνται φάρμακα που μειώνουν την έκκριση των οξέων τα οποία παράγονται στο στομάχι. Άλλα φάρμακα, όπως αυτά που βελτιώνουν την κινητικότητα του στομάχου, δεν χρησιμοποιούνται συχνά καθώς φαίνεται πως δεν είναι το ίδιο αποτελεσματικά.
Από τα φάρμακα που μειώνουν τα γαστρικά οξέα τα πιο αποτελεσματικά για την εξάλειψη των συμπτωμάτων και την επούλωση της οισοφαγίτιδας είναι οι αναστολείς αντλίας πρωτονίων (PPIs), με κύριο εκπρόσωπο την ομεπραζόλη. Ύστερα από 30 χρόνια ευρείας κυκλοφορίας υπάρχουν κάποιες αναφορές για σχετικά σπάνιες και ήπιες παρενέργειες, αλλά συνολικά η μακροχρόνια ασφάλεια αυτών των σκευασμάτων είναι εντυπωσιακή. Οι αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα δε φαίνεται πως είναι κλινικά σημαντικές, ενώ και η χρήση τους στην κύηση δεν αυξάνει τους κινδύνους για το έμβρυο. Σε κάθε περίπτωση όμως τα φάρμακα αυτά πρέπει να χορηγούνται μόνο όταν υπάρχει η κατάλληλη ένδειξη.
Η χειρουργική αντιμετώπιση
Η ανάγκη για μακροχρόνια θεραπεία οδηγεί κάποιους ασθενείς στην αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων, όπως η χειρουργική αντιμετώπιση για αποκατάσταση της ανεπαρκούς γαστροοισοφαγικής βαλβίδας (θολοπλαστική), που παλαιότερα γινόταν με ανοιχτή μέθοδο, και τα τελευταία χρόνια με τη λαπαροσκοπική. Όμως, ενώ η εγχείρηση είναι εξίσου αποτελεσματική με τη φαρμακευτική θεραπεία, υπάρχει πάντοτε ένα μικρό ποσοστό περιεγχειρητικής θνητότητας. Επιπλέον, κάποιοι από τους ασθενείς που υποβάλλονται σε θολοπλαστική μπορεί στη συνέχεια να δυσκολεύονται στην κατάποση, στις ερυγές και στον έμετο και να νιώθουν μετεωρισμό. Επίσης, είναι τεκμηριωμένο πως οι μισοί από αυτούς τελικά μετά την πενταετία αναγκάζονται να ξαναχρησιμοποιήσουν φάρμακα.
Η ενδεδειγμένη επιλογή
Συμπερασματικά, λοιπόν, η φαρμακευτική θεραπεία, σε συνδυασμό με διαιτητικές προσαρμογές, είναι η ενδεδειγμένη στη συντριπτική πλειονότητα των ασθενών. Σε ειδικές περιπτώσεις, όπως σε άτομα μικρής ηλικίας, που απαιτούν υψηλές δόσεις για τον έλεγχο των συμπτωμάτων και δεν επιθυμούν ή δεν ανέχονται τη συνεχή λήψη φαρμάκων, υπάρχει ως εναλλακτική θεραπεία η λαπαροσκοπική θολοπλαστική. Αντίθετα, για τους ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται στη φαρμακευτική θεραπεία, απαιτείται μελέτη με 24ωρη pHμετρία, αντιστασιομετρία (εμπέδηση) και μανομετρία. Τα φάρμακα είναι τόσο αποτελεσματικά που η «ανθεκτική» στη φαρμακευτική θεραπεία γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, η οποία είναι και η συχνότερη αιτία για εγχείρηση (σε ποσοστό 88%), μπορεί τελικά να έχει άλλα αίτια και να μην αντιμετωπιστεί με τη θολοπλαστική.
Στο μέλλον, ο ασθενής θα έχει τη δυνατότητα να επιλέξει ανάμεσα σε φαρμακευτική, χειρουργική και ενδοσκοπική θεραπεία. Η τελευταία προσφέρει τη δυνατότητα ανακατασκευής της γαστροοισοφαγικής βαλβίδας, με τη βοήθεια του γαστροσκοπίου, χωρίς εγχείρηση. Ήδη είναι σε εξέλιξη μελέτες που εξετάζουν την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα τέτοιων ενδοσκοπικών μεθόδων. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο ασθενής θα πρέπει να είναι καλά ενημερωμένος από τον ιατρό του για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της κάθε θεραπευτικής επιλογής.